6.12.2013

Οι σαράντα δράκοι

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δύο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ φτωχός κι ο άλλος πολύ πλούσιος. Ο φτωχός είχε παιδιά, ο πλούσιος δεν είχε. Αναγκαζόταν λοιπόν ο φτωχός, να ζητάει κάθε τόσο από τον πλούσιο λίγο ψωμί για τα παιδιά του. Στο τέλος τον βαρέθηκε ο πλούσιος και του λέει μια μέρα:
-Μα θαρρείς πως είμαι εγώ υποχρεωμένος να ταΐζω τα κοπέλια σου;
Πήγαινε να βρεις δουλειά σωστή να κάνεις.
Ο φτωχός απελπίστηκε. Έφυγε από το σπίτι του κι έδωσε των αμαθιών του.
Γύριζε χώρες και χωριά γυρεύοντας δουλειά, μα του κάκου. Κάποιο βράδυ νύχτώθηκε σε μια έρημη βουνοπλαγιά. Ανέβηκε σε κάποιο δέντρο να κοιμηθεί από φόβο για τ' άγρια ζώα. Μα ο φόβος της ερημιάς δεν του 'φερνε ύπνο.
Θα 'ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άκουσε κάτω από το δέντρο παράξενες μιλιές. Κοιτάζει και τι να δει! Σαράντα δράκοι περνούσαν. Κοντοστάθηκαν λίγο πιο πέρα από τη ρίζα του δέντρου κι άρχισαν να κοιτάζουν δώθε κείθε περίεργα.
-Ανθρώπινη μυρωδιά γροικούμε, λένε οι μισοί.
-Μπα, δεν υπάρχει ψυχή εδώ. Αντέστε να πάμε στο χαράκι μας. είπαν οι υπόλοιποι.
Ο άνθρωπος έτρεμε απ' το φόβο του. Αυτοί προχωρήσανε πιο πέρα. Σταθήκανε μπροστά σ' ένα χαράκι που ήτανε αντίκρυ στο δέντρο. Είπανε "άτσι-καπί" και το χαράκι άνοιξε κι εφάνηκε από μέσα τόσο χρυσάφι που ο άνθρωπος θαμπώθηκε. Ύστερα είπανε "κάπα-καπί" και κλείνει το λημέρι τους. Φύγανε έπειτα για τη δουλειά τους.
Σαν τους είδε ο άνθρωπος ν' απομακραίνουν πολύ, κατέβηκε από το δέντρο και τράβηξε ίσα προς το χαράκι.
"Άτσι-καπί" είπε και το χαράκι άνοιξε. Μπήκε μέσα, γέμισε το σακούλι του χρυσάφι. Βγήκε, είπε "κάπα-καπί" και το χαράκι έκλεισε. Ολόχαρος τράβηξε το δρόμο για το σπίτι του.
Εκεί να δείτε χαρές! Η γυναίκα του που σάστισε και θαμπώθηκε να δει τόσο χρυσάφι στο φτωχικό της, ήθελε σώνει και καλά να το μετρήσουνε. Μα μέτρο δεν είχανε κι επέψανε ένα παιδί τους στον πλούσιο θείο να τους δώσει μαι ζυγαριά. Ο θείος κάτι υποψιάστηκε και το ρώτησε:
-Ίντα θα μετρήσετε μωρέ;
Το παιδί - όπως το είχαν ορμηνέψει οι γονείς του - δεν είπε τίποτα.
Όμως εκείνο, πονηρός όπως ήτανε, έβαλε μια δακτυλιά μέλι στον πάτο της ζυγαριάς για να κολλήσει ό,τι θα μετρούσανε και να καταλάβει.
Όταν του επέστρεψαν τη ζυγαριά, στον πάτο είχε απομείνει κολλημένο ένα χρυσό φλουρί. Ο θείος το είδε και κατάλαβε. Πήγε στον αδερφό του αμέσως και του είπε να πάνε μαζί εκεί που βρήκε το χρυσάφι να πάρει κι αυτός. Με τα πολλά τον έπεισε και ξεκίνησαν για το χαράκι των δράκων.
Άμα έφτασαν, παραμόνεψαν κι είδαν τους δράκους να φεύγουνε. Πλησιάσαν στο χαράκι, είπανε "άτσι-καπί" κι αυτό άνοιξε. Μπήκανε μέσα, γεμισανε τα σκούλι ατους χρυσάφι. Βγήκανε γρήγορ-γρήγορα. Είπανε "κάπα-καπί", το χαράκι έκλεισε και γυρίσανε σπίτια τους.
Μετρήσανε το χρυσάφι και του πλούσιου ήτανε κάπως λιγότερο απ' του φτωχού. Ζήλεψε πάλι ο πλούσιος κι εσηκώθηκε να πάει να φέρει κι άλλο. Ο αδερφός του δεν τον άφηνε:
-Κάτσε, μην πας. Αν δεν τα καταφέρεις καλά, μπορεί να χάσεις κα τη ζωή σου ακόμα.
Εκείνος όμως, άπληστος όπως ήτανε, δεν τον άκουσε και ξαναπήγε. Ήταν αργά και νυχτώθηκε στο δρόμο. Ανέβηκε λοιπόν σ' ένα δέντρο, να περιμένει το πρωί. Σαν ξημέρωσε, παρμόνευ μέχρι να φύγουν οι δράκοι, Κατέβηκε τότε από το δέντρο, πλησίασε στο χαράκι και με το "άτσι-καπί", το άνοιξε. Μπαίνει μέσα, λέει "κάπα-καπί" και το χαράκι κλείνει. Γέμισε το σκούλι του χρυσάφι και ξεκίνησε να φύγει.
Λέει "άτσι-καπί", ανοίγει το χαράκι. Πάει να βγει και τι να δει! Οι σαράντα δράκοι θεόρατοι έστεκαν μπρος του.
-Καλώς τονε το φίλο μας, καλώς τονε το μεζέ μας! Νόμιζες ως θα μας ξέφευγες, ε; Κάποτε θα καταλαβαίναμε κι εμείς ότι μας έκλεβες....
Οι δράκοι αφού τον αιχμαλώτισαν, άφησαν ένα σύντροφό τους να τον φυλάει κι έφυγαν για τη δουλειά τους.
Ο αδερφός του φυλακισμένου είχε μπει σε έγνοια. Σηκώθηκε να πάει να τον γυρεύει. Σαν έφτασε στον τόπο εκείνο, βγήκε πάνω στο δέντρο για να βεβαιωθεί αν οι δράκοι ήταν μέσα στο χαράκι. Ύστερα από πολλή ώρα τους βλέπει να γυρίζουν. Μετρά τους και ήταν τριάντα εννιά. Κατάλαβε πως τον έναν τον είχαν αφήσει για να φυλάει τον αδερφό του.
Έμεινε στο δέντρο πάνω ως τα ξημερώματα. Σαν τους είδε να φεύγουν, τους ξαναμετράει, πάλι τριάντα εννιά. Έγραψε σ΄ένα κομμάτι χαρτί τ΄όνομα του και το χωριό του. Αν τον έτρωγαν οι δράκοι, θα 'βρισκε το χαρτί κανένας περαστικός και θα ειδοποιούσε το σπίτι του. Προχώρησε ύστερα προς το χαράκι. Είπε "άτσι-καπί" κι αυτό άνοιξε. Μπαίνει μέσα και βλέπει το Δράκο να στοργγυλοκάθεται δίπλα στο μισοφαγωμένο σώμα του αδερφού του. Προσπάθησε να κρύψει την ταραχή του  και να γλυκάνει τη φωνή του.
-Καλημέρα, κύριε Δράκε, τι χαμπάρια;
-Καλώς τονε, κι ότι σκεφτόμουνα πως θα περάσω επαέ την ώρα μου μονάχος μέχρι να 'ρθουν οι σύντροφοι μου.
-Ξέρεις, στο χωριό μου παίζουνε  όμορφα παιχνίδια. Θες να σου δείξω ένα;
Ο Δράκος δέχτηκε. Έβαλε τότε ο έξυπνος άνθρωπος το σκοινί που κουβαλούσε μαζί του κι έφθιαξε μια κούνια. Έβαλε το Δράκο να κουνιστεί πρώτος. Μα είχε φθάξει το σκοινί με τέτοιο τρόπο, που του το πέρασε θηλειά στο λαιμό και τον έπνιξε. Γεμίζει ύστερα το σακούλι του χρυσάφι και γίνεται καπνός...
