Mommy 's Fairytales



Γυρωστροφίζουμε, παίζουμε, διαβάζουμε και μαθαίνουμε. Αλλά όχι μόνο! Δημιουργούμε και τις δικές μας ιστορίες, με φανταστικούς ήρωες ή και εμάς τους ίδιους.. ποιός ξέρει, μπορεί το Ζλουπιτάκι μου να είναι ο υπερήρωας - που όπως ονειρεύεται - θα σώσει τον κόσμο ;-)






Η πρώτη μου πεζοπορία

Τελικά οι πολλές αφηγήσεις παραμυθιών, ιστοριών και οι άπειρες συζητήσεις με τα παιδιά έχουν αποτέλεσμα. Παρακολουθούσα τον πεντάχρονο γιόκα μου να περιγράφει στη γιαγιά του, το πως πέρασε την προηγούμενη μέρα στην εκδρομούλα που είχαμε πάει. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και πήρα χαρτί και μολύβι και κατέγραψα τα λόγια του, γιατί ενθουσιάστηκα με τον ειρμό της σκέψης και του λόγου του. Ως γνήσια "μαμά κουκουβάγια" θα μοιραστώ μαζί σας,- χωρίς καμία δική μου διορθωτική παρέμβαση - την πρώτη ...προφορική...  έκθεση του γιόκα μου:

   Εχθές το απόγευμα συναντηθήκαμε με τους φίλους μας και πήγαμε πεζοπορία. Όταν φτάσαμε στο καταφύγιο ΦΛΑΜΠΟΥΡΙ, γράψαμε τα ονόματα μας και ξεκινήσαμε.
   Περπατήσαμε, περπατήσαμε... και φτάσαμε σε ένα μονοπάτι που έπρεπε να σκαρφαλώσουμε. Εγώ τα κατάφερα μια χαρά και προχωρούσα γρήγορα, αλλά η μαμά έτρεχε να με φτάσει και χτύπησε το πόδι της. Ε, σε ένα σημείο, έπεσα και εγώ, αλλά με σήκωσε ο οδηγός μας, που είχε δώσει και ένα μπαστούνι στη μαμά για να ανέβει την ανηφόρα πιο εύκολα.

    Όταν βγήκαμε στο δρόμο, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε άλλη διαδρομή για να φτάσουμε στο καταφύγιο. Όπως περπατούσαμε, το φεγγάρι μας φώτιζε το δρόμο, όπως ήταν στρογγυλό και είδαμε πολλά αστέρια στον ουρανό, που δεν φαίνονται στην πόλη. 

    Σε κάποια σημεία όμως, ήθελα να βλέπω πάρα-πάρα πολύ καλά, γι αυτό άναβα τον μικρό μου φακούλι.  Έτσι κάποια στιγμή, είδαμε έναν βάτραχο. Ήταν ένας μικρός βάτραχος. Το σώμα του ήταν πράσινο με μαύρες βούλες. Πηδούσε, τινάζοντας τα πίσω του πόδια και κατέβηκε τον γκρεμό χωρίς να πέσει. Μετά ο βάτραχος συνέχισε για τον προορισμό του, αλλά εμείς δεν τον βλέπαμε πια. 

    Εμείς, συνεχίσαμε το δρόμο μας, μέχρι το καταφύγιο. Καθίσαμε σε ένα κίοσκι, από όπου φαίνονταν τα φώτα της πόλης από ψηλά και ξεκίνησα, εγώ, να παίζω. Έτρεχα πάνω-κάτω και μετά σκόνταψα σε ένα "βράχο", που δεν είδα και ζήτησα το φακό από τη μαμά, για να εξερευνήσω το σημείο που έπεσα. Όταν βρήκα την πέτρα, την κλότσησα μακρυά. 

     Μετά η μαμά, βρήκε την ιδέα, να πάμε στο καταφύγιο, για να φάμε. Εκεί φάγαμε σοκολατόπιτα και καρυδόπιτα, η μαμά ξεκούρασε το πόδι της και μετά μας βρήκαν και οι φίλοι μας!
Παραγγείλαμε και φαγητό, αλλά εγώ έφαγα μόνο σαλάτα, επειδή μου φαίνονταν πολύ ωραία. 
    Μετά η μαμά μιλούσε με τους φίλους μας κι εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος και κοιμήθηκα σε έναν πάγκο μέχρι να φύγουμε.








Το μικρό Λαμπατέρ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μικρό λαμπατέρ. Ήταν κλεισμένο σε μια αποθήκη βρώμικη, σκονισμένη και πολύ σκοτεινή. Το καήμένο το λαμπατεράκι ήταν πολύ δυστυχησμένο, από την ακινησία είχε σκουριάσει ο λαιμός του.
Μια μέρα έφεραν και ένα αυθάδικο ποδήλατο, που πείραζε όλα τα αντικείμενα στην αποθήκη και ιδιαίτερα το μικρό λαμπατεράκι. Μια μέρα μάλιστα κύλισε επίτηδες πάνω στο καλώδιο του, σπάζοντας του το φις! 
 Από τότε η γριά γκρινιάρα ραπτομηχανή δεν είχε σταματιμό. Από την ώρα που άνοιγε τα μάτια του το μικρό λαμπατεράκι, την άκουγε συνέχεια να μουρμουρίζει για την κατάντια τους και πως δεν θα μπορούσαν, πότε ξανά να βγουν στον έξω κόσμο. Το μικρό λαμπατεράκι, προσπαθούσε να μην χάνει την ελπίδα του. Ήταν όμως τόσο δύσκολο, η γριά ραπτομηχανή σακάτικο το ανέβαζε, άχρηστο το κατέβαζε.
Ώσπου μια μέρα έγινε το αναπάντεχο! Άνοιξε η πόρτα της αποθήκης και αντί να πετάξουν ακόμα κάτι που είχαν βαρεθεί, μπήκε ένα παιδάκι και άρχισε κάτι να ψάχνει... Όλα τα αντικείμενα έμειναν με
κομμένη την ανάσα και προσπαθούσαν να τεντώσουν κάποιο εξάρτημα τους, για να του τραβήξουν την προσοχή
 Ακόμα και εκείνο το χαλασμένο μπλέντερ άνοιξε το καπάκι του. Το παιδάκι όμως αφού έψαξε λίγο, κάρφωσε το βλέμα του στο μικρό λαμπατεράκι και Ναί! άπλωσε το χεράκι του και το άρπαξε.
Βγήκαν από την αποθήκη χαρούμενα Το μικρό λαμπατεράκι δεν μπορούσε να το πιστέψει, είχε ξαναβγεί στον έξω κόσμο, θα γινόταν και πάλι χρήσιμο!
Η
 χαρά του όμως κράτησε λίγο Μόλις είδε η μητέρα του παιδιού το μικρό λαμπατεράκι, άρχισε να φωνάζει στο παιδί, να το αφήσει κάτω, γιατί ήταν σκουριασμένο. Το παιδάκι από το φόβο του έβαλε τα κλάματα και πέταξε το μικρό λαμπατεράκι κάτω. Τότε ήρθε ο μπαμπάς του παιδιού, ο οποίος διαπίστωσε πως και το φις του ήταν χαλασμένο
Το μικρό λαμπατεράκι, που πονούσε και κουδούνιζε από το πέσιμο, είχε απογοητευτεί εντελώς και μαζεμένο σε μια γωνία, περίμενε να το ξανακλείσουν στην απαίσια και σκοτεινή αποθήκη.
Όμως το παιδάκι δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να κλαίει κα να παρακαλάει τους γονείς του. Έτσι ο μπαμπάς πήρε το μικρό λαμπάτεράκι και αφού το γυάλισε, του άλλαξε φις και του έβαλε καινούρια λάμπα, το τοποθέτησε στο γραφείο του παιδιού.
Από τότε το μικρό λαμπατεράκι είναι πολύ ευτυχισμένο. Έχει γίνει αχώριστο με το παιδάκι και κάθε απόγευμα φωτίζει το γραφείο



Ο κατεργάρης καλλιτέχνης


Μια φορά κι έναν καιρό,
ζούσε ένα μικρούλι ξωτικό,
όμορφο, γλυκό μα κι ολίγον πονηρό.

Στις αυλές τριγύρω πάει,
τα παιχνίδια τα χαλάει
και τα ρούχα από τις μπουγάδες τα πετάει.

Τους νοικοκυραίους τους τσατίζει,
η μαμά του απ' το θυμό της κοκκινίζει,
μα, τον μικρό μας, καμία έγνοια δεν σκοτίζει.

Ώσπου μια μέρα ξαφνικά,
εκεί που το ξωτικό μας ετοίμαζε μια ζαβολιά,
ένα σπίνος πετιέται από το πουθενά!

Ει, μικρό μου παλικάρι,
τι κρύβεις μέσα στο ταγάρι;
Μήπως ψύλλους για να βάλεις στου γαϊδάρου το σαμάρι;Στο ξωτικάκι κόπηκε η λαλιά.
Πως ήξερε τούτο το πουλάκι τη δική του σκανδαλιά;
Το 'ξέραν άραγε όλα τα πουλιά;

Ευθύς να λέει μαι δικαιολογία ξεκινάει,
μα αντί γι' αυτό σαν πουλάκι κελαηδάει
κι όλη την αλήθεια μαρτυράει.

Το πουλάκι του γελάει,
σε ξωτικένια γλώσσα του μιλάει
κι όλη την αλήθεια του ομολογάει:

Εμείς, μικρέ μου, τα πουλιά,
που έχουμε φτερά και πετάμε μίλια μακριά,
βλέπουμε και ξέρουμε πολλά.

Και για 'σένα φίλε μου μικρέ,
ένα έχω να σου πω:
Αγόρι καλό και συμπαθητικό
είσαι για όλο το χωριό.

Μα τις σκανταλιές σου σαν αρχίζεις,
όλων την αγάπη την γκρεμίζεις
και με θυμό όλους τους γεμίζεις.

Αστείο και διασκεδαστικό
δεν είναι να βασανίζεις ένα ζωντανό,
μα με γέλια και χαρές, να γεμίζεις όλο το χωριό.

Σαστισμένο μένει το μικρό μας,
το όμορφο, γλυκούλη ξωτικό μας,
καθώς καταλαβαίνει πως για όλους ήτανε μπελάς.

Το μικρό μας ξωτικό, πήρε μια αναπνοή βαθιά,
σκέφτηκε πολύ - πολύ καλά
και την απόφαση του ανακοινώνει από της μαμάς την αγκαλιά.

Φίλοι μου καλοί κι αγαπημένοι,
μια συγνώμη σας ζητώ, που από τις σκανταλιές μου είστε ταλαιπωρημένοι
κι όλο σας κάνω να είστε θυμωμένοι.

Άλλη αταξία σας υπόσχομαι πως δεν θα κάνω
κι ότι από το μυαλό μου θα περάσει, σε χαρτάκι θα το γράφω
και στις μεγάλες τις γιορτές, πάνω σε εξέδρα θα σας το παρουσιάζω.


Έτσι κανένας δεν θα ενοχλείται.
Το αστείο μου όλοι θα το μοιραστείτε
και την παράσταση μου θα ευχαριστηθείτε!

Όλοι ενθουσιαστήκαν με του ξωτικού μας την ιδέα
κι όλοι θέλανε να τον κάνουνε παρέα,
μήπως και πρωταγωνιστήσουν στην επόμενη
έμπνευση του την μοιραία..

Έτσι ο μικρός μας φίλος ο καλός,
από κατεργάρης και κακός,
της τέχνης έγινε δημιουργός και του θεάτρου λειτουργός!!!


Ο μικρός μάγος

Μια φορά και έναν καιρό,
σε έναν άλλο κόσμο μαγικό,
ένα αγοράκι ζούσε ντροπαλό.
Στην οικογένεια δεν ήταν το μοναδικό,
μεγαλύτερα ήταν τα υπόλοιπα οχτώ.

Το αγοράκι ήτανε μελαγχολικό,
γιατί αν και μυημένο από καιρό,
δεν είχε καταφέρει ούτε ένα μαγικό.

Τα αδέλφια του, τα υπόλοιπα οχτώ,
μάγοι θαυμαστοί ήταν από το λαό.
Δασκάλους είχε από τους πιο καλούς,
αλλά και οι γονείς του ήταν
από τους μάγους τους πιο θαυματουργούς.

Το αγοράκι κρυμμένο από φίλους και γνωστούς,
μάταια προσπαθούσε παιχνίδια να κάνει γκρίζους ποντικούς.

Ώσπου ένα βράδυ σκοτεινό,
συνέβη κάτι φοβερό.
Εμφανίστηκε μάγος μαύρος, σκοτεινός,
που ηγέτης ήθελε να γίνει φοβερός.

Σε όλη την χώρα έκανε μάγια πονηρά
και όλοι ανυποψίαστοι τον κάναν βασιλιά.
Κι έτσι αρχίσανε άσχημα και βασανιστικά,
να ζούνε όλα τα παιδιά.

Διότι ο μάγος ο κακός,
τους γονείς εξόρισε σε δάσος μακρινό
και στα παιδιά επέβαλε,
να σταματήσουν το σχολειό.

Παιχνίδια, γέλια και χαρά,
αστεία, πλάκες και ζαχαρωτά
απαγορευμένα ήτανε
και επιβαλλότανε μονάχα η δουλειά.

Από τα μάγια αυτά τα φοβερά,
ο μικρούλης φίλος μας την γλίτωσε φθηνά,
....γιατί κρυμμένος ήτανε,
προσπαθώντας μάταια να κάνει μαγικά.

Το πρώτο χρόνο όμως τα υπόμεινε,
γιατί φοβότανε πολύ.
Όλο όμως του λιγόστευε η υπομονή,
καθώς τα αδέλφια του έβλεπε να βασανίζονται εκεί.


Ώσπου μια μέρα το αποφάσισε,
φόβους κα αμφιβολίες καταπάτησε,
στο σκοτεινό βασίλειο τρύπωσε κρυφά
και φίλτρα ξεκίνησε να φτιάχνει μαγικά.

Όταν  έτοιμα ήταν τελικά,
στον βασιλιά εμφανίστηκε μπροστά
αύτός όμως καθόλου δεν φοβήθηκε
και πως είναι ανίκητος του θύμισε.

Ο μικρούλης όμως πλέον δεν φοβότανε.
Τη μαμά και το μπαμπά μόνο σκεφτότανε.
Τον βασιλιά πλησίασε πολύ
και το μαγικό του φίλτρο του έδωσε να πιει.

Με μιας τα πράγματα αλλάξανε,
όλα στην χώρα μπήκανε σε τάξη.
Οι γονείς στα σπίτια τους γυρίσανε
και τα παιδάκια παίζανε σχοινάκι.

Κι ο φίλος μας μάγος έγινε σωστός
Την χώρα αφού έσωσε με δικό του μαγικό.
Το πιο σημαντικό όμως ήτανε
το θάρρος που τον έσπρωξε να κάνει το σωστό.

Πάντα να το θυμόσαστε πως όλοι κρύβουμε απ’ αυτό!



Ο μπουφές

 Σήμερα υπήρχε μια γενική αναστάτωση σε όλα τα ράφια του ψυγείου. Η γιαγιά φέτα, είχε ήδη αρχίσει να ζεσταίνεται, γιατί η πόρτα του ψυγείου ανοιγόκλεινε συνέχεια και όλο έμπαιναν καινούργιοι επισκέπτες. 
 Οι τελευταίες αφίξεις ήταν τρεις νεαρές κατακόκκινες τομάτες, ιδιαίτερα κουτσομπόλες, που πριν μπουν στο ψυγείο, είχαν προλάβει, να πιάσουν κουβέντα με τον κυρ-μαχαίρη και έτσι ενημερωμένες, έδωσαν απάντηση στη σημερινή μυστηριώδη κίνηση. 
Ήταν τα γενέθλια του γιου της οικογένειας και του ετοίμαζαν ένα πάρτι!!!
 Οι δεσποινίδες σοκολάτες, που έμεναν σε ένα ράφι στην πόρτα του ψυγείου, γνώριζαν καλά αυτό το πιτσιρίκι. Τις επισκέπτονταν κάθε απόγευμα. Μερικές φορές τις άρπαζε όλες μαζί και ταρακουνιώντουσταν για τα καλά, καθώς προσπαθούσαν οι γονείς του τις πάρουν από τα χεράκια και να τις βάλουν πίσω στη θέση τους. Του το συγχωρούσαν όμως, γιατί το συμπαθούσαν πολύ αυτό το αγοράκι, όπως όλα τα παιδάκια και ήταν πολύ χαρούμενες που του πρόσφεραν τόση χαρά με την γεύση τους.
 Τα νέα για το πάρτι προκάλεσαν νέα αναστάτωση ανάμεσα στα τρόφιμα του ψυγείου. Όλα ήταν περίεργα πως θα τα χρησιμοποιούσαν και ως τι έδεσμα θα έπαιρναν μέρος στον μπουφέ. 
 Η κυρα-μαγιονέζα σκούντιξε το γιαουρτάκι και οι δύο μαζί έκλεισαν το μάτι στον μαϊντανό, γιατί η χρήση τους σε σαλάτες ήταν σίγουρη.
 Ευθύς στο κάτω συρτάρι των λαχανικών ξεκίνησε μια ενθουσιώδης συζήτηση για τους παλιόφιλους τους τα κρεμμύδια, τις πατάτες και τα σκόρδα που έμεναν  μακρυά σε ένα ντουλάπι και η χαρά τους ήταν μεγάλη που θα τους ξανασυναντούσαν. Μέσα σε αυτή την αναστάτωση βρήκαν την ευκαιρία τα πειραχτήρια καροτάκια, να γαργαλίσουν τον καημένο τον άνηθο και δεν σταματούσαν παρά το άγριο βλέμμα που τους έριχνε ο κύριος λάχανος. 
 Αυτόν τον ενθουσιασμό, διέκοψε για λίγο ο ερχομός μιας ολοστρόγγυλης, χοντρούλας τούρτας με σοκολάτα και φράουλα, που φορτωμένη με τα ζαχαρωτά της προσπαθούσε να στριμωχθεί στο μεσαίο ράφι, πιέζοντας το σωληνάριο της μουστάρδας, αναγκάζοντας το να μετακομίσει στο από πάνω ράφι, δίπλα στη μαγιονέζα. 
 Με αυτό τον ερχομό οι σοκολατίτσες απογοητεύτηκαν, γιατί ένιωσαν πως μπροστά σε αυτή τη λαχταριστή τούρτα, δεν θα τους έδινε κανείς σημασία.
 Τελικά, τα πράγματα άρχισαν να ηρεμούν, όταν ένα-ένα τα τρόφιμα έβγαιναν από το ψυγείο για να μαγειρευτούν. 
 Το απόγευμα τα βρήκε όλα έτοιμα, ξαπλωμένα σε μεγάλες στολισμένες πιατέλες, στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας. 
 Η γιαγιά φέτα είχε γίνει μια αφράτη τυρόπιτα. Η κυρά-μαγιονέζα είχε μπει σε μια πλούσια πατατοσαλάτα, το γιαουρτάκι είχε γίνει δροσιστικό ντιπ με άνηθο και δίπλα του ξάπλωναν ψιλοκομμένα τα καροτάκια, έτοιμα για να βουτήξουν στο ντιπ. Μερικά από τα καροτάκια -τα  πιο φρόνημα- είχαν τριφτεί μαζί με τον κύριο λάχανο, φτιάχνοντας μια νόστιμη σαλάτα με λαδάκι, λεμονάκι και σκορδάκι. Οι τοματούλες κομμένες σε φετούλες είχαν μπει σε μικρά σαντουϊτσάκια που τοποθετημένα σε μια μακρόστενη πιατέλα, σχημάτιζαν έναν κροκόδειλο. Σε περίοπτη θέση στο τραπέζι του σαλονιού, περίμενε στολισμένη η τούρτα.
 Πίσω στο ψυγείο είχαν μείνει μόνες τους οι σοκολατίτσες και πάνω που θα τις έπιανε το παράπονο, τις πήραν και τις έβαλαν την κάθε μια σε ένα σακουλάκι, μαζί με ένα παιχνίδι, για να πάρουν όλα τα παιδάκια από ένα φεύγοντας, για δώρο.  Τι χαρά!
 Οι ψίθυροι και τα πειράγματα για το ομορφότερο και πιο νόστιμο πιάτο, δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν μπήκαν τα παιδάκια πεινασμένα από το παιχνίδι και το χορό,  οπότε  και αφέθηκαν να τα απολαύσουν και να τα χορτάσουν.


Οι περιπέτειες του Φρίξου Ποντικούλη
Ο Φρίξος Ποντικούλης και τα Χριστούγενα
Ο Φρίξος Ποντικούλης είναι ένα μικρούλι ποντικάκι που ζει με τους γονείς του τον κύριο και την κυρία Ποντικούλη και τα μεγαλύτερα αδέλφια του Φρόντο και Φρίντα, σε μια παλιά μπότα. 

 Ο μικρούλης Φρίξος ήταν πολύ ανυπόμονος περιμένοντας τα Χριστούγενα. Εδώ και δύο έβδομάδες, είχαν στολίσει το χριστουγενιάτικο δέντρο και η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν πολύ εορταστική. Ολόκληρη η γαλότσα στην οποία έμενε η οικογένεια Ποντικούλη φωτίζονταν από τα λαμπάκια του δέντρου και οι κατακόκκινες μπάλες που το στόλιζαν, λαμπίριζαν μαγευτικά, σκορπίζοντας μια κοκκινωπή λάμψη παντού. Ήταν όλα τόσο όμορφα!
Η παραμυθένια εικόνα συμπληρώνονταν με τις ευωδιές που γέμιζε η γαλότσα, σχεδόν κάθε απόγευμα που έφτιαχνε η κυρία Ποντικούλη και κάποιο γλυκό. Το μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία είχε γεμίσει με κουραμπιέδες και μελομακάρονα, αλλά η αγαπημένη πιατέλα του Φρίξου ήταν αυτή με τα Χριστουγενιάτικα μπισκότα, που είχε φτιάξει με τον μπαμπά τον κύριο Ποντικούλη και τα αδέλφια του Φρόντο και Φρίντα, ένα απόγευμα γυρίζοντας από το σχολείο. Ω! τι παιχνίδι ήταν αυτό! Μάλωναν για το ποιός θα πρωτορίξει τα υλικά στην λεκάνη που ζύμωνε ο μπαμπάς και μετά ανταγωνίζονταν για το ποιός θα δώσει το πιο όμορφο σχήμα στα μπισκότα του. Τέλος οι μικρές ποντικοφατσούλες περίμεναν ανυπόμονα, αλλά φρόνιμα, μπροστά στον φούρνο  να ψηθούν. Το παιχνίδι όμως συνεχίστηκε και μετά, που κάθησε όλη η οικογένεια για να στολίσει τα μπισκοτάκια. Τα βουτούσαν σε λιωμένη σοκολάτα και σε χρωματιστά ζαχαρωτά. Όλα τα μπισκοτάκια είχαν γίνει πεντανόστιμα και τέλεια διακοσμιμένα σαν παιχνίδια.
Αυτό όμως που τραβούσε περισσότερο την προσοχή πλέον, ήταν τα δώρα που είχαν αρχίσει να παίρνουν τη θέση τους κάτω από το δέντρο από την προηγούμενη ημέρα. Θέλεις λίγο τα διάφορα μεγέθη των κουτιών, λίγο τα χρωματιστά περιτυλίγματα και οι κορδέλες πάνω τους, είχαν μια ιδιαίτερη λάμψη και μαγνήτιζαν τα τρία αδελφάκια. Η περιέργια τους όλο και μεγάλωνε, αλλά η κυρία Ποντικούλη δεν άφηνε κανέναν να τα αγγίξει και αυτό τα έκανε ακόμα πιο μαγευτικά... Όταν τα μικρά προσπαθούσαν να αποσπάσουν πληροφορίες και ρωτούσαν τι ήταν όλα αυτά, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: "άδεια κουτιά που θα τα γεμίσει ο Άγιος Βασίλης".
Έτσι τα τρία αδέφια αποφάσισαν την παραμονή των Χριστουγένων να μείνουν ξύπνια και να περιμένουν τον Άγιο Βασίλη. Το πρωί της παραμονής, αφού επέστρεψαν από τη βόλτα που έκαναν στη γειτονιά, σε φίλους και συγγενείς για να πουν τα κάλαντα, πήραν ένα πιάτο και έβαλαν τα κεράσματα που συγκέντρωσαν, για να τα προσφέρουν στον Άγιο Βασίλη. Στο κέντρο έβαλαν ένα μεγάλο μπισκότο στο σχήμα του Άγιου Βασίλη, ζωγραφισμένο με ζαχαρωτά. Όλη την ημέρα ήταν ανυπόμονα και τα δώρα που θα έπαιρναν ήταν το κεντρικό θέμα στις συζυτήσεις τους. Όμως το βράδι μετά το χορταστικό, εορταστικό δείπνο της οικογένειας, με πλούσια σαλάτα, διάφορα τυριά - που είναι το αγαπημένο τους σνακ - και βεβαίως την παραδοσιακή γαλοπούλα, είχαν αρχίσει να νυστάζουν. Αρνούνταν όμως πεισματικά να πάνε στα κρεβάτια τους. Έτσι η κυρία Ποντικούλη, έβαλε και τα τρία μικρά της στον καναπέ, δίπλα στο δέντρο και τα σκέπασε με μια ζεστή κουβερτούλα, αφήνοντας τα ....κοιμισμένα ...να περιμένουν τον Άγιο Βασίλη. 
Είχαν αποκοιμηθεί για τα καλα, όταν ακούστηκε ένας θόρυβος από καμπανάκια που κουδούνιζαν. Ο Φρίξος πρώτος άνοιξε τα ματάκια του και είδε τον μπαμπά του να σκύβει από πάνω τους και να τους λέει να σηκωθούν, γιατί είχε περάσει ο Άγιος Βασίληςκαι είχει γεμίσει τα κουτιά κάτω από το δέντρο με δώρα. Και τα τρία ποντικάκια πετάχτηκαν στο λεπτό, κοίταξαν γύρω τους, όμως δεν είδαν τον Άγιο Βασίλη και απογοητευμένα είπαν πως δεν ήρθε τελικά, όμως  η μαμά τους έδειξε πως το πιάτο με τα κεράσματα είχε αδειάσει και είχει απομείνει μισοφαγομένο το μεγάλο μπισκότο. Ικανοποιημένα που ο Άγιος Βασίλης είχε ευχαριστηθεί με την προσφορά τους, κάθησαν γύρω από το δέντρο και άρχισαν να ανοίγουν τα δώρα τους. 
Όλος ο κόσμος γέμισε με  σκισμένα χαρτιά περιτυλίγματος και κορδέλες με φιόγκους, ενώ γέλια ενθουσιασμού ξεσπούσαν κάθε φορά που άνοιγε και κάποιο κουτί. Όλα τα ποντικάκια πήραν καινούρια πουλόβερ και το κάθε ένα, πήρε το παιχνίδι, που είχε ζητήσει. Μια κούκλα που τραγουδάει για την Φρίντα, ένα περιπολικό με πραγματική σειρήνα για τον Φρόντο και ένα μουσικό βιβλίο για τον Φρίξο. Αφού τα ποντικάκια ικανοποιημένα άνοιξαν όλα τα δώρα τους ο Φρόντο έκλεισε το μάτι στη Φρίντα και σκούντιξαν τον Φρόντο που σαν πιο μικρόσωμος που ήταν μπήκε κάτω από τον καναπέ και έβγαλε από κάτω, δύο πακέτα, δώρα για τον μπαμπά και τη μαμά. Η έκπληξη των γονιών ήταν πολύ μεγάλη και η χαρά τους απερίγραπτη. Ο κύριος Ποντικούλης φόρεσε αμέσως το κασκέτο του και δεν το έβγαζε, ας του έλεγε η μαμά πως δεν φοράνε καπέλο μέσα στο σπίτι.. Αλλά και εκείνη συνδύασε κατ' ευθείαν την καρφίτσα, που της χάρισαν με την ζακέτα που φορούσε. 
Και οι δύο γονείς ήταν πολύ συγκινημένοι από τη χειρονομία των μικρών τους και την επόμενη ημέρα, ανήμερα των Χριστουγένων, που μαζεύτηκαν όλοι οι συγγενείς και στήθηκε ένα τεράστιο, εορταστικό τραπέζι, ο κύριος και η κυρία Ποντικούλη δεν σταματούσαν, να μιλούν και να επιδεικνύουν με καμάρι τα δώρα τους. 
Ο Φρίξος και τα αδέλφια του συνέχιζαν να ζουν στη μαγεία των Χριστουγένων, ανταλλάσοντας και άλλα δώρα με τους υπόλοιπους συγγενείς, δοκιμάζοντας γλυκές και αλμυρές λιχουδιές από το χριστουγενιάτικο τραπέζι και παίζοντας ασταμάτητα με τα ξαδέλφια τους. 
Έτσι πέφτωντας το βράδι στα κρεβάτια τους χορτάτα από φαγητό και εξαντλημένα από το παιχνίδι, άρχισαν να ονειρεύονται το γλέντι της Πρωτοχρονιάς, την επόμενη εβδομάδα, κάτι που ο μικρούλης Φρίξος θα ζούσε για πρώτη φορά.




Το παραμύθι της εβδομάδας

Μια φορά κι έναν καιρό
Σε χρόνο πίσω, μακρινό
Σ’ ένα κόσμο παλαιό
Κάπου υπήρχε ένα μικρούλι σπιτικό

Εφτά αδέλφια ζούσανε εκεί
Και στο μικρούλι σπίτι δίνανε ζωή
Έξι κοπέλες σαν δροσοπνοή
Κι ένα αγοράκι, το στερνό τους, ήταν το πουλί

Το σπίτι στεκόταν φωτεινό
Στη μέση  ενός ξέφωτου, ιδιαιτέρως λαμπερό
Γύρω όμως απλώνονταν δάσος φοβερό
Στοιχειωμένο από μαύρο ξωτικό

Το βρωμερό το ξωτικό
Γεμάτο μίσος και θυμό
Την ευτυχισμένη οικογένεια των αδελφών είχε μισήσει
Και την ευτυχία τους προσπάθησε να σταματήσει

Έτσι μια μέρα σκοτεινή
Τα αδέλφια κλέβει απ’ τους γονείς
Και στο στοιχειωμένο δάσος τα πηγαίνει
Για να μην τα βρει κανείς

Οι δόλιοι οι γονείς
Απαρηγόρητοι ήτανε οι δυστυχείς
Ο πατέρας, ο Ύπνος, αν και δεινός πολεμιστής
Στο πένθος είχε βυθιστεί

Κι η μάνα, η Αυγή
Στην κάμαρα τους στέκει μοναχή
Τη θύμηση τους για κρατήσει ζωντανή
Νυχθημερόν δεν παύει να θρηνεί

Το φθονερό το ξωτικό
Τα παιδάκια έκρυψε σε μέρος μυστικό
Στα βάθη του άγριου δάσους, σκοτεινού
Σε φωλιά ανήμερου θεριού

Όμως το κουτό
Το ξωτικό
Δεν ήξερε αυτό
Πως τα παιδάκια ακολουθούσε μαγικό

Καλό κι ευλογημένο μαγικό
Δοσμένο από χέρι καρδιακό
Είθε τα παιδιά όπου πηγαίνουν
Αγάπη, ευτυχία, και χαρά να μεταφέρουν

Η δύναμη που είχανε αυτή
Δυνατότερη γινόταν κάθε εποχή
Λίγο καιρό χρειάστηκε λοιπόν, η μια κόρη
Το θεριό για να μερώσει

Ενώ δεν πέρασε χρόνος πολύς
Το σκοτεινό το δάσος ν’ αραιώσει
Το φως για να νικήσει το σκοτάδι
Και η αγάπη τα κακά τα ξόρκια για να σπάσει

Έτσι τα παιδάκια
Γυρίσανε ξανά
Στης μαμάς και του μπαμπά
Την αγκαλιά

Τόσο ευτυχισμένοι
Ήταν οι γονείς
Που είπαν κάθε μέρα θα ‘χουμε γιορτή
Για κάθε ένα μας παιδί

Την πρώτη μέρα γιόρτασε
Η μεγάλη κόρη, η Κυριακή
Κι ακολουθήσαν η Δευτέρα, η Τρίτη,
Η Τετάρτη, Πέμπτη κι Παρασκευή

Η έβδομη μέρα γιορτή
Ήταν για τα αγόρι
Που Σάββα το λέγανε
Και πιότερο απ’ όλους γλένταγε

Έτσι περνώντας χρόνοι και καιροί
Μπορεί να μην κάνουμε γιορτή
Αλλά ακόμα των αδελφών τιμούμε την επιστροφή
Αφού κάθε μέρα προς τιμή τους, έχει ονομαστεί…


Το Όνειρο Της Παυλίνας Πυραυλίνας

Η Παυλίνα πυραυλίνα, ήθελε να γίνει μπαλαρίνα!
Είχε διαβάσει σε μια εφημερίδα
για μια διάσημη πρίμα - γαρίδα - μπαλαρίνα.

Ενθουσιάστηκε με του χορού τη χάρη
κι ήθελε να χορέψει γύρω απ' το φεγγάρι.
Παρέα μ' ένα πυραυλάκι παλικάρι,
ένα βράδυ πάνω απ' τη Βεγγάλη.

Όμως πότε θα θα 'ρθει η μέρα να πετάξει,
στ' αστέρια για να φτάσει
με τις πιρουέτες της να λάμψει
και την καρδιά του πυραυλάκου της να κάψει;

Ρωτούσε όλα τα παιχνίδια,
τα κουτιά με τα στολίδια, 
τις κασετίνες με μολύβια 
και κάτι κόκκινα πατίνια.

Κοιτάξτε πως στροβιλίζομαι  με νάζι,
εδώ πάνω στο περβάζι..
Σταματήστε τώρα όμως το χάζι
και βοηθήστε με γιατί η επιθυμία μου καλπάζει..

Στον ουρανό ψηλά θέλω να φτάσω
και τ' αστέρια ν' αγκαλιάσω,
να στροβιλιστώ με τους κομήτες
και να χορέψω πάνω σε μετεωρίτες!

Πως και πότε θα τα καταφέρω;
Ανυπομονώ, αλλά δεν ξέρω,
ποιο δρόμο πρέπει, εγώ να πάρω
για το όνειρο μου το μεγάλο.

"Αχ, μωρέ Παυλίνα,
σιγά μη γίνεις μπαλαρίνα,
μόλις βγήκες από τη βιτρίνα,
σε κρύψανε πίσω από μια κουρτίνα..."

Έτσι άγρια της μίλησε η κυρά γιρλάντα,
που ξεχασμένη απ' τις γιορτές
έβλεπε και άκουγε τα πάντα
παρατημένη στο τοίχο σαν λεκές.

Πολύ απογοητεύτηκε η Παυλίνα,
το όνειρο της άφησε, να γίνει μπαλαρίνα,
μόνη της κρύφτηκε πίσω απ' τη κουρτίνα
κι αφέθηκε σε μια ανιαρή ρουτίνα.

Όσο όμως κι αν αδιαφορούσε για καιρό,
το όνειρο της γινότανε πιο δυνατό.
Όταν κοιτούσε ψηλά στον ουρανό
σκεφτόταν μονάχα το χορό.

Ώσπου μια μέρα τελικά,
την πλησίασε μια νταλίκα θαλασσιά: 
"Μικρή, γλυκιά μου πυραυλίνα,
γιατί αφήνεσαι μέσα στην ρουτίνα;

Τα όνειρα σου κυνήγα τα με ζήλο,
για χάρη τους, αξίζει να φας ακόμα και ξύλο!
Μην ακούς των άλλων τις μουρμούρες
κι άφησε τους άλλους στις δικές τους τις χασούρες"

"Εμπρός! λοιπόν, φίλη μας Παυλίνα,
άσε πίσω τις καζούρες
και ξαναπιάσε τις φιγούρες"
τη συμβουλέψανε κι οι σβούρες

Αμέσως, έλαμψαν τα μάτια της Παυλίνας
και ξαναφούντωσε το όνειρο της μικρής μας πυραυλίνας,
καθώς φαντάζονταν τον εαυτό της σε ρόλο πρίμα μπαλαρίνας. 

Και τότε έγινε κάτι μαγικό!
Μια λάμπα, άναψε σε τοίχο διπλανό,
μια λάμπα στρογγυλή,
σαν ολόγιομο φεγγάρι λαμπερή!

Τα πάντα γύρω της 'λάμψαν σαν αστέρια
κι ανάμεσα τους στροβιλίστηκε με απλωμένα χέρια, 
ώσπου στην αγκαλιά έπεσε του Λίνου,
 του αγαπημένου της του πυραυλίνου!!!

Όταν στα όνειρα μας, πιστεύουμε παιδιά, σίγουρα αυτά θα βγουν αληθινά!


Δεν υπάρχουν σχόλια: