9.15.2012

Το παραμύθι της εβδομάδας


Μια φορά κι έναν καιρό
Σε χρόνο πίσω, μακρινό
Σ’ ένα κόσμο παλαιό
Κάπου υπήρχε ένα μικρούλι σπιτικό

Εφτά αδέλφια ζούσανε εκεί
Και στο μικρούλι σπίτι δίνανε ζωή
Έξι κοπέλες σαν δροσοπνοή
Κι ένα αγοράκι, το στερνό τους, ήταν το πουλί

Το σπίτι στεκόταν φωτεινό
Στη μέση  ενός ξέφωτου, ιδιαιτέρως λαμπερό
Γύρω όμως απλώνονταν δάσος φοβερό
Στοιχειωμένο από μαύρο ξωτικό

Το βρωμερό το ξωτικό
Γεμάτο μίσος και θυμό
Την ευτυχισμένη οικογένεια των αδελφών είχε μισήσει
Και την ευτυχία τους προσπάθησε να σταματήσει

Έτσι μια μέρα σκοτεινή
Τα αδέλφια κλέβει απ’ τους γονείς
Και στο στοιχειωμένο δάσος τα πηγαίνει
Για να μην τα βρει κανείς

Οι δόλιοι οι γονείς
Απαρηγόρητοι ήτανε οι δυστυχείς
Ο πατέρας, ο Ύπνος, αν και δεινός πολεμιστής
Στο πένθος είχε βυθιστεί

Κι η μάνα, η Αυγή
Στην κάμαρα τους στέκει μοναχή
Τη θύμηση τους για κρατήσει ζωντανή
Νυχθημερόν δεν παύει να θρηνεί

Το φθονερό το ξωτικό
Τα παιδάκια έκρυψε σε μέρος μυστικό
Στα βάθη του άγριου δάσους, σκοτεινού
Σε φωλιά ανήμερου θεριού

Όμως το κουτό
Το ξωτικό
Δεν ήξερε αυτό
Πως τα παιδάκια ακολουθούσε μαγικό




Καλό κι ευλογημένο μαγικό
Δοσμένο από χέρι καρδιακό
Είθε τα παιδιά όπου πηγαίνουν
Αγάπη, ευτυχία, και χαρά να μεταφέρουν

Η δύναμη που είχανε αυτή
Δυνατότερη γινόταν κάθε εποχή
Λίγο καιρό χρειάστηκε λοιπόν, η μια κόρη
Το θεριό για να μερώσει

Ενώ δεν πέρασε χρόνος πολύς
Το σκοτεινό το δάσος ν’ αραιώσει
Το φως για να νικήσει το σκοτάδι
Και η αγάπη τα κακά τα ξόρκια για να σπάσει

Έτσι τα παιδάκια
Γυρίσανε ξανά
Στης μαμάς και του μπαμπά
Την αγκαλιά

Τόσο ευτυχισμένοι
Ήταν οι γονείς
Που είπαν κάθε μέρα θα ‘χουμε γιορτή
Για κάθε ένα μας παιδί

Την πρώτη μέρα γιόρτασε
Η μεγάλη κόρη, η Κυριακή
Κι ακολουθήσαν η Δευτέρα, η Τρίτη,
Η Τετάρτη, Πέμπτη κι Παρασκευή

Η έβδομη μέρα γιορτή
Ήταν για τα αγόρι
Που Σάββα το λέγανε
Και πιότερο απ’ όλους γλένταγε

Έτσι περνώντας χρόνοι και καιροί
Μπορεί να μην κάνουμε γιορτή
Αλλά ακόμα των αδελφών τιμούμε την επιστροφή
Αφού κάθε μέρα προς τιμή τους, έχει ονομαστεί…