Αργάτη νύχτα γυρίζουν κι οι τριάντα εννιά Δράκοι στο χαράκι τους.
Βρίσκουν το σύντροφό τους πνιγμένο, βρίσκουνε όμως και το κομμάτι το χαρτί. Κατάλαβαν έτσι πιο ήταν ο δράστης. Αποφάσισαν να τόνε βρουν και να τόνε σκοτώσουν. Έβγαλαν το σχέδιο τους: άλλοι θα γινόντουσαν μουλάρια, άλλοι θα έμπαιναν μέσα σ' ασκιά κι ένας θα 'κανε τον αγωγιάτη και θα 'λεγε πως μέσα στ' ασκιά έχει μέλι.
Την άλλη μέρα ξεκίνησαν. Βρήκανε το χωριό, βρήκανε και τον άνθρωπο που ζητούσαν. Ο Δράκος αγωγιάτης χτύπησε την πόρτα του. Ο νοικοκύρης τόνε δέχτηκε με καλοσύνη.
-Ήθελα να με κονέψεις απόψε στο σπίτι σου, αν δε σου γίνομαι βάρος. Είμαι ξένος και δεν έχω που ν αβλέψω τ' ασκιά και τα μουλάρια μου.
-Καλοδεχούμενος είσαι ξένε.
Ο αγαθός άνθρωπος δεν έβαλε κακό στο νου του. Τακτοποίησε τα μουλάρια στο σταύλο, τ' ασκιά στο κατώι και εβόλεψε τον ξένο του στον οντά. Κάθισε μαζί του να του κρατήσει συντροφιά.
Το μικρό κοπέλι όμως, σαν άκουσε να λένε για μέλι έβαλε τις φωνές.
-Θέλω να φάω απ' το μέλι, θέλω μέλι...
Η μητέρα του του κάκου τον ορμήνευεγε:
-Το μέλι είναι ξένο παιδί μου, στα ξένα πράγματα δεν αγγίζουν.
-Εγώ θέλω μέλι, θέλω μέλι, μέλι, μέλι...
Σαν είδε πως δεν το 'κανε καλά, είπε με το νου της: "Μια κουταλιά μέλι απ' το ασκί δε θα τ' αναζητήξουν, ας του δώσω λιγάκι να ησυχάσει".
Λύνει το ένα ασκί κι ίντα να δει! Ένας άνθρωπος ήταν μέσα. Λύνει τ' άλλο, το ίδιο. Λύνει όλα τ' ασκιά κι είχε καθένα από έναν άνθρωπο μέσα.
Φοβήθηκε η γυναίκα. Στέλνει το κοπέλι να φωνάξει τον πατέρα του. Έρχεται κείνος και του λέει ότι είδε. Ο άντρας κατάλαβε.
-Στέσε γρήγορα το τσικάλι στην παρασιά και γέμισέ το γάλα. Σαν βράσει καλά ρίξε ρίξε από λίγο στο κάθε ασκί κι ύστερα να τα δέσεις πάλι. γρήγορα, παράγγειλε στη γυναίκα του.
Έπειτα ανέβηκε στον οντά και κάθησε ξέγνοιαστος κοντά στον ξένο.
Πέρασε κάμποση ώρα με την κουβέντα κι ήτανε πια ώρα για ύπνο.
Ο Δράκος λέει τότε:
-Κατέχεις, εγώ έχω τη συνήθεια πριν θέσω να παίζω δύο διπλοσφυριές.
-Ε, να τις παίξεις ξένε, απαντά πρόθυμα ο νοικοκύρης. (Οι διπλοσφυριές ήταν σύνθημα για να βγουν οι Δράκοι από τ' ασκιά.)
Παίζει ο Δράκος δυο διπλοσφυριές, παίζει τρεις, τίποτα. Κατεβαίνει τότε τη σκάλα να πάει να γυρέψει τους συντρόφους του. Ο άνθρωπος κατάλαβε τι γύρευε ο Δράκος. Παίρνει τότες ένα κόπανο, του δίνει μια και τον αφήνει στον τόπο.
Έτσι σκοτώθηκε κι ο τελευταίος Δράκος κι έζησαν εκείνοι με το χρυσάφι τους κι εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: