ΠαραμυθοΣυνεντεύξεις


Παραμυθάδες, Συγγραφείς, Ηθοποιοί, Παιδαγωγοί
Τους γνωρίσαμε και τους αγαπήσαμε!
Μας κάνουν την τιμή, συμμετέχοντας στην παρέα του Mommy's Fairytales, να μας δείξουν το έργο τους και να μας απαντήσουν ο καθένας με τον τρόπο του σε 7 παραμυθο-ερωτήσεις.
Τους ευχαριστούμε πολύ!





Σοφία Λεμονίδου


Ο μικρός μου "ζλουπιτάκος" ήταν τυχερός και έγινε δεκτός πέρσι στο 1ο Νηπιαγωγείο Ταύρου, ως  προνήπιο. Μεγάλη τύχη με τις συνθήκες στη παιδεία σήμερα που όλες οι παροχές μειώνονται.  Μεγαλύτερη όμως τύχη, γιατί τον υποδέχτηκαν δύο πολύ άξιες παιδαγωγοί, που τον αγκάλιασαν και τον φρόντισαν με αγάπη, προσφέροντας του τα πρώτα και βασικά εφόδια για την είσοδο του στην κοινωνία που τον περιμένει.

Έχω την τιμή να φιλοξενώ σήμερα στο blogάκι μου την μια από τις δύο, την κυρία Σοφία μας (Σοφία Λεμονίδου), την δασκάλα που παθαίνει μαζί με τα παιδιά "οξεία μαρκαδορίαση" ζωγραφίζοντας, που ζωντάνεψε στη τάξη τις "Ιστορίες του Παππού Αριστοφάνη" του Δημήτρη Ποταμίτη, κάνοντας τον μικρό μου να μου θυμίσει και εμένα τα παιδικά μου χρόνια και κυρίως που υποστηρίζοντας την δανειστική βιβλιοθήκη του νηπιαγωγείου, προσφέροντας πολύ καλές επιλογές βιβλίων, συχνά και από τη δική της συλλογή, ταξιδεύει, διδάσκει και διασκεδάζει τα παιδιά μας.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υποστήριξη της στο Mommy's Fairytales, για την γενικότερη βοήθεια στην οικογένεια μας και την φροντίδα στο "ζλουπιτάκι" μου!

Δείτε περισσότερα για την αγαπημένη μας δασκάλα και τι απάντησε στις παραμυθοερωτήσεις του Mommy's Fairytales:




Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1967.Τελείωσα τη σχολή Νηπιαγωγών Αθήνας το ΄87. Η

μαμά μου είναι από την Κεφαλονιά και τα καλοκαίρια μου τα περνούσα στο νησί. Είμαι

παντρεμένη κι έχω 2 γιους. Εργάζομαι 22 χρόνια περίπου στο χώρο της προσχολικής

αγωγής και στον ιδιωτικό τομέα και στο δημόσιο. Νοιώθω πολύ τυχερή στη ζωή μου γιατί

δύο από τις αγάπες μου, τα παιδιά και τα βιβλία έγιναν το αντικείμενο της εργασίας μου.

Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα να πηγαίνεις στη δουλειά σου με χαμόγελο κάθε πρωί.

Πιστεύω στην δύναμη της ομαδικότητας, της συνεργασίας και στην αλληλεγγύη

ανάμεσα στους ανθρώπους. Ονειρεύομαι ένα κόσμο πιο δίκαιο για όλους, αλλά πιο

πολύ ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου τα παιδιά θα έχουν τη θέση που τους αξίζει κι όχι

αριθμοί στα κομπιουτεράκια των πολυεθνικών με σκοπό το κέρδος ή χώρος απόρριψης

πολιτιστικών σκουπιδιών των ενηλίκων. Γιατί τα παιδιά είναι η μόνη κοινωνική ομάδα που

δεν έχει φωνή να διεκδικήσει τα δικαιώματα της. Πρέπει να γίνουμε εμείς η φωνή τους.



1. Παραμύθι = Ψέμα;

"Σαν το σιτάρι σπέρνεται στον κόσμο η αλήθεια 

Kι απ’ τον καθάριο σπόρο της φυτρώνουν παραμύθια. 

Καλότυχος όποιος μπορεί τα στάχυα να θερίσει 

Kαι το σιτάρι απ’ τ’ άχυρο καλά να ξεχωρίσει. 

Για τον μικρό τον κόπο του μεγάλο κέρδος μένει: 

Όλη η αλήθεια που θα βρει στα ψέματα κρυμμένη!"

 Γεώργιος Δροσίνης, Παιδικά παραμύθια 

 Χωρίς να έχω αναρωτηθεί ποτέ γι΄αυτό, έχω την εντύπωση ότι το παραμύθι δεν 

κινείται ούτε αποκλειστικά στο πεδίο του ψέματος αλλά ούτε και στης αλήθειας. Είναι 

στο μετέωρο πεδίο ανάμεσά τους. Ανάμεσα στον πλαστό χώρο και στον χώρο της 

πραγματικότητας. Εμπεριέχει και τα δυο.

 Ο παραμυθιακός λόγος συνδυάζει στοιχεία φανταστικά, εξωπραγματικά από τη μια 

πλευρά αλλά και εξαρτάται από πραγματικές καταστάσεις, από την ηλικία του παραμυθά, το 

φύλο του τον τόπο που μεγάλωσε και τις παραδόσεις του, την επαγγελματική του κατάσταση, 

το μορφωτικό του επίπεδο, τις θρησκευτικές του αντιλήψεις.

 Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι πραγματεύεται (υποσυνείδητα) ανθρώπινα 

προβλήματα καθολικής ισχύος.

 Εδώ πρέπει να ξεχωρίσω λίγο τον τρόπο που προσλαμβάνουν τα παιδιά τα 

παραμύθια.

Τα παιδιά δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από την φαντασία. Γι΄αυτά όλες 

οι ιστορίες που ακούνε θα μπορούσαν να είναι σκηνές από την πραγματική ζωή. Αυτός είναι 

κι ο λόγος επίσης, που μετά από την αφήγηση η αγαπημένη τους δραστηριότητα είναι η 

δραματοποίηση του παραμυθιού. Το ζουν στην κυριολεξία. 


2. Τι είναι για εσάς το παραμύθι;

 Τι είναι το παραμύθι για μένα; Σαν νηπιαγωγός το παραμύθι είναι ένα από τα πιο βασικά 

εργαλεία της δουλειάς μου. Ξέρω ότι διδάσκει, ψυχαγωγεί, θεραπεύει. Εξάπτει τη φαντασία.

 Είναι μια δράση που απελευθερώνει εντάσεις από το ασυνείδητο,  αποκαθιστά αδικίες, 

εκπληρώνει όνειρα.

Είναι μια μορφή επικοινωνίας μηνυμάτων. Προάγει την ανάπτυξη του "Εγώ" των παιδιών , 

που βρίσκεται υπο εξέλιξη, χωρίς διδακτισμούς. Συμβάλλει στην ανάπτυξη της γλωσσικής 

καλλιέργειας, της νόησης, του συναισθήματος, της βούλησης. Βοηθάει τα παιδιά να 

αποκτήσουν θάρρος, υπομονή, σοφία (τα συναντούμε στα περισσότερα παραμύθια).

 Είναι τόσα πράγματα κι άλλα τόσα, όμως το πιο σημαντικό για μένα σαν άνθρωπος, 

είναι αυτά τα μεγάλα παιδικά μάτια καρφωμένα πάνω μου που πολλές φορές γλαρώνουν και 

βιάζονται να φτιάξουν το δικό τους παραμύθι με υλικά του ονείρου. Είναι τα πολλά "γιατί κυρία;"

Είναι χρώματα από παιδικές ζωγραφιές και φωνούλες που φωνάζουν:"-Να το παίξουμε τώρα;"

Είναι μια μεγάλη αγκαλιά με ένα λούτρινο αρκουδάκι μια κρύα ημέρα του χειμώνα.

 Τώρα όσο αφορά εμένα σαν αποδέκτη, όπως όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα ή 

παρακουλουθώ μια ταινία, τα παραμύθια.. τι να πω, είναι μαγικά ταξίδια, αυτό τα λέει όλα 

νομίζω.


3. Τα παραμύθια αφορούν τα παιδιά ή τους ενήλικες;

 Αφορούν και τους δύο. Παραμύθι δεν είναι το βιβλίο της λογοτεχνίας που ξεκουράζεται 

δίπλα στο κρεβάτι μας; Παραμύθι δεν είναι η ταινία στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση 

που πολλές φορές την σκεφτόμαστε για ημέρες; Παραμύθι δεν είναι το σύγχρονο ηλεκτρονικό 

παιχνίδι που μέσω αλληλεπίδρασης συμμετέχει και διαμορφώνει ο ενήλικας;

Εξάλλου τα παραμύθια ας μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησαν για ενήλικες. Για να μεταδώσουν και να 

διαφυλάξουν την εμπειρία και την σοφία των παλαιότερων γενεών και να την μεταδώσουν 

στις νεότερες. Με την επικράτηση του ορθολογισμού, ειδικά στις δυτικές κοινωνίες τα 

παραμύθια παραγκωνίστηκαν απαξιώθηκαν και υποβιβάστηκαν σε ιστοριούλες για μικρά 

παιδιά .

 Για τα παιδιά είναι βασικό εργαλείο της ανάπτυξης τους ενώ για εμάς λειτουργούν 

διαφορετικά μας βοηθούν να ξεφεύγουμε από την (οδυνηρή πολλές φορές ) πραγματικότητα 

και να ονειρευόμαστε ένα καλύτερο κόσμο και γιατί όχι, τρόπους να τον αλλάξουμε.

Η φαντασία στην εξουσία ήταν ένα από τα βασικά συνθήματα του Μάη του ΄68. Επίσης ας 

σκεφτούμε για μια στιγμή γιατί η φαντασία είναι εκείνο το ανθρώπινο χαρακτηριστικό που 

πολεμιέται περισσότερο από κάθε είδους εξουσία; Μήπως πρέπει να την κρατήσουμε πάση 

θυσία ζωντανή;


 4. Παραμύθια Vs TV/ Internet (ή αλλιώς το παραμύθι στον σύγχρονο τρόπο ζωής) 
 Παρόλο που λατρεύω τα βιβλία, αγαπώ πολύ και την τεχνολογία και πιστεύω πως τα παραμύθια 

συνεχίζουν να ζουν και μέσα στις οθόνες των υπολογιστών και των τηλεοράσεων, απλώς με άλλη 

μορφή πιο σύγχρονη. Η πρόσβαση στις διάφορες μορφές και είδη παραμυθιού έγινε πιο εύκολη και 

πιο οικονομική πολλές φορές .Αρκεί να ψάξεις…..(σε ένα τέτοιο blog γράφω αυτή τη στιγμή) 

 Οι προβληματισμοί μου είναι σε δύο σημεία: 

Στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο ο θεατής δεν έχει περιθώριο να ονειρευτεί, να αξιοποιήσει 

την φαντασία του και να πλάσει με το νου του τις δικές του εικόνες.

Η φαντασία στην οθόνη είναι αποτέλεσμα της άποψης του σκηνοθέτη, του μακιγιέρ, των εφέ. Για 

παράδειγμα όταν ακούω την λέξη Χιονάτη μου έρχεται αμέσως στο μυαλό η μαυρομαλλούσα 

με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά και τα φουσκωτά μανίκια του Disney. Ακόμη κι έτσι όμως η 

ατμόσφαιρα, η μουσική, τα πρόσωπα, η κίνηση και όλο αυτό το ζωντάνεμα των παραμυθιών με 

μαγεύει.

Τώρα όσο αφορά τα παιδιά χρήστες του ίντερνετ με προβληματίζει η υπερβολική ενασχόληση 

τους που τα απομονώνει από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον. Επιπλέον ασκούνται στην 

εικονική βία και την επιθετικότητα δεν καλλιεργούν την γλώσσα και χάνουν την αμεσότητα της 

επικοινωνίας. Αλλά όπως έλεγαν οι αρχαίοι «παν μέτρον άριστον».


5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;

Δύσκολη ερώτηση για έναν άνθρωπο που διαβάζει παραμύθια πολλά χρόνια στη ζωή του και μάλιστα 

σε δύσκολους ακροατές όπως τα παιδιά. Πολλά παραμύθια μου άρεσαν κατά καιρούς να διαβάζω και 

πάντα αγαπούσα και διάβαζα αυτά που έβλεπα ότι μάγευαν τα παιδιά. Παρόλα αυτά το βιβλίο που 

πάντα με συγκινεί με την απλότητα του και τα βαθιά νοήματα του είναι «το δέντρο που έδινε» Του 

Σελ Σιλβερστάιν και αντιγράφω από ένα ιστολόγιο (musicheaven, φτάσε όπου δεν μπορείς) λίγα λόγια 

γι΄αυτό που πραγματικά το αντιπροσωπεύουν:

«Η μηλιά ή το δέντρο της ζωής. Ένα δέντρο και ένας άνθρωπος. Ή μήπως η φύση και η 

ανθρωπότητα; Η ζωή, ο θάνατος, η απώλεια …Ο εγωισμός, η γενναιοδωρία, οι σχέσεις των 

ανθρώπων! Η υστεροβουλία, η απληστία, η θυσία, η παντοτινή προσφορά! Αλλά κυρίως η αγνή, η 

απεριόριστη, η ανιδιοτελής, η άνευ όρων Αγάπη!»


6. Με ποιον ήρωα παραμυθιού ταυτιζόσασταν όταν ήσασταν μικρή;

Μεγάλωσα με Αίσωπο, Άντερσεν και Ιούλιο Βερν. Συνέχεια διάβαζα. Ήταν (και είναι) η ξεκούρασή 

μου ,το καταφύγιο μου στα δύσκολα, στα δυσάρεστα, στα ξένοιαστα, στα σύνθετα και τα απλά. 

Πραγματικά όμως δεν θυμάμαι να ταυτιζόμουν με κάποιον ήρωα ή ηρωίδα όταν ήμουν μικρή. 

Ρωτώντας τη μητέρα μου πήρα την ίδια απάντηση. Με κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Πάντα 

όμως επηρεαζόμουν από ιδέες και συναισθήματα. Ταυτιζόμουν με τις καταστάσεις. Ήθελα να 

παίρνω το μέρος του γενναίου, του καλού, του δίκαιου και καμιά φορά της όμορφης και τυχερής 

βασιλοπούλας (στις πολύ μικρές ηλικίες, γιατί μεγαλώνοντας ανακάλυψα τον φεμινισμό). 


7. Αφιερώστε ένα παραμύθι στο Mommy's Fairytales και τους αναγνώστες του.

 Μιας και γράφω σε blog που ασχολείται με τη λαϊκή μας παράδοση, σας αφιερώνω με πολύ αγάπη 

τον Σιμιγδαλένιο, ένα λαϊκό παραμύθι.




Ο Σιμιγδαλένιος 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια δυχατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει –δεν 

ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον– κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια 

μέρα: «Πατέρα, να πας να μου πάρεις ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι 

ζάχαρη.»

 Πήγε ο πατέρας της και της τα πήρε. Κλειδώθηκε αυτή σε μια κάμαρη. Είπε: «Εγώ θα κλειδωθώ σε 

μια κάμαρα σαράντα μέρες και να μη με γυρέψετε ντιπ.»

 Κλειδώθηκε σε μια κάμαρη, έσπασε τα μύγδαλα, τα καθάρισε, τα ετοίμασε ούλα, έπιασε και ζύμωσε 

το σιμιγδάλι, τα μύγδαλα και τη ζάχαρη και ιστόρησε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφκιασε, κάθισε στο 

κεφάλι του, τον λιβάνιζε κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου;»

 Αυτά τα ’κανε σαράντα μέρες κι έκλαιε. Στις σαράντα μέρες, της λέει αυτός: «Αχ! τι γλυκά 

κοιμόμουνα και με ξύπνησες!». Άφησε αυτή αμέσως τα κλάματα κι είχε γέλια και χαρές. Ανοίγει τις 

πόρτες και βγαίνει αυτός όξω. «Νά, λέει, πατέρα, ποιόνα θα πάρω, κι όχι κείνον που μου δίνεις». Χαρά 

ο πατέρας της, η μάνα της! Πήγαν να κόψουν τα νυφικά, να ’τοιμαστούν, να κάμουνε το γάμο. 

Ετοιμαστήκανε, ράψανε τα ρούχα του γαμπρού, της νύφης, καλέσανε τον κόσμο, κάνανε το γάμο, 

γλεντήσανε.

 Τ’ ακούει ο άλλος βασιλέας, πως του τάδε βασιλέα η δυχατέρα έκαμε ένα σιμιγδαλένιο και τον πήρε 

άντρα, το μαθαίνει κι η δυχατέρα του αυτουνού, και πέφτει στα μαύρα πανιά να πεθάνει. Ήθελε αυτή 

το Σιμιγδαλένιο για άντρα. Της λέγαν η μάνα της κι ο πατέρας της: «Πού να τον βρούμε; Τον έχει 

κείνη, που τον έχει».

 Αρρώστησε η δυχατέρα του απ’ τον καημό της. Τι να κάμει ο πατέρας της; Συνεννοήθηκε με τη 

γυναίκα του και είπαν: «Να κάμουμε, γυναίκα, μια φρεγάδα, να την αρματώσουμε και να τη 

φορτώσουμε χρυσαφικά, γυαλικά, διάφορα».

 Κάμανε τη φρεγάδα. Είπανε στο πλήρωμα: «Να πάτε να φουντάρετε αποκάτω απ’ το σπίτι, που ’ναι ο 

Σιμιγδαλένιος. Και να βάνετε άνθρωπο να παραφυλάει. Μόλις ανεβεί απάνω ο Σιμιγδαλένιος, να 

σκωθείτε στα πανιά, να φύγετε αμέσως. Να προσέξετε να μη σας πάρουνε χαμπάρι».

 Φόρτωσε η φρεγάδα, σκώθηκε, έφυγε, πήγε, φουντάρησε αποκάτω απ’ το παλάτι του Σιμιγδαλένιου. 

Ξυπνάν το πρωί οι δούλες, τη βλέπουν, πάνε μέσα στην κυρά τους, λένε: «Αχ! κυρά, ήρθε μια φρεγάδα 

και πάει όλος ο κόσμος μέσα και ψωνίζει. Έχει διάφορα χρυσά πράματα μέσα, γυαλικά!». Λέει αυτή τ’ 

αντρού της: «Δεν πας, Σιμιγδαλένιε μου, και συ να πάρεις; –Τι τα θέλουμε, λέει, εμείς; Εμείς έχουμε. –

Απ’ αυτά, λέει, θέλω να πάρεις». Δεν πήγε αυτός. Ξαναπάν οι δούλες. Του ξαναλέει αυτή: «Να πας, 

Σιμιγδαλένιε μου, να πάρεις γυαλικά. –Καλά, λέει, πηγαίνω». Σκώνεται ο Σιμιγδαλένιος, πάει, φωνάζει 

τη βάρκα απ’ τη φρεγάδα. Είπανε από μέσα απ’ τη φρεγάδα: «Φωνάζει ο Σιμιγδαλένιος». Στείλανε τη 

βάρκα την καλή όξω. Βγήκε η βάρκα η καλή όξω, λέει: «Τι αγαπάς; –Έχετε, λέει, πράματα καλά να 

ψωνίσω; –Παραπάνω από καλά, λένε». Τον πήρανε το Σιμιγδαλένιο μέσα. Με έξι κουπιά η βάρκα. 

Μόλις πάει μέσα, σκώθηκε η φρεγάδα στα πανιά, πάει στη δουλειά της. Τον πήρανε το Σιμιγδαλένιο, 

τον πήγανε στο παλάτι τ’ αλλουνού του βασιλιά. Τον πήγαν απάνω, του δίνει ένα νερό η βασιλοπούλα 

και πίνει, κι αστόχησε τη γυναίκα του. Κάθισε κει. Τον πήρε άντρα της αυτή.

 Ας αφήσουμε τώρα το Σιμιγδαλένιο με τη δεύτερη τη γυναίκα του και ας πάμε στην πρώτη.

 Η πρώτη η γυναίκα του, σαν ήρθε το μεσημέρι, και δεν ήρθε ο Σιμιγδαλένιος να φάει, λέει: «Πού είναι 

ο Σιμιγδαλένιος; Στη φρεγάδα; –Έφυγε. –Πού πάει; –Ο Κύριος ξέρει». Άρχισε τα κλάματα η γυναίκα 

του κι έκλαιε. Λέει ο πατέρας της: «Παιδάκι μου, μην κλαις. –Να μην κλαίω; Τον άντρα μ’ θέλω. –Μα 

πού να τόνε βρούμε; Ας μη τον έστελνες να σου πάρει γυαλικά. –Εγώ, λέει, πατέρα, θα φύγω. –Μα πού 

θα πας, παιδάκι μου; –Θα φύγω» λέει. Σηκώθηκε κι έφυγε.

 Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Μέρες, μερόνυχτα γυρίζει. Γίνηκε αγνώριστη. Στο δρόμο, που 

πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα· με τα βυζιά της πάνιζε, με τα βυζιά της φούρνιζε. «Α!, λέει, θεια, τι ’ναι 

αυτά;» Πιάνει αυτή, της κάνει φτυάρι, της φκιάνει πανόξυλο. «Να, λέει, θεια, έτσι πανίζουν και 

φουρνίζουν. –Ο Θεός, λέει, παιδάκι μου, να στο πληρώσει το καλό που μου ’καμες. –Τι καλό, λέει, να 

με πληρώσει ο Θεός; Να με γιατρέψεις θεια. –Τι γιατρειά, να σε κάμω; –Ποια είσαι συ, λέει. –Εγώ 

είμαι μάνα κι έχω τον ήλιο γιο. –Α! λέει, θεια, να καθίσω να του πω για το Σιμιγδαλένιο. –Ου! λέει 

αυτή. Να καθίσεις; Θα σε φάει. –Ας καθίσω, λέει, θεια. Κρύψε με να του πω κι εγώ τον πόνο μου. –Ου! 

λέει. Πού να σε κρύψω; Έχω τόπο;» Άρχισε η μέρα μάζευε, έγειρε ο ήλιος. «Άντε, λέει, να φύγεις. 

Θα ’ρθει ο ήλιος, να σε φάει. –Κρύψε με, λέει, θεια. Κάμ’ ένα καλό, να με κρύψεις». Έκλαιε αυτή, την 

λυπήθηκε, σηκώνει τη σκούπα, την έκρυψε αποκάτω.

 Βασίλεψε ο ήλιος. Σηκώθηκε, πήγε στη μάνα του. «Καλησπέρα, σταυρομάνα. –Καλησπέρα. –Κάπου 

δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει, λέει ο ήλιος. –Πού να τη βρω, λέει, εγώ την ανθρώπινη 

ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός να μην το δώσει, μάνα, λέει αυτός».

 Κατέβασε η μάνα του το ρακοκάζανο, του ’βανε ψωμιά, φαγιά, έφαγε. Του λέει: «Παιδάκι μ’ πεινάς 

άλλο; Θέλεις να φας; –Όχι, λέει, δεν πεινώ. –Σα δε πεινάς, λέει, να βγει μια, να σου πει τον καημό της. 

Βγες, λέει, και συ παιδάκι μ’, να πεις τον καημό σου». Βγήκε αυτή, λέει:


 Ήλιε μου, λαμπρέ λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε, 

 εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, 

 μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;


 – Πού να τον ιδώ, χριστιανή μου, εγώ; Να πας στο φεγγάρι, που γυρίζει όλη νύχτα. Εγώ το πρωί 

βγαίνω, το βράδυ έρχομαι. Άντε λέει, μάνα, φίλεψέ την κι ένα καρύδι». Της έδωκε αυτή ένα καρύδι. 

Τους χαιρέτησε, σηκώθηκε, έφυγε. Έφυγε, πήγε στο φεγγάρι.

 Τα ίδια και του φεγγαριού η μάνα. Μαγέρευε κι ετοίμαζε να πάει το φεγγάρι να φάει. «Άντε, λέει, να 

φύγεις. Θα ’ρθει το φεγγάρι τώρα να σε φάει. –Δε με κρύβεις, λέει, να πω στο φεγγάρι τον καημό μου; –

Πού να σε κρύψω; λέει –Κρύψε με, λέει, θεια, να πω κι εγώ τον καημό μου». Ανοίγει ένα ντουλάπι, τη 

βάνει μέσα.

 Έφεξε ο Θεός και πήγε το φεγγάρι. –«Κάπου δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει μάνα. –

Πού να βρεθεί, λέει, δω η ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός, 

λέει, να μην το δώσει, μάνα. –Έχεις τίποτα να φάω; –Ούλα τα καλά, λέει, παιδάκι μ’». Του ’βανε 

τραπέζι, κάθισε το φεγγάρι, έφαε, ήπιε. Λέει η μάνα του: «Παιδάκι μου έφαες; –Έφαγα. –Να ’χες, λέει, 

και μια ανθρώπινη ψυχή, την έτρωες; –Ο Θεός, λέει, να μην το δώσει. –Βγες, λέει, τώρα και συ, να πεις 

τον καημό σου».

 Βγαίνει κείνη. –«Καλημέρα σας. –Καλημέρα».


 Φεγγάρι μου, λαμπρό λαμπρό και λαμπρογεμισμένο,

 εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,

 μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;


 – Πού να τον ιδώ εγώ; λέει. Εγώ βγαίνω από βράδυ σε βράδυ. Να πας, λέει, στ’ αστέρια, που ’ναι 

πολλά. Αν δεν τον ιδεί το ένα θα τον ιδεί τ’ άλλο, φίλεψέ την, λέει κι ένα μύγδαλο.»

 Παίρνει το μύγδαλο, σηκώθηκε η κακομοίρα, με τα μάτια κλαμένα και την καρδιά της καμένη, και 

φεύγει. Φεύγει, πηγαίνει στ’ αστέρια, στη μάνα τους. Έκανε κι αυτή ετοιμασία, για να ’ρθούνε να φάνε 

τ’ αστέρια. Την βοήθησε στο ζύμωμα, στο μαγέρεμα. Έφεξε. Λέει: «Άντε, να φύγεις τώρα. Θα ’ρθούνε 

τ’ αστέρια να φάνε, και θα σε φάνε. –Δε με κρύβεις, λέει, θείτσα μου, να πω τον καημό μου; –Ου! λέει. 

Πού να σε κρύψω; Δεν έχω τόπο. Αν γλυτώσεις απ’ τον έναν, δε γλυτώνεις απ’ τον άλλον». Έκλαιε όλο 

αυτή, και δεν έφευγε. Ανοίγει την πόρτα, τη βάνει από πίσω απ’ την πόρτα. Έρχονται τ’ 

αστέρια. «Καλημέρα σταυρομάνα, λέει ο μεγάλος ο αστέρας. –Καλώς τονε. –Κάπου δω, κάπου κει, 

κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει. –Ου! λέει, παιδάκι μ’, Πού να βρεθεί ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι δω, 

η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός να μη το δώσει». Έρχονται και τ’ άλλα τ’ 

αστέρια. «Καλημέρα σταυρομάνα, καλημέρα σταυρομάνα, καλημέρα σταυρομάνα» –ούλα τ’ αστέρια. 

Καθίσανε, τους έβανε τραπέζι, φάγανε, ήπιανε ούλα. «Να ’χετε και μια ανθρώπινη ψυχή, παιδιά, την 

τρώγατε; –Ο Θεός να μη το δώσει. –Βγες, λέει, εσύ τώρα να πεις, τον καημό σου». Βγήκε κείνη· λέει:


 Αστέρια μου λαμπρά λαμπρά και λαμπρογεμισμένα,

 ψηλά οπού διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε,

 μην είδατε τον άντρα μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;


 – Πού να τον ιδούμε; λέει ο μεγάλος αστέρας. Εμείς αποβραδίς βγαίνουμε και το πρωί βασιλεύουμε».

 Πετάχτηκε και το μικρό τ’ αστεράκι και λέει: «Εγώ, θεια, τον είδα». Του δίνει ένα μπάτσο ο 

μεγάλος. «Μην το χτυπάς, λέει, αστέρα μου. Άσ’ το να μου πει, γιατί έχω καημό. Πού τον είδες, λέει, 

παιδάκι μου. –Στ’ άσπρα σπίτια στα χανιά. –Άντε, λέει, παιδάκι μ’, να με πας. –Δεν έρχεται, λέει ο 

αστέρας. –Δεν έχουμε ανάγκη να γίνουμε κακοί. –Μα ποιος θα το ξέρει; λέει. Εγώ δεν το μαρτυρώ. –Ε! 

άντε, λέει, να την πας και να ’ρθεις. Δώστε της κι ένα φουντούκι». Την πήρε τ’ αστεράκι, την πήγε.

 Σαν έφτασε, λέει στις δούλες: «Δε λέτε της κυράς σας να μ’ αφήσει να καθίσω σ’ ένα καμαράκι; Είμαι 

ξένη, κι είμαι φτωχιά, αρφανή». Πήγαν οι δούλες, το είπανε. Λέει η κυρά τους: «Άντε, λέει, βάλτε την 

σ’ ένα παράσπιτο».

 Τη βάναν μέσα. Ανέβηκε, κατέβηκε ο Σιμιγδαλένιος, τον είδε αυτή. Κλειδώθηκε η κακομοίρα μέσα κι 

έκλαιε. Το πρωί ξημερώνει ο Θεός, σπάζει το καρύδι, βγαίνει ένα χρυσό μαγκάνι, απ’ αυτά που 

καλαμίζουν, σαν υφαίνουν. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε και το μαγκάνι. Το βλέπουν οι δούλες, το λένε της 

κυράς τους. «Άντε, λέει, πέστε της, τι γυρεύει να τ’ αγοράσουμε». Πάνε κάτω, της λένε: «Τι γυρεύεις, 

ν’ αγοράσει η κυρά μας το μαγκάνι; –Εγώ, λέει, δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ 

αυτά με λεπτά. Αυτά αξίζουν ένα βασίλειο».

 Πήγαν οι δούλες, τα ’παν αυτά στην κυρά τους. Λέει: «Άντε πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε». Παν 

οι δούλες, την ξαναρωτούνε. Τις λέει αυτή: «Εγώ δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, μόνο το 

Σιμιγδαλένιο να μου δώσει μια βραδιά. –Για τα μούτρα της, λέει η κυρά τους, τον έχω το Σιμιγδαλένιο; 

–Δεν τόνε δίνεις, λένε, κυρά, μια βραδιά; Τι θα πάθει; –Ε! άντε, λέει, φέρτε το ποτό να τον ποτίσουμε». 

Πάνε το ποτό, το ποτίζει, κοιμήθηκε αυτός. Τον πήρανε, τον πήγανε.

 Τον πήρε αυτή, έστρωσε, τον ξάπλωσε, κλειδώθηκε, στάθηκε αποπάνω του κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, 

μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου; Δεν είμαι γω που σ’ έπλασα; Δεν είμαι γω που σε ιστόρησα;» 

Άκουγε αυτός, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, τον πήραν απάνω. Έσκασε, πλάνταξε αυτή. 

Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο. Σπάζει το μύγδαλο. Βγαίνει μια χρυσή ανέμη. Κατεβαίνουν οι δούλες, 

τη βλέπουν. «Αχ! κυρά, για σένανε κάνει αυτή η χρυσή ανέμη. –Άντε, λέει, πέστε της, τι θέλει να της 

δώσουμε, να την πάρουμε κι αυτή». Πάνε της λένε. Λέει: «Εγώ δεν την πουλώ με λεπτά. Να μου 

δώσετε το Σιμιγδαλένιο μια βραδιά ακόμα». Την καταφέρανε πάλι οι δούλες την κυρά τους, τον πότισε 

αυτή με το ποτό, της τόνε δώκανε. Κλει τις πόρτες, στέκεται αποπάνω του: «Δε μιλείς, Σιμιγδαλένιε 

μου; Δε μιλείς, μάτια μου; Δε μιλείς, φως μου;» Δε μπορούσε κείνος να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, της 

τόνε πήρανε πάλι.

 Έκλαψε αυτή, πικράθηκε. Τι να κάμει; Σπάζει και το φουντούκι. Σπάζει και το φουντούκι, βγαίνει μια 

χρυσή κλώσα με τα χρυσά τα πουλάκια. Κατεβαίνουν πάλι οι δούλες, τα βλέπουν, το λένε στην κυρά 

τους, πάνε πάλι σ’ αυτήν, της λένε τι θέλει να τα δώσει. Γύρεψε πάλι αυτή μια βραδιά το Σιμιγδαλένιο. 

Με τα πολλά πάλι την καταφέρανε να τόνε δώσει άλλη μια βραδιά. Παίρνει το ποτό αυτή να τόνε 

ποτίσει. Αυτός το κατάλαβε, και κει που έκαμε πως θαλά το πιει, το ’χυσε στην τραχηλιά του. Έκαμε 

ύστερα τον κοιμισμένο. Τον πήρανε, τον πήγανε. Κλειδώνεται αυτή. Άρχισε πάλι: «Δε μου μιλείς, 

Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς, φως μου; –Ε! λέει κείνος. Σώπα. Εσύ ποια είσαι; –Δεν είμαι γω η 

γυναίκα σου, που σ’ έπλασα; –Και γίνηκες έτσι; –Έτσι γίνηκα, λέει, γιατί σ’ έχασα και σε γύρευα να σε 

βρω τόσο καιρό! –Τώρα, λέει, να φύγουμε».


 Σηκωθήκανε τη νύχτα, φύγανε. Πήγανε στο παλάτι τους και ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα. Και τα 

κλάματα που είχε αυτή, τα ’χει η άλλη τώρα.


Εύη Γεροκώστα




Γνωρίσαμε την Εύη Γεροκώστα, πριν από ένα χρόνο περίπου, στην παρουσίαση του τελευταίου παιδικού της βιβλίου «Ο βάτραχος και το φιλί» στονπολυχώρο Μεταίχμιο
Μαμά και γιος αμέσως μαγευτήκαμε από την αφήγηση της και αφεθήκαμε να μας ταξιδέψει στις περιπέτειες του μικρού βατραχάκου, που παρέα με την φίλη του τη βατραχίνα, ανακαλύπτουν την αγάπη.

Άμεση και επικοινωνιακή προσεγγίζει με τον λόγο της μικρούς και μεγάλους, σαν τις νεράιδες των παραμυθιών!

Την καλωσορίζουμε στη παρέα του Mommy 's Fairytales και την ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας έκανε.

Ας γνωρίσουμε καλύτερα την Εύη Γεροκώστα:
Η Εύη Γεροκώστα γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και λογοτεχνική μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Εργάστηκε σε οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος (Αρχέλων-Σύλλογος για την Προστασία της Θαλάσσιας Χελώνας, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία), στο ΕΚΕΜΕΛ-Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου, ενώ από το 2004 είναι υπεύθυνη του τμήματος εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ).
Έχει μεταφράσει πάνω από 30 βιβλία από τα γαλλικά.
Έχει εκδώσει τρία βιβλία για παιδιά («Πώς γεννήθηκαν τα όνειρα», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010, εικ. Δήμητρα Ψυχογυιού, «Αστέρια στον πάτο της λίμνης», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011, βραβείο «Πηνελόπη Μαξίμου» του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, εικ. Ανδρέας Κούρτης, «Ο βάτραχος και το φιλί», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013, εικ. Κατερίνα Χαδουλού), και ένα παραμύθι για ενήλικες («Μια μέρα που έγινε νύχτα», εκδόσεις Χριστάκης, 2013, εικ. Ανδρέας Κούρτης).
Μια κόκκινη κλωστή και μια πράσινη πέτρα την έφεραν στο δρόμο της αφήγησης. Αφηγείται επαγγελματικά από το 2003, σε μικρούς και μεγάλους, και παραστάσεις της φιλοξενούνται σε σχολεία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, μουσικές σκηνές, θέατρα, εκθέσεις βιβλίου, φεστιβάλ κ.α., στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει ιστορίες προφορικής παράδοσης από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου που άκουσε, διάβασε, ή μετέφρασε, κυρίως όμως ιστορίες που τη «διάλεξαν». Τα τελευταία χρόνια έχει αφοσιωθεί στην αφήγηση παραμυθογραμμένων ιστοριών της λογοτεχνίας. Άλλες απευθύνονται σε μικρούς, άλλες σε ενήλικες. Κάποιες τις έχει διαβάσει, άλλες τις έχει γράψει, άλλες της τις εμπιστεύονται οι συγγραφείς τους, πολλές φορές πριν ακόμα εκδοθούν. Μια άλλη προσέγγιση της λογοτεχνίας. Ιστορίες που σαγηνεύουν όσους τις ακούν, κυρίως όμως εκείνη...

....Και ορίστε τι απάντησε στις ΠαραμυθοΕρωτήσεις του Mommy's Fairytales:
1. Παραμύθι = Ψέμα; 
Τα παραμύθια, μέσα από το «ψέμα», μιλούν για τις μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής. «Ψέματα είναι ή αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια», «Ούτε εγώ ήμουν εκεί ούτε εσείς να το πιστέψετε», «Παραμύθι μύθαρος και η κοιλιά σας πίθαρος». Οι παραμυθάδες ομολογούν ότι λένε ψέματα. Έτσι όσοι ακούν την ιστορία θα κατανοήσουν, με τον πιο ανώδυνο τρόπο, τα πιο σοβαρά ζητήματα: το θάνατο, τον αποχωρισμό, την ενηλικίωση, την προδοσία…
Τα παραμύθια είναι παραμυθία, παρηγοριά. Μας ταξιδεύουν σ’ έναν τόπο άτοπο και σ’ ένα χρόνο άχρονο. Στο «μια φορά κι έναν καιρό». Μας μαθαίνουν ν’ ακούμε –τα λόγια και τις σιωπές. Μας βοηθούν να μοιραζόμαστε, να ξεφεύγουμε από την καθημερινότητα. Μας μαθαίνουν να σχετιζόμαστε, να επικοινωνούμε σε μια γλώσσα αρχετυπική. Αυτή τη γλώσσα την καταλαβαίνουν, καλύτερα απ’ όλους, τα παιδιά.
2. Τι είναι για εσάς το παραμύθι;

Μια κόκκινη κλωστή. Ένα μονοπάτι με κόκκινα νηματόδεντρα από τη μια και από την άλλη. Ένα μονοπάτι που ξεκινά από το «μια φορά κι έναν καιρό...» και που δεν τελειώνει πουθενά. Σ’ αυτό το μονοπάτι, το χώμα, κάθε πέτρα, κάθε πλάσμα, όλα μιλούν τη γλώσσα των παραμυθιών. Όσοι περνούν από κει, στέκονται και ακούνε ιστορίες. Κι αφού βρουν αυτή που θα τους μαγέψει, δένουν στη μέση τους μια από τις πολλές άκρες της κόκκινης κλωστής, και δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν...
Από κάποια ηλικία και μετά, θυμάμαι τον εαυτό μου να ακούει ιστορίες –όχι απαραίτητα παραμύθια- και να μαγεύεται. Το 2000 παρακολούθησα ένα φεστιβάλ αφήγησης στο Παρίσι, όπου παραμυθάδες απ’ όλο τον κόσμο αφηγούνταν στη μητρική τους γλώσσα, χωρίς διερμηνεία. Δεν καταλάβαινα λέξη από τη γλώσσα τους, κατάλαβα όμως τις ιστορίες! Ήταν μαγικό αυτό που συνέβαινε, κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη δύναμη του λόγου της αφήγησης. Τότε σκέφτηκα πως ίσως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το δοκιμάσω κι εγώ. Από εκεί και πέρα πήραν όλα το δρόμο τους:  σεμινάρια, συμμετοχή σε φεστιβάλ και συνέδρια, μελέτη θεωρητικών βιβλίων για την αφήγηση, και, πάνω απ’ όλα, μοίρασμα ιστοριών και συνεργασία με άλλους παραμυθάδες.
Αφηγούμαι λαϊκά παραμύθια του κόσμου που άκουσα, διάλεξα, που έχω μελετήσει και αγαπήσει πολύ. Όσο για το κοινό… ο καθένας έχει δικές του προτιμήσεις και αντιρρήσεις. Είναι μάλλον ανέφικτο ο αφηγητής να ικανοποιήσει ένα ολόκληρο κοινό με μια αφήγηση. Το σίγουρο είναι ότι το κοινό αγαπά τις ιστορίες που πρώτος έχει αγαπήσει ο αφηγητής. Εξάλλου, τι περισσότερο είναι η αφήγηση από μοίρασμα ψυχής, επικοινωνία, διέξοδος από την ισοπεδωτική καθημερινότητα και, γιατί όχι, επιστροφή στις ρίζες μας, στο παλιό, εκεί όπου μια γλυκιά κουβέντα, ένα χαμόγελο ή ένα δάκρυ σήμαιναν τόσα όσα εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε καν; Η αφήγηση μας μαθαίνει ν’ ακούμε –τα λόγια και τις σιωπές. Οι αφηγητές είναι απλώς οι πομποί που, μ’ ένα χαμόγελο και μια ιστορία, ταξιδεύουν πρόσωπα αγαπημένα και άλλα, υποψήφια ν’ αγαπηθούν, για να γλυκαίνει λιγάκι η ζωή. Το κριτήριο, λοιπόν, ένα και μοναδικό: η επικοινωνία με το ίδιο το παραμύθι που «τυχαία» συναντά στο δρόμο του ο αφηγητής. Αν υπάρχει αυτό, ο καθένας μπορεί να αφηγηθεί, αρκεί να υπάρχει κάποιος που θέλει να τον ακούσει…
3. Τα παραμύθια αφορούν τα παιδιά ή τους ενήλικες;

Κάθε φορά που αφηγούμαι σε παιδιά, βλέπω πως νιώθουν ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει, κάτι ωστόσο που, ακόμα κι αν το ζουν για πρώτη φορά, δεν τους φαίνεται ξένο. Μιλάμε για δέντρα και τα βλέπουμε δίπλα μας. Μιλάμε για νεράιδες και ξέρουμε πως κάπου εκεί γύρω κρύβονται. Μιλάμε για πουλιά και τ' ακούμε να φτερουγίζουν. Μιλάμε για φωτιά και σχεδόν καιγόμαστε. Η μαγεία υπάρχει στα παιδιά, έτσι δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια.
Με τους ενήλικες, τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά, αλλά αποδεικνύονται ίδια. Τα παραμύθια είναι μόνο για παιδιά, λένε πολλοί. Κι όμως, παλιά, τα παραμύθια ήταν μόνο για τους μεγάλους, και τα παιδιά κρυφάκουγαν.
Όλα τα παραμύθια είναι για όλους, απλώς κάποια παραμύθια είναι ιδανικότερα για συγκεκριμένες περιόδους της ζωής. 
Τα παραμύθια μιλούν για την ίδια τη ζωή. Και η ζωή δεν έχει ηλικία. Ο φόβος, η λύπη, η απώλεια, η χαρά, ο έρωτας, υπάρχουν στη ζωή όλων μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βρούμε το δικό μας αγαπημένο παραμύθι, αυτό που θα μιλήσει στην καρδιά μας, να γνωρίσουμε έναν ήρωα που θα ξυπνήσει όσα κοιμούνται μέσα μας και θα τα ζωντανέψει. Έναν ήρωα που θα δει βαθιά μέσα μας και που ίσως καθορίσει την πορεία μας στη ζωή. Γιατί αυτός ο ήρωας ο «διαλεχτός», δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό μας.

4. Παραμύθια Vs TV/ Internet (ή αλλιώς το παραμύθι στον σύγχρονο τρόπο ζωής)
Τα παιδιά δεν έχουν αντιστάσεις απέναντι στο παραμύθι. Μήπως όμως έχουν οι ενήλικες; Είτε από έλλειψη ποιοτικού χρόνου, είτε από έλλειψη αυτοπεποίθησης, οι ενήλικες δύσκολα παίρνουν την πρωτοβουλία να αφηγηθούν ή να διαβάσουν παραμύθια στα παιδιά. Η οθόνη λοιπόν κερδίζει;
Ας μην το βλέπουμε έτσι. Η τηλεόραση, το διαδίκτυο έχουν και πρέπει να έχουν θέση στη ζωή των παιδιών –το απαιτεί η εποχή. Αυτή η θέση όμως δεν πρέπει να μεγαλώνει ανεξέλεγκτα. Χρειάζεται όρια.
Ας κλείσουμε για λίγο την τηλεόραση ή τον υπολογιστή.
Ας σκεφτούν οι γονείς ιστορίες που σημάδεψαν τους ίδιους, που τους βοήθησαν να δουν τη ζωή με άλλη ματιά. Ας προσπαθήσουν να θυμηθούν τι ένιωσαν τη στιγμή που άκουσαν ή διάβασαν αυτή την ιστορία. Ας τη μοιραστούν με τα παιδιά τους κι ας το χαρούν.
Ας πούνε ιστορίες παντού: στη θάλασσα, στη βόλτα, σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού. Ας αφήσουν τα παιδιά να πουν τις δικές τους ιστορίες. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία με παραμύθια. Το μόνο που έχει να κάνει ο ενήλικας είναι να τολμήσει να τα αναζητήσει, να βρει τις δικές του αγαπημένες ιστορίες και στη συνέχεια να τις μοιραστεί με τα παιδιά.
Και ξαφνικά η τηλεόραση δεν χρειάζεται να ανοίξει, ξαφνικά όλα γίνονται μαγικά, έστω και για λίγες στιγμές.
Η φαντασία των παιδιών υπάρχει και δεν σταματά να ταξιδεύει. Το ζήτημα είναι το ταξίδι να μην τελειώσει ούτε με την παιδική ηλικία, ούτε με την εφηβεία, ούτε με την ενηλικίωση. Τα παραμύθια είναι γενναιόδωρα, μπορούν να μας συντροφεύουν όσο εμείς τους το επιτρέπουμε.

5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;
Ένα λαϊκό παραμύθι από την Κρήτη, η «Τρουλίτα». Είναι ένα από τα πρώτα παραμύθια που αφηγήθηκα και που με μαγεύει ακόμα και σήμερα. Η ιστορία ενός άσχημου πουλιού που, μετά από πολλές δοκιμασίες, καταφέρνει να γίνει βασίλισσα. Ένα κόκκινο μήλο, τρία βασιλόπουλα, μια κουβέρτα φτιαγμένη από φύλλα και χόρτα, τρεις νεράιδες, ένας πετεινός, μια χρυσή κλωσσού με τα κλωσσόπουλά της, και πολλά-πολλά μαγικά ακόμα…

6. Με ποιον ήρωα παραμυθιού ταυτιζόσασταν όταν ήσασταν μικρός;
Η αλήθεια είναι ότι ήμουν από τα παιδιά που δεν άκουσαν πολλά παραμύθια -ίσως άλλωστε γι’ αυτό τα έχω αγαπήσει τόσο πολύ τώρα. Ήμουν παρόλα αυτά τυχερή γιατί είχα πάντα γύρω μου βιβλία, που κάλυπταν κάπως το κενό της αφήγησης. Θυμάμαι λοιπόν ένα κλιμακωτό παραμύθι που όλοι γνωρίζουμε, το «Ντίλι-ντίλι». Από μικρή με εντυπωσίαζε το πόσο τραγουδιστό και διασκεδαστικό ήταν, και ταυτιζόμουν με την κόρη που κεντούσε το μαντήλι κάτω από το φως του καντηλιού…

7. Αφιερώστε ένα παραμύθι στο Mommy's Fairytales και τους αναγνώστες του.
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την πρώτη ιστορία που έγραψα. Μια ιστορία που ξεκίνησε από ένα… όνειρο! Εκείνη την περίοδο –αρκετά χρόνια πριν- κρατούσα ημερολόγιο ονείρων. Είχα στο κομοδίνο μου ένα μικροσκοπικό τετράδιο και, κάθε φορά που ξυπνούσα μέσα στη νύχτα ή το πρωί, σημείωνα ό,τι θυμόμουν από τα όνειρά μου. Ένα πρωί λοιπόν έγραφα, έγραφα, έγραφα… μέχρι που κατάλαβα ότι έγραφα μια ιστορία! Και να που έγινε βιβλίο, το πρώτο μου βιβλίο…


Στις πέτρες που μιλούν και λένε τις πιο μαγικές ιστορίες

Κάποτε, σ’ έναν ουρανό μακρινό, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, το Σύννεφο αγάπησε πολύ τον Ήλιο. Κάθε μέρα του έφερνε δώρα πολύτιμα: χρυσόσκονη, που την έκλεβε από τις ζωηρές χρυσόμυγες, για να φαίνεται πιο λαμπερός· ροδόνερο, από τα πιο σπάνια τριαντάφυλλα, για να φορά το πιο δροσερό άρωμα· ρουμπίνια κατακόκκινα –όχι από κείνα τα ψεύτικα –που τ’ άρπαζε από τα ξωτικά που ζούσαν πέρα από την άκρη του ουράνιου τόξου, για να στολίζεται.
Το Σύννεφο ζούσε ευτυχισμένο έτσι. Δεν επιθυμούσε τίποτε άλλο στη συννεφένια ζωή του. Μεγάλωνε. Μαζί μεγάλωνε κι η αγάπη του. Κι ο Ήλιος, όλο καμάρωνε. Τι τύχη κι αυτή, να τον αγαπούν τόσο. Μάτι δεν έκλεινε. Έμενε εκεί, στη μέση τ’ ουρανού, στιγμή να μη χάνει το θαυμασμό και τα παινέματα της φύσης…
Μια μέρα, η κυρά του καλοκαιριού, η Ζέστη, καλημέρισε τον Ουρανό, τον Ήλιο και τα σύννεφα. Ο Ήλιος δεν γύρισε να την κοιτάξει καν· δεν τα πήγαινε καλά μαζί της, γιατί τον έκανε να ιδρώνει, να βαραίνει· τότε άρχιζε να στέλνει καυτές πορτοκαλιές αχτίδες στον κόσμο, κι οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάσα τους να κόβεται, τα ζώα αγκομαχούσαν, τα λουλούδια κρύβονταν μέσα στα πέταλά τους.
Η Ζέστη οργίστηκε με την αδιαφορία του Ήλιου: τον απείλησε πως με τη δύναμή της μπορούσε να λιώσει τα πάντα, μπορούσε να τον κάνει εχθρό τρομερό και μισητό στους ανθρώπους, στα ζώα, στον κόσμο ολόκληρο.
Ακούγοντας αυτά, το Σύννεφο φοβήθηκε για τον αγαπημένο του. Για να τον γλιτώσει από τη Ζέστη, σκέφτηκε να τον κρύψει στη συννεφένια αγκαλιά του. Να φτάσει πολύ κοντά του και να του χαρίσει τη δροσιά του. Να σταματήσει να βρέχει, μια για πάντα. Θα έχανε τη μοναδική αποστολή που είχε πάνω στη γη, να δροσίζει τον κόσμο. Έπρεπε να διαλέξει… και διάλεξε να θυσιαστεί για τον Ήλιο· τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη που γέμιζε τη συννεφένια του καρδιά.
Τον πλησίασε δειλά· ήταν πια πολύ κοντά του· δίχως να το σκέφτεται άλλο, τον αγκάλιασε σφιχτά. Είχε βρει επιτέλους το θάρρος ν’ αγκαλιάσει αυτόν που αγαπούσε, να του δείξει ότι όλα είναι δυνατά…
Κι ο Ήλιος; Ο Ήλιος έσπρωξε το Σύννεφο μακριά, λέγοντάς του πως η αγκαλιά του έκρυβε τη μοναδική ομορφιά του. Δεν το είχε ανάγκη, ποτέ δεν θα το αγαπούσε.
Το Σύννεφο ένιωσε ξαφνικά αδύναμο· η ανάσα του χανόταν. Είχε χάσει τα πάντα: τις σταγόνες βροχής που κάποτε μοίραζε απλόχερα, τον αγαπημένο του, τ’ όνειρό του, όλα… Το «ποτέ» που άκουσε απ’ τον Ήλιο έγινε χαλί ανθισμένο· το Σύννεφο ξάπλωσε πάνω του κι εκείνο άρχισε να πετάει και να φεύγει μακριά, πολύ μακριά...
Πέρασε καιρός, έφυγε το καλοκαίρι. Ήρθε το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη, άλλο καλοκαίρι... πέρασαν κι αυτά. Κι ο Ήλιος εκεί, στη μέση τ’ ουρανού, να βλέπει τις μέρες να περνούν και να πετούν μακριά. Όλοι τον παίνευαν, τον φρόντιζαν… Μα γιατί ξάφνου όλα τούτα έμοιαζαν πιο λίγα, πιο ασήμαντα, πιο… ψεύτικα; Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, μέχρι που κατάλαβε. Του έλειπε το Σύννεφο…
Όχι τα δώρα του μα η αγάπη του, η παρέα του, η έγνοια του, ακόμα κι εκείνη η μία και μοναδική αγκαλιά του.
Άρχισε να το ψάχνει. Ρωτούσε παντού τι είχε απογίνει εκείνο το συννεφάκι που ‘χε τολμήσει να τα βάλει με τη Ζέστη. Κανείς δεν ήξερε. Έψαξε κι άλλο, ρώτησε άλλα σύννεφα, άλλους ουρανούς. Τίποτα…
Στάθηκε για λίγο. Έγινε τότε κάτι, κάτι που έκανε όλο τον κόσμο ν’ αλλάξει. Αποκοιμήθηκε. Για πρώτη φορά στην ιστορία της πλάσης, ο Ήλιος έκλεισε τα μάτια του -από κούραση ή λύπη, ποιος ξέρει- και κρύφτηκε πίσω από ένα βουνό, για ώρες πολλές. Κι εκεί, ο ν ε ι ρ ε ύ τ η κ ε. Για πρώτη φορά κι αυτό. Ονειρεύτηκε πως ταξίδευε παρέα με το Σύννεφο, πως σεργιανίζανε μαζί απέραντους ουρανούς· δεν μιλούσαν πολύ, μονάχα κοιτάζονταν, χαμογελούσαν και πήγαιναν, ολοένα και πιο μακριά…
Για ώρες κοιμήθηκε ο Ήλιος. Μόλις ξύπνησε, έψαξε στο πλάι του το Σύννεφο. Τίποτα. Κατάλαβε τότε πως δεν μπορούσε να το έχει κοντά του, μπορούσε όμως να το συναντά κάθε φορά που θα έκλεινε τα μάτια του… Και θα τα έκλεινε κάθε μέρα, για να θυμάται πώς έμοιαζαν τα κατακόκκινα ρουμπίνια, το δροσερό ροδόνερο, η λαμπερή χρυσόσκονη και η μικρή συννεφένια αγκαλιά...
Ο Ήλιος έμαθε να κοιμάται για να μάθει να ονειρεύεται.
Τέτοια χαρά όμως δεν θα την κρατούσε για τον εαυτό του. Σ’ όλους το ’πε το μυστικό του, σ’ όλα τα πλάσματα της γης. Τους έμαθε να πλαγιάζουν την ώρα που έσβηνε το φως του, κι άρχισε να γεμίζει ο κόσμος εικόνες και χρώματα και μυρωδιές…
Έτσι, κάπου μέσα στη νύχτα και τη σιωπή, γεννήθηκαν τα πρώτα όνειρα των ανθρώπων...



Αντώνης Δημητρακόπουλος


Πρόκειται για μια τυχαία διαδικτυακή συνάντηση, που μας έφερε κοντά με έναν ευφάνταστο 
συγγραφέα / παραμυθά για παιδιά, αλλά και για μεγάλους. Αφορμή ήταν το παραμύθι του  
"Η Δροσοσταλίδα" από τις εκδόσεις Ίκαρος, που άμεσα το ξεχωρίσαμε και το συμπεριλάβαμε 

Άλλα έργα του:" Ένα παραμύθι από χαρτί και θάλασσα"

"Ο αλαζόνας βασιλιάς"

"Το Αίνιγμα της Αγάπης"



Ο Αντώνης Δημητρακόπουλος με διεισδυτική ματιά, μας αφηγείται... τον κόσμο γύρω μας, με πολύ ευαισθησία και τρυφερότητα και κυρίως με αισιοδοξία! 

Ο ίδιος σεμνός και μετριόφρων, μας είπε για τον εαυτό του:      
                                                    "δεν έχω πολλά να σας πω. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1972
και τα τελευταία 13 χρόνια εργάζομαι στις εκδόσεις Ίκαρος.

Αγαπώ τα βιβλία, τα παραμύθια και το χαμόγελο της ανιψιάς μου."


Το Mommy's Fairytales θα του ευχηθεί να είναι πάντα πλαισιωμένος με τις αγάπες του, κυρίως το χαμόγελο της ανιψιάς του, να τον συντροφεύει πάντα και να του δίνει έμπνευση. Επίσης ένα μεγάλο "ευχαριστώ" για την τιμή που μας έκανε, να εγκαινιάσει την στήλη των Παραμυθοσυνεντεύξεων. Δείτε τι μας απάντησε!



1. Παραμύθι = Ψέμα; 
Εξαρτάται με ποιά διάθεση θα το προσεγγίσει κανείς. Πιστεύω πως τα παραμύθια είναι σαν ένα ανοιχτό παράθυρο ανάμεσα στο αληθινό και το ψευδές, μια διαχωριστική γραμμή που ορίζει την παιδικότητα μας. Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στο παράθυρο τόσο περισσότερο φως θα δούμε, τόσο καλύτερη θέα θα έχουμε. Συνεπώς αν θέλουμε να μπούμε στην αλήθεια του παραμυθού δεν έχουμε παρά να προχωρίσουμε προς αυτό.  
2. Τι είναι για εσάς το παραμύθι;

Το παραμύθι θαρρώ πως είναι το μέσω για να πούμε σ' ένα παιδί πολυποίκιλες και πολύπλοκες έννοιες με απλό τρόπο.
Να ψυχαγωγεί, να διασκεδάζει και ταυτόχρονα να θέτει ερωτήματα, να διδάσκει. Μα αν ήμουν παιδί θα σας απαντούσα κάτι πιο απλό και ενδεχομένως πιο ουσιαστικό: Να μου παίρνει τη λύπη και να μου φέρνει το χαμόγελο!

3. Τα παραμύθια αφορούν τα παιδιά ή τους ενήλικες;

Aφορούν κυρίως τα παιδιά μα και όσους αισθάνονται έτσι!
Για τους ενήλικες δε, τα παραμύθια λειτουργούν καταπραυντικά, σαν βάλσαμο. Μπορούν να σε ταξιδέψουν στο χρόνο, σε μία γλυκιά επιστροφή στο παρελθόν, στα παιδικά χρόνια, στην αθωότητα που πνίγεται από τα προβλήματα και την καθημερινότητα. Απλά, μικρά και τρυφερά κείμενα που μπορούν να σε κάνουν να ταξιδέψεις, να σκεφτείς, και να χαμογελάσεις. Αυτος είναι και ο λόγος που πάντα θα μας αφορούν, φτάνει μόνο το παιδί που έχουμε μέσα μας να ζει και να κρατάει τον χάρτινο ανεμόμυλο του στους αέρηδες.
4. Παραμύθια Vs TV/ Internet (ή αλλιώς το παραμύθι στον σύγχρονο τρόπο ζωής)
Τα παραμύθια δείχνουν μία αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα μέσα στο χρόνο. Να σας θυμίσω πως υπήρξαν λαοί εξαφανισμένοι πια, που οι μύθοι και τα παραμύθια τους λέγονται μέχρι τις μέρες μας. Ένας τρόπος για τη διάσωση τη διατήρηση και την ευρεία διάδοσή τους είναι τα σύγχρονα μέσα και ειδικότερα το internet. Εγώ λόγου χάριν, έχω βρει και έχω διαβάσει αρκετά αξιόλογα παραμύθια, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αδύνατον να συμβεί. Αυτό είναι μόνο ένα μικρό παράδειγμα σε σχέση με τις δυνατότητες και τη χρησιμότητα που έχουν τα μέσα αυτά. Με λίγα λόγια "συμπορεύονται" και εγγυώνται οτι στο σύγχρονο τρόπο ζωής το παραμύθι θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο του.
5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;Είναι αρκετά.
Θα σας πω κάποια που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό. "Ένα τίποτα για δώρο" του Patrick Mc Donell / εκδ. Libro "Θέλω μια αγκαλιά" του John A. Rowe / εκδ.Πατάκης 'Παρακαλώ μπαμπά φέρε μου το φεγγάρι" του Εric Carle / εκδ. Καλειδοσκόπιο Ας πω και ένα από τα πολλά νέα αξιόλογα Ελληνικά παραμύθια. Ένα παραμύθι που το αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι τα πανέμορφα "Βεγγαλικά" του Αλέξη Κυριτσόπουλου / εκδ Ίκαρος.
6. Με ποιον ήρωα παραμυθιού ταυτιζόσασταν όταν ήσασταν μικρός;
Δυστυχώς, δεν θυμάμαι να ταυτίστικα ποτέ με κάποιον ήρωα παραμυθιού, θυμάμαι μόνο πως με συγκινούσε η μελαγχολική ιστορία του Μολυβένιου Στρατιώτη.
7. Αφιερώστε ένα παραμύθι στο Mommy's Fairytales και τους αναγνώστες του.
Σας αφιερώνω τον υπέροχο "Φεγγαροσκεπαστή" του Eric Puybaret / εκδ Αίσωπος, για να μάθετε τον πραγματικό λόγο για τις φάσεις του φεγγαριού, από τη σκοτεινιά εώς την πανσέληνο!








Για να ξαναονειρευτούμε τον κομμουνισμό


Ένα βιβλίο που μιλάει στη γλώσσα των παιδιών, για πράγματα που οι μεγάλοι αρνούμαστε να καταλάβουμε, γιατί μας έχουν μάθει να αδιαφορούμε και να τα φοβόμαστε. Τα παιδιά όμως δεν πρέπει να σταματήσουν να ονειρεύονται αυτόν τον καλύτερο κόσμο! 
Μεταφέρουμε αυτούσια την συνέντευξη που παραχώρησε η συγγραφέας Μπίνι Αντάμτσακ στη Σοφία Κουσιάντζα από ταΕνθέματα

 Σχέδια της Μπίνι Άνταμτσακ, από το βιβλίο
συνέντευξη της Μπίνι Αντάμτσακ στη Σοφία Κουσιάντζα

ΣΧΈΔΙΑ ΤΗΣ ΜΠΊΝΙ ΆΝΤΑΜΤΣΑΚ, ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ
Μια ιστορία για παιδιά, 
εικονογραφημένη από τη συγγραφέα, που μιλάει για τον κομμουνισμό. Μια ιστορία όπου η συγγραφέας χρησιμοποιεί για τα πάντα θηλυκό γένος. Το Κομμουνισμός. Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα της Μπίνι Αντάμτσακ κυκλοφόρησε στα ελληνικά το καλοκαίρι (εκδόσεις νήσος)Η Αντάμτσακ γεννήθηκε το 1979, σπούδασε φιλοσοφία, είναι περφόρμερ και εικαστικός και ζει στο Βερολίνο. Ζητήσαμε από τη φίλη και μεταφράστρια του βιβλίου, Σοφία Κουσιάντζα, μια συνέντευξη με την Μπ. Αντάμτσακ. Την ευχαριστούμε θερμά, όπως και τη συγγραφέα, για την προθυμία και την ανταπόκριση.



ΣΧΈΔΙΑ ΤΗΣ ΜΠΊΝΙ ΆΝΤΑΜΤΣΑΚ, ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ
Πότε έγραψες το βιβλίο και με ποιο κίνητρο;
Το 2003 οργανώθηκε στη Φραγκφούρτη ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο «indeterminate! kommunismus». Λίγο πριν είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για τα νεανικά χειρόγραφα του Μαρξ και σκόπευα να γράψω μια εργασία για το πώς αντιλαμβάνεται και πώς περιγράφει ο Μαρξ τον κομμουνισμό. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Μαρξ είχε επίτηδες σιωπήσει επ’ αυτού. Ωστόσο, από τη μελέτη του έργου του προκύπτει ότι υπάρχουν διάσπαρτες σε κείμενά του συμβουλές για το πώς θα μπορούσε ή πώς θα έπρεπε να είναι μια κομμουνιστική κοινωνία — από τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα έως την Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Όταν όμως έκατσα να γράψω την εργασία, μπλόκαρα. Κι ένα πρωί, έπειτα από μια μακριά νύχτα που δεν είχα καταφέρει να γράψω ούτε μια αράδα, it struck me: για τον κομμουνισμό δεν μπορείς να γράψεις σε γλώσσα επιστημονική. Για τον κομμουνισμό, το όνειρο μιας διαφορετικής, καλύτερης ζωής, δεν μπορείς να γράψεις χωρίς λαχτάρα.
Μετά έγιναν όλα πολύ γρήγορα, αφού το γράψιμο ανοίγει την όρεξη. Καθώς έγραφα γελούσα συχνά, όπως και οι φίλες μου που τους διάβαζα το κείμενο. Η παιδική γλώσσα επιτέλεσε το σκοπό της: σε μια εποχή όπου είχε πεθάνει η ελπίδα για την κοινωνική προοπτική που είχε συνδεθεί με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, μια εποχή που η τάξη πραγμάτων είχε επιβεβαιωθεί άλλη μια φορά μετά τις 11/9, το τέχνασμα με την παιδική γλώσσα έδωσε ξανά τόπο στο όνειρο. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι το εύκολο που είναι δύσκολο να το κάνεις. Το 2003 απείχαμε πάρα πολύ απ’ το να είναι εφικτός ο κομμουνισμός, εμένα όμως με ενδιέφερε να τον ξανακάνω προσιτό στη φαντασία. Ο κομμουνισμός ήταν λοιπόν τώρα το εύκολο που ήταν εύκολο να το επιθυμείς.
 Φοβήθηκες ότι η παιδική γλώσσα απλοποιεί το περιεχόμενο ή αφήνει απέξω σημαντικές λεπτομέρειες;
Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει, και τον είχα συνειδητοποιήσει απολύτως. Έχω μεγαλώσει κι η ίδια με παιδικά βιβλία κοινωνικής κριτικής, που εξηγούσαν στα παιδιά τις κοινωνικές ανισότητες στις σχέσεις των τάξεων και των φύλων. Η δεκαετία του ’70 υπήρξε στον τομέα αυτό πολύ γόνιμη –αντιαυταρχική εκπαίδευση, Σάμερχιλ κ.λπ.–, και στα χέρια μου έφταναν παιδικά βιβλία και από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Μερικά από αυτά προσωποποιούν τις κοινωνικές σχέσεις. Λόγου χάρη, ένα εικονογραφημένο βιβλίο με την ιστορία των γιγάντων και των νάνων: οι νάνοι αντιπροσώπευαν τις εργάτριες, οι γίγαντες ήταν οι τεμπέλες καπιταλίστριες. Οι σχέσεις στον καπιταλισμό παρουσιάζονταν έτσι ως έκφραση δόλιων προθέσεων των κακών, τεμπέληδων ανθρώπων, τσιγκούνηδων και εξουσιομανών, που στα παραμύθια είχαν την εικόνα που τους ταίριαζε: ήταν άσχημοι.
 Η μακρά παράδοση της προσωποποιημένης κριτικής ενάντια στον καπιταλισμό συχνά παίρνει αντισημιτικά χαρακτηριστικά: πίσω από το αόριστο κεφάλαιο κρύβεται μια συνωμοσία Εβραίων, κυρίως τραπεζιτριών, που απομυζούν τις τίμιες εργάτριες και επιχειρηματίες. Είναι μια παράδοση πολύ ισχυρή στη Γερμανία, αλλά όχι μόνο: τη συνάντησα πρόσφατα στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό θεωρούσα σημαντικό να εξηγήσω το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, γι’ αυτό έβαλα στο κέντρο της αφήγησης την πραγμοποίηση. Στο παιδικό μου βιβλίο δεν υπάρχουν κακά υποκείμενα. Ακόμη και οι υπεύθυνες κατσαρόλας (η γραφειοκρατική ελίτ του «υπαρκτού σοσιαλισμού»), ακόμη και τα εργοστάσια έχουν διάφορες πλευρές, έχουν αισθήματα, καμιά φορά κλαίνε κιόλας. Φυσικά, το βιβλίο συντομεύει πολλά πράγματα, πολλά δεν τα θίγει πραγματικά (το χρήμα, τις ταξικές σχέσεις, το κράτος), άλλα δεν αναφέρονται καν (τα σύνορα, ο πόλεμος κ.λπ.), όμως το ίδιο δεν θα συνέβαινε και μ’ έναν βαρύ θεωρητικό τόμο;!
 Το βιβλίο είναι γραμμένο σε παιδική γλώσσα, πρόκειται όμως στ’ αλήθεια για παιδικό βιβλίο;
 Το διαβάζουν και παιδιά και έφηβες. Έχω λάβει γράμματα από εννιάχρονες και έχω φίλες που το διαβάζουν ή το δίνουν στα παιδιά τους (ένα κεφάλαιο κάθε βράδυ), μόλις αρχίζουν να τους κάνουν τις δύσκολες ερωτήσεις: Μαμά, τι θα πει καπιταλισμός; Γιατί πρέπει να δουλεύεις; Τι είναι η κρίση; Στις δημόσιες παρουσιάσεις του βιβλίου συναντάς όμως κυρίως νεαρές ενήλικες, που δεν είναι εντελώς αποστασιοποιημένες από την παιδική γλώσσα: τη θυμούνται, την απολαμβάνουν, χαμογελάνε, γελάνε.
  Γιατί τα πάντα στο βιβλίο είναι σε θηλυκό γένος;
 Όταν οι συγγραφείς χρησιμοποιούν μόνο το αρσενικό γένος, σπάνια τους ρωτάνε γιατί. Κι αν τους ρωτήσουν, απαντάνε: «Μα σε όλους αναφερόμαστε». Ας πούμε λοιπόν κι εμείς το ίδιο: Αναφερόμαστε σε όλες τις αναγνώστριες, ακόμη και σ’ αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως άντρες. Το θηλυκό γένος, μια απολύτως ηθελημένη και στρατηγική φεμινιστική γενίκευση, δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε για τις σχέσεις των φύλων χωρίς να τις θεματοποιούμε και να πρέπει να αναφερθούμε ευθέως σε αυτές.

Για σένα ο κομμουνισμός είναι προορισμός ή δρόμος; Κι αν είναι δρόμος, κατεύθυνση, τότε προς τα πού;
Είναι παραπλανητικό να μιλάμε για «έναν» κομμουνισμό. Στην ιστορία έχουν υπάρξει ένα σωρό ορισμοί, εικόνες, αντιλήψεις, ιδεώδη, πλάνα για κομμουνιστικά μοντέλα. Σε κάθε εποχή υπάρχουν διάφορες ομάδες που θέλουν διαφορετικά πράγματα ή απλώς φέρνουν στο προσκήνιο διαφορετικές πλευρές του ίδιου πράγματος: Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, η κατάργηση της φτώχειας ή η αυτοδιαχείριση της παραγωγής; Να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος ή να μειωθούν οι ώρες εργασίας; Ως ένα βαθμό, τα διάφορα μοντέλα του κομμουνισμού εντάσσονται σε μια ιστορική κατάταξη: στο Πέτρογκραντ το 1917 το κατάλαβαν αυτό πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στο Παρίσι το 1968. Είναι όμως λάθος να διαβάσουμε εδώ μια γραμμική εξέλιξη προς την πρόοδο — προς την κατεύθυνση μιας πιο ολοκληρωμένης εκδοχής του κομμουνισμού. Και είναι σίγουρο ότι και οι σημερινές και οι μελλοντικές απόπειρες να υπερβούμε την καπιταλιστική κοινωνία έχουν χρέος να αποτιμήσουν όλες τις προηγούμενες, για να μην επαναλάβουν τα λάθη τους, γιατί είναι βαριά αυτή η κληρονομιά.
 Εδώ δεν έχουμε μια θετική, αλλά μια αρνητική θεώρηση: τι δεν είναι ο κομμουνισμός, πώς δεν πρέπει να τον βλέπουμε. Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά, να ονοματίσουμε μερικά θεμελιώδη στοιχεία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας;
Έχεις δίκιο, είναι πολύ ισχυρή η παράδοση της άρνησης, κυρίως δε στον μαρξισμό, ο οποίος ως ένα βαθμό την ανήγαγε σε κανονικό δόγμα, διατυπωμένο σαν «εικονομαχία». Στο βιβλίο δουλεύω πολύ μ’ αυτή την παράδοση, με τη μορφή της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, προσπαθώ όμως παράλληλα να πάω πέρα από αυτήν, με τη μορφή μιας εμμενούς κριτικής και με αναπάντεχη στήριξη από τον Αντόρνο (έναν από τους πιο επιφανείς υποστηρικτές της «εικονομαχίας»). Ελευθεριακοί όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, αλλά και κριτικοί μαρξιστές όπως ο Καρλ Κορς έχουν πει πριν από εκατό χρόνια ότι αποτελεί μεγάλο πρόβλημα να ορίζουν οι κομμουνίστριες τον κομμουνισμό μόνο αρνητικά: κατάργηση της ιδιοκτησίας, μαρασμός του κράτους και της οικογένειας, κατάργηση του νόμου της αξίας, τερματισμός της εκμετάλλευσης κ.λπ. Ακούγοντάς τα αυτά, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι χειροπιαστό.
 Έπειτα, δεν υπάρχει κριτήριο για να μετρήσουμε αν μια πολιτική είναι πραγματικά επαναστατική, δεν έχουμε κοινή εικόνα για το τι εννοούμε με τον κομμουνισμό. Κάθε ορισμός είναι αμφιλεγόμενος. Είναι δύσκολος, είναι όμως και αναγκαίος.
Δεν απάντησες όμως στην ερώτησή μου: Πώς θα όριζες τον κομμουνισμό; Ή μήπως μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά μόνο αν έχουμε πραγματώσει πρώτα την άρνηση;
Θα ήταν μοιραίο να περιμένουμε την πραγμάτωση της άρνησης. Αφενός η αντίθετη θέση δεν προκύπτει αυτόματα, αφετέρου τότε είναι πια πολύ αργά. Η αντίληψη ότι ένα κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πρώτα να καταλάβει την εξουσία κι έπειτα να σκεφτεί τι θα την κάνει έχει απαξιωθεί ιστορικά με τον χειρότερο τρόπο. Κατέληξε στην κρατική τρομοκρατία. Έτσι, διάλεξα μία από τις τρεις δυνατότητες που θεωρώ ότι υπάρχουν ώστε να προσεγγίσουμε μια θετική εικόνα του κομμουνισμού: την κριτική αντιπαράθεση με τα ως τώρα μοντέλα και απόπειρες. Μια άλλη δυνατότητα είναι να εξετάσουμε τα κινήματα που στον παρόντα χρόνο δείχνουν έναν δρόμο πέρα από τις απόπειρες του παρελθόντος — σπέρματα ενός χειραφετητικού μέλλοντος. Παραδέχομαι όμως απολύτως και τη δυνατότητα να λέμε απλώς αυθόρμητα τι μας ενοχλεί σήμερα και τι θέλουμε: μια ριζοσπαστική πολιτική της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο.
Με δεδομένη τη βαριά ιστορία του κομμουνισμού, ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη σου, η ειδοποιός διαφορά ενός πραγματικά χειραφετητικού κομμουνιστικού κινήματος σήμερα;
Ας δοκιμάσουμε ένα μείγμα: δεν μπορούμε πλέον να ονομάζουμε κομμουνιστικό κίνημα την κατάσταση κατά την οποία ένα κόμμα, και μάλιστα ιεραρχικό, αυταρχικό, κατακτά την κρατική εξουσία και, με την πεποίθηση ότι επιδιώκει το καλύτερο για τους ανθρώπους, προωθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην εικόνα αυτή οι άνθρωποι εμφανίζονται μόνο ως καταναλώτριες με εκπροσώπηση, όχι ως δρώντα υποκείμενα που παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Η λενινιστική και σταλινική θέση ότι ο καλός σκοπός νομιμοποιεί τα κακά μέσα έχει αντικρουστεί από την ίδια την Ιστορία: στην πραγματικότητα, τα κακά μέσα έχουν απονομιμοποιήσει τον καλό σκοπό, και γι’ αυτό θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε τις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα του κομμουνιστικού κινήματος: συντονισμός των πρωτοβουλιών από τα κάτω, όπου οι άνθρωποι έχουν οι ίδιοι λόγο στη ζωή τους. Όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, που ασκούν αρνητικά την ελευθερία τους εναντίον αλλήλων, αλλά ως άτομα που συνεργάζονται και συνδέονται μεταξύ τους.
Το τελευταίο είναι και το δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1968. Ενώ το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1917 επικεντρώθηκε στην κρατική εξουσία και την ισότητα και επέφερε το αρνητικό παρεπόμενο της ομογενοποίησης και της ολοποίησης το κίνημα του 1968 επικεντρώθηκε στο υποκείμενο και την ελευθερία. Και στις δύο περιπτώσεις ξεχάστηκε πολύ γρήγορα αυτό που θέλω να επαναφέρω σήμερα στο επίκεντρο: η αλληλεγγύη. Δεν πρόκειται για τη μεταβολή του μεγάλου Όλου ούτε για τη δημιουργία του καινούργιου ανθρώπου, αλλά για την αλλαγή της συνθήκης, τη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης. Ενωμένοι σε μια τέτοια συνύπαρξη, οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν, σε μεγάλο βαθμό, μόνοι τους την ιστορία τους: να τι θα πει κομμουνισμός, λόγου χάρη.
 Στη Γερμανία ακούμε συχνά ότι η χώρα στέκεται «καλά» μέσα στην κρίση. Το ακούμε τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. Για την Αριστερά αυτός είναι ο λόγος που πολύ δύσκολα κινητοποιείται ο κόσμος. Για τους συντηρητικούς αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μέρκελ τα έκανε όλα σωστά· το αποδεικνύει, εξάλλου και το 41,5% στις πρόσφατες εκλογές.
Ο εθνικισμός ήταν πάντα ένα από τα πιο επικίνδυνα δηλητήρια για την Αριστερά. Κόντεψε να την ξετινάξει το 1914 (με την ψήφιση των πολεμικών δαπανών) και το 1939 (με το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν). Μια από τις ωραίες φράσεις για τις κομμουνίστρες λέει ότι δεν έχουν πατρίδα. Η συμπόνια και η αλληλεγγύη τους δεν γνωρίζει κρατικά σύνορα. Ωστόσο, η κατασκευή του έθνους έχει πολύ ισχυρή επίδραση, κι αυτό το βλέπουμε όταν ακούμε την Αριστερά στη Γερμανία να λέει: «Εμείς μια χαρά είμαστε». Εμείς; Εμείς οι Ευρωπαίες; Εμείς οι εργαζόμενες; Εμείς που δεν κατέχουμε τα μέσα παραγωγής;
Ήμουν πρόσφατα στη Μασσαλία και είδα από κοντά τις καταστροφικές συνέπειες που έχει και εκεί το γερμανικό μοντέλο. Οι συνδικαλίστριες μας είπαν: τα ΜΜΕ προβάλλουν συνέχεια τα γερμανικά συνδικάτα ως πρότυπο, λένε ότι είναι σοβαρά, εχέφρονα, ανοιχτά σε συμβιβασμούς. Οι εργάτριες του κατειλημμένου εργοστασίου τσαγιού fralib μας είπαν ότι τούς κοπανάνε συνέχεια πόσο χαμηλοί είναι οι μισθοί (και πόσο υψηλή η παραγωγικότητα) στη Γερμανία. Πήγαμε σε μια διαδήλωση ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων που αποφάσισε η κυβέρνηση Ολάντ, η οποία έχει για πρότυπο το γερμανικό μοντέλο και την πολιτική της Τρόικας στην Ελλάδα. Ο εθνικιστικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση εταιριών, τον οποίο διαρκώς υποστηρίζουν και αναπαράγουν τα γερμανικά συνδικάτα και οι εργαζόμενοι στη Γερμανία, έχει καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στην αλληλεγγύη όσο και στην ευημερία των ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: