12.18.2010

Ο μπουφές

 Σήμερα υπήρχε μια γενική αναστάτωση σε όλα τα ράφια του ψυγείου. Η γιαγιά φέτα, είχε ήδη αρχίσει να ζεσταίνεται, γιατί η πόρτα του ψυγείου ανοιγόκλεινε συνέχεια και όλο έμπαιναν καινούργιοι επισκέπτες. 
 Οι τελευταίες αφίξεις ήταν τρεις νεαρές κατακόκκινες τομάτες, ιδιαίτερα κουτσομπόλες, που πριν μπουν στο ψυγείο, είχαν προλάβει, να πιάσουν κουβέντα με τον κυρ-μαχαίρη και έτσι ενημερωμένες, έδωσαν απάντηση στη σημερινή μυστηριώδη κίνηση. 
Ήταν τα γενέθλια του γιου της οικογένειας και του ετοίμαζαν ένα πάρτι!!!
 Οι δεσποινίδες σοκολάτες, που έμεναν σε ένα ράφι στην πόρτα του ψυγείου, γνώριζαν καλά αυτό το πιτσιρίκι. Τις επισκέπτονταν κάθε απόγευμα. Μερικές φορές τις άρπαζε όλες μαζί και ταρακουνιώντουσταν για τα καλά, καθώς προσπαθούσαν οι γονείς του τις πάρουν από τα χεράκια και να τις βάλουν πίσω στη θέση τους. Του το συγχωρούσαν όμως, γιατί το συμπαθούσαν πολύ αυτό το αγοράκι, όπως όλα τα παιδάκια και ήταν πολύ χαρούμενες που του πρόσφεραν τόση χαρά με την γεύση τους.
 Τα νέα για το πάρτι προκάλεσαν νέα αναστάτωση ανάμεσα στα τρόφιμα του ψυγείου. Όλα ήταν περίεργα πως θα τα χρησιμοποιούσαν και ως τι έδεσμα θα έπαιρναν μέρος στον μπουφέ. 
 Η κυρα-μαγιονέζα σκούντιξε το γιαουρτάκι και οι δύο μαζί έκλεισαν το μάτι στον μαϊντανό, γιατί η χρήση τους σε σαλάτες ήταν σίγουρη.
 Ευθύς στο κάτω συρτάρι των λαχανικών ξεκίνησε μια ενθουσιώδης συζήτηση για τους παλιόφιλους τους τα κρεμμύδια, τις πατάτες και τα σκόρδα που έμεναν  μακρυά σε ένα ντουλάπι και η χαρά τους ήταν μεγάλη που θα τους ξανασυναντούσαν. Μέσα σε αυτή την αναστάτωση βρήκαν την ευκαιρία τα πειραχτήρια καροτάκια, να γαργαλίσουν τον καημένο τον άνηθο και δεν σταματούσαν παρά το άγριο βλέμμα που τους έριχνε ο κύριος λάχανος. 
 Αυτόν τον ενθουσιασμό, διέκοψε για λίγο ο ερχομός μιας ολοστρόγγυλης, χοντρούλας τούρτας με σοκολάτα και φράουλα, που φορτωμένη με τα ζαχαρωτά της προσπαθούσε να στριμωχθεί στο μεσαίο ράφι, πιέζοντας το σωληνάριο της μουστάρδας, αναγκάζοντας το να μετακομίσει στο από πάνω ράφι, δίπλα στη μαγιονέζα. 
 Με αυτό τον ερχομό οι σοκολατίτσες απογοητεύτηκαν, γιατί ένιωσαν πως μπροστά σε αυτή τη λαχταριστή τούρτα, δεν θα τους έδινε κανείς σημασία.
 Τελικά, τα πράγματα άρχισαν να ηρεμούν, όταν ένα-ένα τα τρόφιμα έβγαιναν από το ψυγείο για να μαγειρευτούν. 
 Το απόγευμα τα βρήκε όλα έτοιμα, ξαπλωμένα σε μεγάλες στολισμένες πιατέλες, στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας. 
 Η γιαγιά φέτα είχε γίνει μια αφράτη τυρόπιτα. Η κυρά-μαγιονέζα είχε μπει σε μια πλούσια πατατοσαλάτα, το γιαουρτάκι είχε γίνει δροσιστικό ντιπ με άνηθο και δίπλα του ξάπλωναν ψιλοκομμένα τα καροτάκια, έτοιμα για να βουτήξουν στο ντιπ. Μερικά από τα καροτάκια -τα  πιο φρόνημα- είχαν τριφτεί μαζί με τον κύριο λάχανο, φτιάχνοντας μια νόστιμη σαλάτα με λαδάκι, λεμονάκι και σκορδάκι. Οι τοματούλες κομμένες σε φετούλες είχαν μπει σε μικρά σαντουϊτσάκια που τοποθετημένα σε μια μακρόστενη πιατέλα, σχημάτιζαν έναν κροκόδειλο. Σε περίοπτη θέση στο τραπέζι του σαλονιού, περίμενε στολισμένη η τούρτα.
 Πίσω στο ψυγείο είχαν μείνει μόνες τους οι σοκολατίτσες και πάνω που θα τις έπιανε το παράπονο, τις πήραν και τις έβαλαν την κάθε μια σε ένα σακουλάκι, μαζί με ένα παιχνίδι, για να πάρουν όλα τα παιδάκια από ένα φεύγοντας, για δώρο.  Τι χαρά!
 Οι ψίθυροι και τα πειράγματα για το ομορφότερο και πιο νόστιμο πιάτο, δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν μπήκαν τα παιδάκια πεινασμένα από το παιχνίδι και το χορό,  οπότε  και αφέθηκαν να τα απολαύσουν και να τα χορτάσουν.

12.11.2010

Ο μικρός μάγος

Μια φορά και έναν καιρό,
σε έναν άλλο κόσμο μαγικό,
ένα αγοράκι ζούσε ντροπαλό.
Στην οικογένεια δεν ήταν το μοναδικό,
μεγαλύτερα ήταν τα υπόλοιπα οχτώ.

Το αγοράκι ήτανε μελαγχολικό,
γιατί αν και μυημένο από καιρό,
δεν είχε καταφέρει ούτε ένα μαγικό.

Τα αδέλφια του, τα υπόλοιπα οχτώ,
μάγοι θαυμαστοί ήταν από το λαό.
Δασκάλους είχε από τους πιο καλούς,
αλλά και οι γονείς του ήταν
από τους μάγους τους πιο θαυματουργούς.

Το αγοράκι κρυμμένο από φίλους και γνωστούς,
μάταια προσπαθούσε παιχνίδια να κάνει γκρίζους ποντικούς.

Ώσπου ένα βράδυ σκοτεινό,
συνέβη κάτι φοβερό.
Εμφανίστηκε μάγος μαύρος, σκοτεινός,
που ηγέτης ήθελε να γίνει φοβερός.

Σε όλη την χώρα έκανε μάγια πονηρά
και όλοι ανυποψίαστοι τον κάναν βασιλιά.
Κι έτσι αρχίσανε άσχημα και βασανιστικά,
να ζούνε όλα τα παιδιά.

Διότι ο μάγος ο κακός,
τους γονείς εξόρισε σε δάσος μακρινό
και στα παιδιά επέβαλε,
να σταματήσουν το σχολειό.

Παιχνίδια, γέλια και χαρά,
αστεία, πλάκες και ζαχαρωτά
απαγορευμένα ήτανε
και επιβαλλότανε μονάχα η δουλειά.

Από τα μάγια αυτά τα φοβερά,
ο μικρούλης φίλος μας την γλίτωσε φθηνά,
....γιατί κρυμμένος ήτανε,
προσπαθώντας μάταια να κάνει μαγικά.

Το πρώτο χρόνο όμως τα υπόμεινε,
γιατί φοβότανε πολύ.
Όλο όμως του λιγόστευε η υπομονή,
καθώς τα αδέλφια του έβλεπε να βασανίζονται εκεί.


Ώσπου μια μέρα το αποφάσισε,
φόβους κα αμφιβολίες καταπάτησε,
στο σκοτεινό βασίλειο τρύπωσε κρυφά
και φίλτρα ξεκίνησε να φτιάχνει μαγικά.

Όταν  έτοιμα ήταν τελικά,
στον βασιλιά εμφανίστηκε μπροστά
αύτός όμως καθόλου δεν φοβήθηκε
και πως είναι ανίκητος του θύμισε.

Ο μικρούλης όμως πλέον δεν φοβότανε.
Τη μαμά και το μπαμπά μόνο σκεφτότανε.
Τον βασιλιά πλησίασε πολύ
και το μαγικό του φίλτρο του έδωσε να πιει.

Με μιας τα πράγματα αλλάξανε,
όλα στην χώρα μπήκανε σε τάξη.
Οι γονείς στα σπίτια τους γυρίσανε
και τα παιδάκια παίζανε σχοινάκι.

Κι ο φίλος μας μάγος έγινε σωστός
Την χώρα αφού έσωσε με δικό του μαγικό.
Το πιο σημαντικό όμως ήτανε
το θάρρος που τον έσπρωξε να κάνει το σωστό.

Πάντα να το θυμόσαστε πως όλοι κρύβουμε απ’ αυτό!

12.09.2010

Ο καβουράκης και το ταξίδι του

Αναδημοσιεύω από το blog freroygismata.blogspot.com, «μια μικρή ιστορία για τα παιδιά που με τη φαντασία τους μπορούν να νικήσουν τα πάντα»

Δεν βρίσκω λόγια για αυτό το παραμυθάκι που είναι γεμάτο ελπίδα και δύναμη, μα, πάνω από όλα αισιοδοξία. To αναδημοσιεύω και στο δικό μου blog για να ταξιδέψει όσο περισσότερο γίνεται. Μακάρι να επιτύχει και η προσπάθεια εικονογράφησης και έκδοσης, αλλά ούτως ή άλλως δημιουργεί τόσο έντονες εικόνες στον καθένα από μόνο του, που το κάνει μαγικό.


«O Moloch διαγνώστηκε με μία σπάνια μορφή καρκίνου στα 28 του. Σήμερα δημοσίευσε στο blog του μία ιστορία, ένα παραμύθι για να δώσει δύναμη στους γονείς και στα παιδιά που μπορει να έχουν διαγνωσθεί με καρκίνο. Μια ιστορία ελπίδας! Το μόνο που ζητάει είναι να αναδημοσιευτεί το κείμενο του όσο μπορεί περισσότερο (αναφέροντας πάντα με σύνδεσμο τον δημιουργό του) και ρωτάει αν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να εικονογραφήσει αυτή την ιστορία ή ακόμη και να την εκδώσει προκειμένου να μοιραστεί στα παιδιά και στους γονείς τους που έχουν ξεκινήσει τον δικό τους αγώνα ενάντια στην ασθένεια του καρκίνου.»


«Το παρακάτω είναι μια μικρή ιστορία που έγραψα και απευθύνεται σε παιδιά που πρέπει να αντιμετωπίσουν έναν καρκίνο. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι αυτό που πέρασα εγώ τώρα στα 28 μου δεν πρέπει να το περνάει κανένα παιδί. Είναι απόδειξη ότι δεν είναι τα πάντα “εν σοφία”. Για να απαλύνω κάπως την κατάσταση λοιπόν έγραψα αυτό το μικρό κειμενάκι. Πολλοί θα βαρεθείτε να το διαβάσετε. Λογικό καθώς απευθύνεται σε παιδιά και έχει συγκεκριμένο σκοπό. Προστατέυεται με άδεια Creative Commons, καθώς θεωρώ απαράδεκτο το να βγουν λεφτά από κάτι τέτοιο, αλλά απαραίτητο να κυκλοφορήσει όσο γίνεται περισσότερο. Σκέφτομαι αν βρεθεί ένας σκιτσογράφος με κέφι να το κάνουμε ένα pdf και να το στείλουμε στην κ. Βαρδινογιάννη για να το διαθέσει (αν φυσικά της αρέσει) στα παιδιά που νοσηλεύονται στην κλινική. Αυτά.»


«Ο Άκης είναι ένα παιδί σαν όλα τα άλλα. Πάει στη γ’ τάξη του Δημοτικού σε μια όμορφη γειτονιά της Αθήνας, από εκείνες που τα παιδιά μαζεύονται μετά τα μαθήματά τους και παίζουν μπάλα και κρυφτό. Είναι αρκετά καλός μαθητής, χωρίς να διαβάζει πολύ και αυτό τον κάνει διπλά χαρούμενο όταν του λέει μπράβο η δασκάλα. Κι ο Δήμος είναι καλός μαθητής, ίσως καλύτερος από τον Άκη, αλλά δε βγαίνει ποτέ να παίξει τα απογεύματα γιατί η μαμά του τον βάζει να διαβάζει πολύ και μετά τον εξετάζει.
Μια μέρα του φθινοπώρου, ο Άκης γύριζε σπίτι από το σχολείο φορτωμένος με τα μπράβο του και χαρούμενος σκεφτόταν ότι η μητέρα του θα του είχε φτιάξει κεφτεδάκια με πατάτες που του αρέσουν. Ύστερα, θα πήγαινε μια βόλτα με τον παππού και ίσως του έπαιρνε και μια σοκολάτα να μοιραστούν στην παιδική χαρά. Ο παππούς βέβαια θα έπαιρνε ένα μικρό κομματάκι γιατί λέει ότι είναι ήδη γεμάτος ζάχαρη. Τον Άκη δε θα τον πείραζε να είναι γεμάτος ζάχαρη σκέφτηκε καθώς έφτανε σπίτι.
Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια μέχρι την πόρτα του σπιτιού ένιωσε ένα μικρό, πολύ μικρό πόνο στο πόδι του. Όπως τότε που ο Μιχάλης, εκείνο το παιδί που κάνει τη δασκάλα να τραβάει τα μαλλιά της και είναι πολύ αστεία όταν το κάνει, είχε τσιμπήσει το μπράτσο του για να του πάρει το καινούριο του μολύβι. Τι να έγινε εκείνο το μολύβι, αναρωτήθηκε και ξέχασε τον πόνο.
Οι μέρες περνούσαν άλλες όμορφες σαν εκείνη τη μέρα που πήγε με το μπαμπά και τη μαμά να δουν τα δελφίνια κι άλλες άσχημες όπως τότε που η γειτόνισσα με τις γάτες δεν του έδωσε τη μπάλα που έπεσε στον κήπο της. Αυτό που δεν άλλαζε όμως ήταν εκείνος ο περίεργος πόνος στο πόδι του, λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Ο Άκης νόμιζε ότι το είχε χτυπήσει κάποια στιγμή παίζοντας μπάλα. Βλέπετε όσοι δεν ήξεραν ποδόσφαιρο στη γειτονιά του, φαίνεται προσπαθούσαν να κλωτσήσουν τα πόδια των άλλων αντί για τη μπάλα. Δεν το κατάλαβε ποτέ του ο Άκης το γιατί. Το πιο περίεργο δε, ήταν ότι τις περισσότερες φορές ο πόνος ήταν πιο δυνατός το βράδυ, όταν έπεφτε να κοιμηθεί.
Ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα, καληνύχτισε τους γονείς του και πήγε στο κρεβάτι του. Διάβασε μερικές σελίδες από το βιβλίο με το νεαρό μάγο που αφού μεγάλωσε έπιασε δουλειά στο τσίρκο και έσβησε το φως να κοιμηθεί. Έβλεπε πολλά και περίεργα όνειρα αλλά αυτό που θα έβλεπε απόψε δεν χώραγε στη φαντασία του! Καθώς ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του δίπλα στο μαξιλάρι του ήρθε και στάθηκε ένα μικρό γυαλιστερό καβουράκι. Ο Άκης, αν και είχε δει πολλά καβουράκια στη ζωή του στην παραλία κάτω από το σπίτι στο νησί, δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι είναι. Βλέπετε κάτι το σκοτάδι, κάτι το κοστούμι με τη γραβάτα. Ε; Για στάσου! Από πότε τα καβουράκια φοράνε ρούχα; Και τι δουλειά είχε στο μαξιλάρι του Άκη;
Άπλωσε λοιπόν το χέρι του να το πιάσει αλλά δεν τα κατάφερε. «Είναι όνειρο», σκέφτηκε ο Άκης και χαμογέλασε έτοιμος να συνεχίσει τον ύπνο του.
-Ψίτ;
-…
-Ψίτ; Ναι εσύ ο περίεργος που δεν έχεις καν δαγκάνες. Μ’ ακούς;
Ο Άκης γύρισε σαστισμένος! Το καβούρι στον ύπνο του μιλούσε!
-Ναι. Ποιος είσαι και τι κάνεις στο κρεβάτι μου κοστουμαρισμένος;
-Αφενός δεν είμαι στο κρεβάτι σου. Επικοινωνώ μαζί σου μέσα από τα όνειρά σου. Κανονικά είμαι γατζωμένος μέσα στο δεξί σου πόδι. Όσο για το κοστούμι, οι πληροφορίες μου λένε ότι εδώ στη Γη παίρνετε περισσότερο στα σοβαρά όσους φοράνε κοστούμι και γραβάτα.
Έχει δίκιο, σκέφτηκε ο Άκης. Να για παράδειγμα ο διευθυντής στο σχολείο που φοράει πάντα κοστούμι και γραβάτα είναι πάντα σοβαρός. Και όταν μιλάει τον ακούνε όλοι με προσοχή. Ακόμη και η δασκάλα. Μα αυτό σε απασχολεί Άκη; Τι εννοεί γατζωμένος μέσα στο πόδι σου; Και από πού έρχεται αν όχι από τη θάλασσα;
Αυτά τον ρώτησε λοιπόν τον κύριο Καβουράκη κι εκείνος του εξήγησε.
Στην άλλη άκρη του γαλαξία μας, όχι πολύ μακριά από εδώ αν δεν έχει κίνηση και ξέρεις τους σύντομους δρόμους, υπάρχει ένας μικρός πλανήτης με το όνομα (ο άλλος) Ποσειδώνας. Όχι αυτός που είναι εδώ στη γειτονιά μας. Ο άλλος. Γι’ αυτό και λέγεται έτσι. Πολύ μικρός πλανήτης, ακόμη και σε σχέση με τη Γη που δεν είναι και κανένα θηρίο. Ο πλανήτης αυτός είναι καλυμμένος με νερό θαλασσινό και μέσα κατοικούν λογής λογής θαλασσινά ζωάκια. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάτι σαν βασιλιάς, είναι ένας κάβουρας που αγαπάει πολύ αυτό που κάνει και είναι έτσι όλοι χαρούμενοι. Ο κ. Καβουράκης είναι γιός του. Πρίγκηπας σα να λέμε. Επειδή η ζωή στον (άλλο) Ποσειδώνα είναι κάπως μονότονη για έναν πρίγκηπα, με όλους τους άλλους κάβουρες να τον υπηρετούν και να τον προσέχουν ο κ. Καβουράκης κάνει συχνά ταξίδια με το μίνι διαστημόπλοιό του.
Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που κατέβηκε στη Γη να δει τις παραλίες μας και να χαιρετήσει κάτι ξαδέρφια του που είχαν έρθει χρόνια πριν μετανάστες να γνωρίσουν τον κόσμο. Το διαστημόπλοιό του φαίνεται να μάζεψε βρώμα από μια παραλία που δεν καθάρισε κανένας και δεν κατάφερνε να απογειωθεί μέχρι το διάστημα. Την τελευταία φορά που δοκίμασε, έπεσε και καρφώθηκε μέσα στο πόδι του Άκη.
-Έτσι που λες Άκη μου. Και τώρα έχω μπλέξει εδώ και δεν μπορώ να φύγω.
-Ναι αλλά εγώ πονάω! Σκέφτομαι μάλιστα να πω στη μαμά να με πάει στο γιατρό. Αν και αυτός συνήθως με κυνηγάει με τα εμβόλια.
-Γι’ αυτό κι εγώ επικοινώνησα μαζί σου Άκη. Πρέπει να πας στο γιατρό για να βολευτούμε και οι δυο.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή εσύ θα σταματήσεις να πονάς κι εγώ θα μπορέσω να πάω σπίτι μου. Ίσως δεν ήταν τελικά και τόσο βαρετά…
-Καλά, εμένα θα με κάνει καλά ο γιατρός. Εσύ πως θα πας σπίτι;
-Θυμάμαι από το Πανεπιστήμιο της Ατλαντίδας, όπου σπούδαζα διαστημική της θάλασσας ότι τα ανθρώπινα φάρμακα μπορούν να δουλέψουν ως καύσιμα για το διαστημόπλοιό μου! Οπότε αν πάρεις αρκετά θα μπορέσω να το ξεκινήσω και αν πατήσω αρκετό γκάζι να ξεσφηνώσω από το πόδι σου!
Αφού χαιρετήθηκαν, ο Άκης ξύπνησε και περίμενε μέχρι το πρωί. Σκεφτόταν τι να κάνει. Από τη μια φοβόταν το γιατρό. Όχι τον ίδιο δηλαδή αλλά τις βελόνες του. Δεν είναι ότι πιο ευχάριστο να σε τσιμπάνε με βελόνες! Αν ήταν θα το είχαν και στο λούνα Παρκ! Από την άλλη όμως λυπόταν τον κ. Καβουράκη με το μπλέξιμό του και είχε κουραστεί κι εκείνος να πονάει. Αποφάσισε λοιπόν να πει στη μαμά του να τον πάει στο γιατρό αλλά να μην πει τίποτε για το νέο φίλο του.
Από την άλλη μέρα κιόλας, ο Άκης άρχισε να πηγαίνει στο νοσοκομείο. Είχε πολλές βελόνες και πολλά τσιμπήματα. Από την πρώτη μέρα κιόλας άρχισε να φεύγει ο πολύς πόνος. Ο κ. Καβουράκης ερχόταν κάθε βράδυ, του έλεγε πόσα ακόμη καύσιμα χρειάζεται και για να τον ευχαριστήσει που άντεχε όλες αυτές τις βελόνες και την κούραση από τα φάρμακα του έλεγε ιστορίες από τον πλανήτη του αλλά και από τα ταξίδια του. Για εκείνη τη φορά που ένα περαστικό διαστημόπλοιο έχυσε λάδια στον (άλλο) Ποσειδώνα και τρίβανε με τα σφουγγάρια όλο το βυθό, για τον περίεργο πλανήτη με τα ηφαίστεια όπου συνάντησε κάποτε με ένα τριαντάφυλλο μέσα σε μια γυάλα και τον ρωτούσε μήπως είδε πουθενά κάποιο Πρίγκηπα. Είπε στο τριαντάφυλλο ότι κι εκείνος είναι πρίγκηπας, αλλά εκείνο έψαχνε έναν άλλο πιο μικρό και πιο ξανθό. Ακούστηκε ενδιαφέρον τύπος…
Όταν τα καύσιμα ήταν πια αρκετά ο κ. Καβουράκης χαιρέτησε τον Άκη και ετοιμάστηκε για αναχώρηση. Έλα όμως που δεν υπολόγισε κάτι ακόμα!
-Άκη! Έχουμε πρόβλημα!
-Μα τι λες; Όλα πάνε μια χαρά! Εγώ είμαι καλύτερα, το σκάφος σου είναι σχεδόν γεμάτο καύσιμα, η μαμά θα φτιάξει αύριο κέικ με σοκολάτα!
-Τα μαλλιά σου.
-Τα μαλλιά μου είναι μια χαρά. Τα χτενίζω μόνος μου και μερικές φορές βάζω και ζελέ για να στέκονται όπως του μπαμπά.
-Ναι αλλά… προκαλούν παρεμβολές.
-Παρε..τι;
-Παρεμβολές. Να πώς να σου πω, πως είναι στην τηλεόραση που μερικές φορές δεν πιάνει καλά το κανάλι; Έ απ’ αυτό μόνο που τώρα δεν πιάνει καλά το τιμόνι. Αριστερά πατάω εγώ, δεξιά στρίβει το σκάφος μου.
-Κι όλα αυτά από τα μαλλιά μου;
-Ναι! Τα μαλλιά είναι στους ανθρώπους σαν τις κεραίες!
-Ωραία και τι προτείνεις; Να τα κόψω;
-Βασικά όσο κοντά και να τα κόψεις δεν λύνεται το πρόβλημα. Πρέπει να τα ρίξουμε. Για λίγο! Μέχρι να απογειωθώ και να απομακρυνθώ! Μετά θα ξαναβγούν στ’ ορκίζομαι!
-Μα θα γίνω σαν τον παππού που όταν περνάει κάτω από λάμπα γυαλίζει το κεφάλι του!
-Ναι αλλά εσένα θα είναι για λίγες μέρες μόνο! Άντε ένα δυο μήνες το πολύ. Σε παρακαλώ! Μην με ταλαιπωρείς για τρίχες κατσαρές!
Ο Άκης το σκέφτηκε λίγο και τελικά συμφώνησε. Δεν ήταν δα και τόσο τραγικό! Θα έβαζε τη γιαγιά να του φτιάξει έναν όμορφο σκούφο, ίσως με τα χρώματα της ομάδας του! Δε θα χρειαζόταν και να χτενίζεται, που το βαριόταν λίγο. Ειδικά όταν τον χτένιζε η μαμά ίσως ακόμη και να πονούσε!
Την άλλη μέρα τα μαλλιά του άρχισαν να πέφτουν. Οι γονείς του και οι συγγενείς του τον κοιτούσαν σα να στενοχωριόντουσαν αλλά εκείνος ήξερε το λόγο και ήταν σχεδόν χαρούμενος που όλα πήγαιναν μια χαρά.
Όταν τελικά έπεσαν όλα, ο κ. Καβουράκης ξεκίνησε το ταξίδι του! Ο Άκης σταμάτησε να πηγαίνει στα νοσοκομεία και γύρισε στο σχολείο του, τη μπάλα του, τις βόλτες με το ζαχαρένιο του παππού. Πολλές φορές θυμάται πόσο κουράστηκε για να βοηθήσει το φίλο του αλλά δεν έχει σημασία πια. Περιμένει το καλοκαίρι να πάει στην παραλία κάτω από το σπίτι στο νησί για να μάθει νέα από τα ξαδέρφια του κ. Καβουράκη!»

12.08.2010

Ο κατεργάρης καλλιτέχνης

Μια φορά κι έναν καιρό,
ζούσε ένα μικρούλι ξωτικό,
όμορφο, γλυκό μα κι ολίγον πονηρό.

Στις αυλές τριγύρω πάει,
τα παιχνίδια τα χαλάει
και τα ρούχα από τις μπουγάδες τα πετάει.

Τους νοικοκυραίους τους τσατίζει,
η μαμά του απ' το θυμό της κοκκινίζει,
μα, τον μικρό μας, καμία έγνοια δεν σκοτίζει.

Ώσπου μια μέρα ξαφνικά,
εκεί που το ξωτικό μας ετοίμαζε μια ζαβολιά,
ένα σπίνος πετιέται από το πουθενά!

Ει, μικρό μου παλικάρι,
τι κρύβεις μέσα στο ταγάρι;
Μήπως ψύλλους για να βάλεις στου γαϊδάρου το σαμάρι;

Στο ξωτικάκι κόπηκε η λαλιά.
Πως ήξερε τούτο το πουλάκι τη δική του σκανδαλιά;
Το 'ξέραν άραγε όλα τα πουλιά;

Ευθύς να λέει μαι δικαιολογία ξεκινάει,
μα αντί γι' αυτό σαν πουλάκι κελαηδάει
κι όλη την αλήθεια μαρτυράει.

Το πουλάκι του γελάει,
σε ξωτικένια γλώσσα του μιλάει
κι όλη την αλήθεια του ομολογάει:

Εμείς, μικρέ μου, τα πουλιά,
που έχουμε φτερά και πετάμε μίλια μακριά,
βλέπουμε και ξέρουμε πολλά.

Και για 'σένα φίλε μου μικρέ,
ένα έχω να σου πω:
Αγόρι καλό και συμπαθητικό
είσαι για όλο το χωριό.

Μα τις σκανταλιές σου σαν αρχίζεις,
όλων την αγάπη την γκρεμίζεις
και με θυμό όλους τους γεμίζεις.

Αστείο και διασκεδαστικό
δεν είναι να βασανίζεις ένα ζωντανό,
μα με γέλια και χαρές, να γεμίζεις όλο το χωριό.

Σαστισμένο μένει το μικρό μας,
το όμορφο, γλυκούλη ξωτικό μας,
καθώς καταλαβαίνει πως για όλους ήτανε μπελάς.

Το μικρό μας ξωτικό, πήρε μια αναπνοή βαθιά,
σκέφτηκε πολύ - πολύ καλά
και την απόφαση του ανακοινώνει από της μαμάς την αγκαλιά.

Φίλοι μου καλοί κι αγαπημένοι,
μια συγνώμη σας ζητώ, που από τις σκανταλιές μου είστε ταλαιπωρημένοι
κι όλο σας κάνω να είστε θυμωμένοι.

Άλλη αταξία σας υπόσχομαι πως δεν θα κάνω
κι ότι από το μυαλό μου θα περάσει, σε χαρτάκι θα το γράφω
και στις μεγάλες τις γιορτές, πάνω σε εξέδρα θα σας το παρουσιάζω.


Έτσι κανένας δεν θα ενοχλείται.
Το αστείο μου όλοι θα το μοιραστείτε
και την παράσταση μου θα ευχαριστηθείτε!

Όλοι ενθουσιαστήκαν με του ξωτικού μας την ιδέα
κι όλοι θέλανε να τον κάνουνε παρέα,
μήπως και πρωταγωνιστήσουν στην επόμενη
έμπνευση του την μοιραία..

Έτσι ο μικρός μας φίλος ο καλός,
από κατεργάρης και κακός,
της τέχνης έγινε δημιουργός και του θεάτρου λειτουργός!!!




Το μικρό λαμπατέρ



Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μικρό λαμπατέρ. Ήταν κλεισμένο σε μια αποθήκη βρώμικη, σκονισμένη και πολύ σκοτεινή. Το καήμένο το λαμπατεράκι ήταν πολύ δυστυχησμένο, από την ακινησία είχε σκουριάσει ο λαιμός του.
Μια μέρα έφεραν και ένα αυθάδικο ποδήλατο, που πείραζε όλα τα αντικείμενα στην αποθήκη και ιδιαίτερα το μικρό λαμπατεράκι. Μια μέρα μάλιστα κύλισε επίτηδες πάνω στο καλώδιο του, σπάζοντας του το φις.

Α
πό τότε η γριά γκρινιάρα ραπτομηχανή δεν είχε σταματιμό. Από την ώρα που άνοιγε τα μάτια του το μικρό λαμπατεράκι, την άκουγε συνέχεια να μουρμουρίζει για την κατάντια τους και πως δεν θα μπορούσαν, πότε ξανά να βγουν στον έξω κόσμο. Το μικρό λαμπατεράκι, προσπαθούσε να μην χάνει την ελπίδα του. Ήταν όμως τόσο δύσκολο, η γριά ραπτομηχανή σακάτικο το ανέβαζε, άχρηστο το κατέβαζε.
Ώσπου μια μέρα έγινε το αναπάντεχο! Άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και αντί να πετάξουν ακόμα κάτι που είχαν βαρεθεί, μπήκε ένα παιδάκι και άρχισε κάτι να ψάχνει... Όλα τα αντικείμενα έμειναν με κομμένη την ανάσα και προσπαθούσαν να τεντώσουν κάποιο εξάρτημα τους, για να του τραβήξουν την προσοχή
Ακόμα και εκείνο το χαλασμένο μπλέντερ άνοιξε το καπάκι του. Το παιδάκι όμως αφού έψαξε λίγο, κάρφωσε το βλέμα του στο μικρό λαμπατεράκι και Ναί! άπλωσε το χεράκι του και το άρπαξε.
Βγήκαν από την αποθήκη χαρούμενα Το μικρό λαμπατεράκι δεν μπορούσε να το πιστέψει, είχε ξαναβγεί στον έξω κόσμο, θα γινόταν και πάλι χρήσιμο!
Η χαρά του όμως κράτησε λίγο Μόλις είδε η μητέρα του παιδιού το μικρό λαμπατεράκι, άρχισε να φωνάζει στο παιδί, να το αφήσει κάτω, γιατί ήταν σκουριασμένο. Το παιδάκι από το φόβο του έβαλε τα κλάματα και πέταξε το μικρό λαμπατεράκι κάτω. Τότε ήρθε ο μπαμπάς του παιδιού, ο οποίος διαπίστωσε πως και το φις του ήταν χαλασμένο.
Το μικρό λαμπατεράκι, που πονούσε και κουδούνιζε από το πέσιμο, είχε απογοητευτεί εντελώς και μαζεμένο σε μια γωνία, περίμενε να το ξανακλείσουν στην απαίσια και σκοτεινή αποθήκη.
Όμως το παιδάκι δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να κλαίει κα να παρακαλάει τους γονείς του. Έτσι ο μπαμπάς πήρε το μικρό λαμπάτεράκι και αφου το γυάλισε, του άλλαξε φις και του έβαλε καινούρια λάμπα, το τοποθέτησε στο γραφείο του παιδιού.
Από τότε το μικρό λαμπατεράκι είναι πολύ ευτυχισμένο. Έχει γίνει αχώριστο με το παιδάκι και κάθε απόγευμα φωτίζει το γραφείο του με όσο περισσότερο φως μπορεί, για να το βοηθήσει να διαβάσει τα μαθήματα του ξεκούραστα!!!