4.25.2011

Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΓΑΠΗΘΗΚΕ (Μην εγκαταλείψεις ποτέ το σκυλάκι σου)

1η εßδοµάδα. Σήµερα είµαι ηλικίας µιας εßδοµάδας. Τι χαρά να είµαι µέρος αυτού του Κόσµου!

1 µηνός. Η µαµά µου µε φροντίζει πάρα πολύ καλά. Είναι µια εξαιρετική µητέρα.

2 µηνών. Σήµερα µε χώρισαν από τη µητέρα µας. Ήταν πολύ ανήσυχη και µε τα µάτια της µε χαιρετούσε. Ελπίζω η νέα «ανθρώπινη» οικογένειά µου να µε φροντίζει το ίδιο καλά µε τη µαµά µου.

4 µηνών. Έχω µεγαλώσει πολύ γρήγορα, τα πάντα τραßάνε την προσοχή µου. Υπάρχουν µερικά παιδιά στο σπίτι που µου είναι σαν «µικρά αδερφάκια». Παίζουµε πολύ, τραßάνε την ουρά µου κι εγώ τους δίνω µικρές ψεύτικες δαγκωνιές για πλάκα.

5 µηνών. Σήµερα µου φωνάξανε. Η κυρία µου ήταν πολύ αναστατωµένη επειδή ούρησα µέσα στο σπίτι. Όµως δεν µου είπαν ποτέ πού έπρεπε να το κάνω αυτό.. Επίσης, κοιµάµαι στο χωλ. Στεναχωρήθηκα πολύ γι' αυτό!

8 µηνών. Είµαι ένα πολύ χαρούµενο σκυλί! Έχω τη ζεστασιά ενός σπιτιού, αισθάνοµαι τόσο ασφαλής, τόσο προστατευµένος... Νοµίζω ότι η «ανθρώπινη» οικογένειά µου µε αγαπάει. Η αυλή είναι όλη δική µου και, συχνά, ξεπερνάω τον εαυτό µου, σκάßοντας στο χώµα σαν τους προγόνους µου, τους λύκους, για να κρύψω το φαγητό. Ποτέ δεν δοκιµάζουν να µου µάθουν τίποτε. Τότε θα πρέπει όλα να πηγαίνουν καλά, όλα αυτά τα πράγµατα που κάνω να είναι εντάξει!

12 µηνών. Σήµερα έγινα ενός έτους. Είµαι ένας ενήλικος σκύλος. Όµως τα αφεντικά µου λένε ότι µεγάλωσα πολύ περισσότερο από ότι περίµεναν. Πόσο υπερήφανοι πρέπει να είναι για µένα!

13 µηνών. Σήµερα µε έδεσαν. Σχεδόν δεν µπορούσα να κουνηθώ, να ßρεθώ σε λίγο ήλιο όταν κρυώνω, ή να ßρω λίγη σκιά όταν ο ήλιος ανεßαίνει ψηλά στον ουρανό. Λένε ότι θα µε επιτηρούν και ότι είµαι αχάριστος. Δεν καταλαßαίνω τίποτε απ' όσα µου συµßαίνουν.

15 µηνών. Όλα έχουν αλλάξει τώρα... Με κρατάνε συνέχεια κλειδωµένο στη ßεράντα. Αισθάνοµαι πολύ µόνος. Η «ανθρώπινη» οικογένειά µου δεν µε θέλει πια. Μερικές φορές ξεχνάνε ότι διψάω και πεινάω. Όταν ßρέχει, δεν έχω µια στέγη πάνω από το κεφάλι µου..

16 µηνών. Σήµερα µε έßγαλαν από τη ßεράντα. Ήµουνα σίγουρος ότι η «ανθρώπινη» οικογένειά µου µε είχε συγχωρέσει. Ήµουν τόσο χαρούµενός που χοροπήδαγα από ενθουσιασµό. Η ουρά µου κουνιόταν σαν τρελή. Επιπλέον, πίστεψα ότι θα µε πήγαιναν ßόλτα! Κατευθυνθήκαµε προς τον αυτοκινητόδροµο, και άξαφνα, σταµάτησαν το αυτοκίνητο, άνοιξαν την πόρτα και εγώ ßγήκα έξω, χαρούµενος, γιατί σκεπτόµουν ότι θα περνάγαµε τη µέρα µας στην εξοχή. Δεν καταλαßαίνω γιατί έκλεισαν την πόρτα κι έφυγαν. «Ακούστε, περιµένετε!» - γάßγισα. Με ξέχασαν... Έτρεξα πίσω από το αυτοκίνητο µε όλη τη δύναµή µου. Η αγωνία µου µεγάλωνε καθώς άρχισα να καταλαßαίνω, ενώ δεν µπορούσα να αναπνεύσω από το λαχάνιασµα και αυτοί δεν σταµατούσαν, ότι µε είχαν εγκαταλείψει!

17 µηνών. Έψαχνα µάταια να ßρω το δρόµο για να γυρίσω σπίτι. Είµαι µόνος και αισθάνοµαι χαµένος. Στις περιπλανήσεις µου, συναντάω µερικούς ανθρώπους µε καλή καρδιά που µε κοιτάνε µε θλίψη και µου δίνουν λίγο φαγητό. Τους ευχαριστώ µε τα µάτια µου, από τα ßάθη της ψυχής µου. Εύχοµαι να µε υιοθετούσαν. Θα ήµουνα τόσο πιστός όσο κανένας άλλος σκύλος! Όµως, αυτοί απλά λένε: «καηµένο σκυλάκι, πρέπει να έχει χαθεί».

18 µηνών. Πριν από µερικές ηµέρες, πέρασα από ένα σχολείο και είδα πολλά παιδιά µικρά και µεγαλύτερα σαν τα «µικρά µου αδερφάκια». Πλησίασα περισσότερο και µια οµάδα από τα µικρότερα παιδιά, γελώντας, µου πέταξαν πολλές πέτρες, απλά για να δούνε «ποιος σηµαδεύει καλύτερα». Μια από αυτές τις πέτρες µε χτύπησε στο µάτι και, έκτοτε, δεν µπορώ να δω καθόλου µε αυτό το µάτι.

19 µηνών. Είναι απίστευτο. Όταν είχα καλύτερη όψη, οι άνθρωποι µε λυπόντουσαν. Τώρα είµαι πολύ αδύνατος και αδύναµος και η όψη µου είναι απαίσια. Έχω χάσει το ένα µου µάτι και οι άνθρωποι µε διώχνουν µε τις σκούπες όταν προσπαθώ να ξεκουραστώ σε κάποια σκιά.

20 µηνών. Κινούµαι µε εξαιρετικά µεγάλη δυσκολία. Σήµερα, ενώ προσπαθούσα να περάσω το δρόµο, µε χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Βρισκόµουνα στη ζώνη των πεζών για να περάσω το δρόµο, όµως ποτέ δεν θα ξεχάσω το γεµάτο ικανοποίηση ßλέµµα του οδηγού, που έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του που µε πάτησε. Εύχοµαι να µε είχε σκοτώσει! Όµως, απλά µου προκάλεσε εξάρθρωση στα πίσω µου πόδια! Ο πόνος ήταν ανυπόφορος! Τα πόδια µου δεν µε υπακούνε και µόλις µε τεράστια δυσκολία µπόρεσα να συρθώ στο γκαζόν στην άκρη του δρόµου. Επί δέκα µέρες έχω µείνει εκτεθειµένος στον ήλιο που καίει, στη δυνατή ßροχή, στο κρύο, χωρίς φαγητό. Δεν µπορώ πλέον να κουνηθώ. Ο πόνος είναι ανυπόφορος. Βρίσκοµαι σε ένα πολύ υγρό µέρος, και φαίνεται ότι ακόµη και το τρίχωµά µου µαδάει. Κάποιοι περαστικοί ούτε καν µε προσέχουν, άλλοι λένε: «µην πλησιάζεις».
Είµαι σχεδόν αναίσθητος, όµως, µια ελάχιστη δύναµη από τα ßάθη του σώµατός µου µε αναγκάζει να ανοίξω τα µάτια µου.. Η γλυκύτητα στη φωνή της µε έκανε να αντιδράσω. «Καηµένο µου σκυλάκι, κοίτα πώς σε έχουν αφήσει», έλεγε.. Μαζί µε την γυναίκα ήταν ένας άντρας µε λευκή ποδιά που µε ακούµπησε και είπε: «Λυπάµαι, κυρία µου, αλλά αυτός ο σκύλος δεν θα τα καταφέρει. Είναι καλύτερα να τον ßοηθήσουµε να ßγει από αυτόν τον πόνο και τη δυστυχία». Η ευγενική κυρία, µε δάκρυα να τρέχουν ποτάµι στα µάγουλά της, συµφώνησε. Όσο καλύτερα µπορούσα, κούνησα την ουρά µου και την ευχαρίστησα, µε τα µάτια µου, για τη ßοήθειά της να αναπαυθώ ειρηνικά και ήρεµα.
Ενώ αισθανόµουν το ελαφρύ τσίµπηµα της ßελόνας, πριν από αυτόν τον µακρύ ύπνο, η τελευταία µου σκέψη ήταν: «γιατί έπρεπε να γεννηθώ, αφού δεν µε ήθελε κανείς;».

3.31.2011

"Shayday!"

 
Σε ένα δείπνο, για φιλανθρωπικό σκοπό, ενός σχολείου για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ο πατέρας ενός αυτιστικού παιδιού διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που δεν θα την ξεχάσει κανείς απο όσους την άκουσαν εκείνη τη μέρα.
Μετά την τελετή, έκανε μια ερώτηση.
"Όταν η φύση δεν παρεμποδίζεται απο εξωτερικές επιρροές, όλα γίνονται τέλεια.
Ακόμα ο γιος μου, ο Shay, δεν μπορεί να μάθει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Δεν μπορεί να καταλάβει τα πράγματα όπως τα άλλα παιδιά. Πού είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων στο γιο μου;"
Όλοι στην αίθουσα αναρωτιόνταν σιωπηλά και γεμάτοι απορία.
Ο πατέρας συνέχισε.
"Όταν ένα παιδί σαν τον Shay που είναι πνευματικά ανάπηρο, έρχεται στη ζωή, η ευκαιρία να καταλάβεις την αληθινή ανθρώπινη φύση είναι, το πώς οι υπόλοιποι άνθρωποι θα συμπεριφερθούν σ' αυτό το παιδί."
Και αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, που θα σας παρακαλέσω θερμά να διαβάσετε μέχρι το τέλος της..
Ο Shay κι εγώ, περάσαμε έξω απο ένα πάρκο, όπου κάποια αγόρια που γνώριζαν τον Shay, έπαιζαν μπέιζμπολ.
Ο Shay με ρώτησε, "μπαμπά, νομίζεις ότι θα μ' αφήσουν να παίξω μαζί τους;"
Εγώ ήξερα ότι τα περισσότερα αγόρια, δεν θα ήθελαν κάποιον σαν τον Shay στην ομάδα τους.
Μα ήξερα, και καταλάβαινα σαν πατέρας, ότι αν του δινόταν η ευκαιρία να παίξει, θα του έδινε πολύ μεγάλη χαρά και επίσης ένα αναγκαίο αίσθημα ένταξης, μαζί με κάποια εμπιστοσύνη που θα γινόταν αποδεκτός από τα άλλα παιδιά, παρά την αναπηρία του.
Πλησίασα λοιπόν ένα απο τα παιδιά, και το ρώτησα χωρίς βέβαια να περιμένω και πολλά, αν ο Shay θα μπορούσε να παίξει μαζί τους.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του σαν να ζητούσε κάποια υποστήριξη, μα στο τέλος απάντησε, "χάνουμε έξι γύρους, και το παιχνίδι είναι στον όγδοο γύρο. Γιατί όχι, μπορεί να παίξει στην δική μας ομάδα, και θα προσπαθήσουμε να τον βάλουμε να παίξει στον επόμενο γύρο, να αποκρούσει τις βολές αν το θέλει.
Ο Shay πήγε με δυσκολία μέχρι τον πάγκο της ομάδας, για να φορέσει την μπλούζα της ομάδος. Τον παρακολουθούσα με μάτια δακρυσμένα και μια θέρμη στην καρδιά μου.
Τα αγόρια της ομάδας, είδαν την χαρά μου, που τον αποδέχτηκαν στην ομάδα τους.
Στο τέλος του όγδοου γύρου, η ομάδα του Shay νικούσε μερικούς πόντους, αλά ήταν ακόμη πίσω τρείς πόντους για να κερδίσουν τον γύρο.
Στην αρχή του ένατου γύρου, ο Shay έβαλε το γάντι και έπαιξε δεξιά στο γήπεδο.
Αν και οι μπαλιές δεν ήρθαν προς την κατεύθυνσή του, έδειχνε ενθουσιασμένος, δείχνοντας την χαρά του, και μόνο που βρισκόταν εκεί, χτυπώντας όλο χαρά τα χεράκια του.
Το χαμόγελό του ήταν απο το ένα αυτί στο άλλο, όταν με κοίταζε που τον χαιρετούσα απο την εξέδρα.
Προς το τέλος του ένατου γύρου, η ομάδα του Shay πήρε κι άλλους πόντους.
Με δύο παίκτες έξω, και τρείς έξω απο την βάση, οι πιθανότητες να κερδίσει γύρους, ήταν κοντά στην βάση, και ο Shay καθορίστηκε σαν ο επόμενος για να αποκρούσει τις βολές.
Σ' αυτό το κρίσιμο σημείο, αναρωτήθηκα αν θα αφήσουν τον Shay να δοκιμάσει να αποκρούσει, και να χάσουν τις πιθανότητες να κερδίσουν το παιχνίδι.
Για μεγάλη μου έκπληξη, ...τον άφησαν!
Όλοι γνωρίζανε ότι ήταν αδύνατον να χτυπήσει ο Shay την μπάλα, τη στιγμή που δεν ξέρει καν, πώς να κρατήσει κατάλληλα το ρόπαλο, πόσο μάλλον να στοχεύσει την μπάλα.
Εντούτοις, ο Shay πήρε θέση.
Ο αντίπαλος παίχτης, που πετάει την μπάλα, αναγνώρισε ότι η ομάδα του Shay έβαλε την νίκη του παιχνιδιού σε δεύτερη μοίρα, για να δώσουν την ευκαιρία στο παιδί αυτό, να χαρεί αυτήν τη στιγμή, γι αυτό και ήρθε πιο κοντά, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να τα καταφέρει ρίχνοντας την μπάλα απαλά στον Shay.
Στην πρώτη προσπάθεια, ο Shay κούνησε αδέξια το ρόπαλο και αστόχησε.
Ο αντίπαλος παίκτης, ήρθε ακόμη πιο κοντά του λίγα βήματα, για να του πετάξει ακόμη πιο απαλά την μπάλα. Ο Shay κούνησε πάλι αδέξια το ρόπαλο, μα αυτή τη φορά βρήκε τυχαία την μπάλα, στέλνοντάς την πολύ κοντά, και μάλιστα σε έναν αντίπαλο.
Το παιχνίδι τώρα, κανονικά θα είχε τελειώσει.
Ο αντίπαλος όμως, σήκωσε την μπάλα, και, ενώ θα μπορούσε να την πετάξει στην πρώτη βάση, βγάζοντας τον Shay έξω απο το παιχνίδι, πέταξε επίτηδες την μπάλα πολύ ψηλά, πάνω απο το κεφάλι του συμπαίκτη του, και μακρυά κι απο τους άλλους συμπαίκτες του.
Όλοι στις εξέδρες, και απο τις δύο ομάδες, άρχισαν να φωνάζουν, "Shay τρέξε στην πρώτη βάση, τρέξε, τρέξε..."
Ποτέ στη ζωή του ο Shay δεν έτρεξε τόσο μακρυά, μα έφτασε στην πρώτη βάση γεμάτος ενθουσιασμό και με ορθάνοιχτα απο χαρά μάτια, κοιτώντας γύρω του απορημένα και σαστισμένα, να καταλάβει τι άλλο πρέπει τώρα να κάνει...
Η εξέδρα συνέχισε τότε, "Shay, τρέξε στη δεύτερη βάση, Shay τρέξε..τρέξε.."
Με την ανάσα κομμένη και άτσαλα, έτρεξε προς τη δεύτερη βάση. Μέχρι όμως να φτάσει ο Shay στη δεύτερη βάση, ο δεξιός αντίπαλος είχε ήδη πιάσει την μπάλα.
Ήταν ο μικρότερος της αντίπαλης ομάδας, και είχε πλέον όλη την ευκαιρία, να γίνει ο ήρωας της ομάδας του.
Θα μπορούσε να πετάξει την μπάλα στον συμπαίκτη της δεύτερης βάσης, όπου θα έβγαζε έξω τον Shay, μα κατάλαβε τις προθέσεις του συμπαίκτη του που έριχνε τις βολές, και την έριξε ψηλά, πρός τον συμπαίκτη της τρίτης βάσης.
Ο Shay έτρεξε πρός την τρίτη βάση σαν ξετρελαμένος, καθώς οι παίκτες της ομάδας του
έτρεξαν κι εκείνοι προς τη βάση.
Όλοι φωνάζαμε, "Shay, Shay, Shay!!!"
Ο Shay έφτασε στην τρίτη βάση, αλά με την κρυφή βοήθεια του αντίπαλου παίχτη της τρίτης βάσης, ο οποίος σταμάτησε να τρέχει να προλάβει την μπάλα, για να δείξει στον Shay την σωστή κατεύθυνση, το πού ήταν η τρίτη βάση, λέγοντάς του "απο δώ, απο δώ Shay.."
Καθώς ο Shay πέρασε απο την τρίτη, τα αγόρια και των δύο ομάδων και οι θεατές στις εξέδρες, ξεσηκώθηκαν φωνάζοντας "Shay, τρέξε στη βάση ένα τώρα, τρέξε στη βάση ένα.."
Ο Shay έφτασε στη βάση, πάτησε στον βατήρα, κερδίζοντας το παιχνίδι, και όλοι τον ζητωκραύγασαν σαν τον ήρωα, που βοήθησε να νικήσει η ομάδα.
Εκείνη την ημέρα, συνέχισε με δάκρυα ο πατέρας, τα αγόρια και απο τις δύο ομάδες, και ο κόσμος στις εξέδρες, βοήθησαν να φέρουν ένα κομμάτι αληθινής αγάπης και ανθρωπιάς σ' αυτόν τον κόσμο, να δώσουν χαρά σε μια ψυχούλα, που τόσο την λαχταρούσε και που τόσο την είχε ανάγκη.
Ο Shay δεν τα κατάφερε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέθανε εκείνο τον χειμώνα, χωρίς όμως να ξεχάσει ποτέ, πώς ήταν ο "ήρωας" που με έκανε τόσο χαρούμενο εκείνη την ημέρα, και την χαρά που έδωσε στην μητέρα του, και που με δάκρυα αγκάλιασε τον μικρό της ήρωα σαν πήγαμε σπίτι.

Τόσες πολλές, φαινομενικά τετριμμένες αλληλεπιδράσεις μεταξύ δύο ανθρώπων, μας δίνουν μια επιλογή:
Περνάμε κατά μήκος ενός μικρού σπινθήρα αγάπης και ανθρωπιάς;
ή παραβλέπουμε κάθε ευκαιρία, αφήνοντας αυτόν τον κόσμο ακόμη πιό κρύο;
Ένας σοφός είπε κάποτε, "κάθε κοινωνία κρίνεται, από το πώς μεταχειρίζεται τους πιό αδύναμους ανάμεσά της"

Να έχεις μια χαρούμενη ημέρα, να έχεις μια "Shayday!"

...και, χαμογέλα!!!...μας παρακολουθούν παιδιά.

1.12.2011

Οι περιπέτειες του Φρίξου Ποντικούλη - Ο Φρίξος Ποντικούλης και τα Χριστούγενα

Ο Φρίξος Ποντικούλης είναι ένα μικρούλι ποντικάκι που ζει με τους γονείς του τον κύριο και την κυρία Ποντικούλη και τα μεγαλύτερα αδέλφια του Φρόντο και Φρίντα, σε μια παλιά μπότα. 

 Ο μικρούλης Φρίξος ήταν πολύ ανυπόμονος περιμένοντας τα Χριστούγενα. Εδώ και δύο έβδομάδες, είχαν στολίσει το χριστουγενιάτικο δέντρο και η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν πολύ εορταστική. Ολόκληρη η γαλότσα στην οποία έμενε η οικογένεια Ποντικούλη φωτίζονταν από τα λαμπάκια του δέντρου και οι κατακόκκινες μπάλες που το στόλιζαν, λαμπίριζαν μαγευτικά, σκορπίζοντας μια κοκκινωπή λάμψη παντού. Ήταν όλα τόσο όμορφα!
Η παραμυθένια εικόνα συμπληρώνονταν με τις ευωδιές που γέμιζε η γαλότσα, σχεδόν κάθε απόγευμα που έφτιαχνε η κυρία Ποντικούλη και κάποιο γλυκό. Το μεγάλο τραπέζι στην τραπεζαρία είχε γεμίσει με κουραμπιέδες και μελομακάρονα, αλλά η αγαπημένη πιατέλα του Φρίξου ήταν αυτή με τα Χριστουγενιάτικα μπισκότα, που είχε φτιάξει με τον μπαμπά τον κύριο Ποντικούλη και τα αδέλφια του Φρόντο και Φρίντα, ένα απόγευμα γυρίζοντας από το σχολείο. Ω! τι παιχνίδι ήταν αυτό! Μάλωναν για το ποιός θα πρωτορίξει τα υλικά στην λεκάνη που ζύμωνε ο μπαμπάς και μετά ανταγωνίζονταν για το ποιός θα δώσει το πιο όμορφο σχήμα στα μπισκότα του. Τέλος οι μικρές ποντικοφατσούλες περίμεναν ανυπόμονα, αλλά φρόνιμα, μπροστά στον φούρνο  να ψηθούν. Το παιχνίδι όμως συνεχίστηκε και μετά, που κάθησε όλη η οικογένεια για να στολίσει τα μπισκοτάκια. Τα βουτούσαν σε λιωμένη σοκολάτα και σε χρωματιστά ζαχαρωτά. Όλα τα μπισκοτάκια είχαν γίνει πεντανόστιμα και τέλεια διακοσμιμένα σαν παιχνίδια.
Αυτό όμως που τραβούσε περισσότερο την προσοχή πλέον, ήταν τα δώρα που είχαν αρχίσει να παίρνουν τη θέση τους κάτω από το δέντρο από την προηγούμενη ημέρα. Θέλεις λίγο τα διάφορα μεγέθη των κουτιών, λίγο τα χρωματιστά περιτυλίγματα και οι κορδέλες πάνω τους, είχαν μια ιδιαίτερη λάμψη και μαγνήτιζαν τα τρία αδελφάκια. Η περιέργια τους όλο και μεγάλωνε, αλλά η κυρία Ποντικούλη δεν άφηνε κανέναν να τα αγγίξει και αυτό τα έκανε ακόμα πιο μαγευτικά... Όταν τα μικρά προσπαθούσαν να αποσπάσουν πληροφορίες και ρωτούσαν τι ήταν όλα αυτά, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: "άδεια κουτιά που θα τα γεμίσει ο Άγιος Βασίλης".
Έτσι τα τρία αδέφια αποφάσισαν την παραμονή των Χριστουγένων να μείνουν ξύπνια και να περιμένουν τον Άγιο Βασίλη. Το πρωί της παραμονής, αφού επέστρεψαν από τη βόλτα που έκαναν στη γειτονιά, σε φίλους και συγγενείς για να πουν τα κάλαντα, πήραν ένα πιάτο και έβαλαν τα κεράσματα που συγκέντρωσαν, για να τα προσφέρουν στον Άγιο Βασίλη. Στο κέντρο έβαλαν ένα μεγάλο μπισκότο στο σχήμα του Άγιου Βασίλη, ζωγραφισμένο με ζαχαρωτά. Όλη την ημέρα ήταν ανυπόμονα και τα δώρα που θα έπαιρναν ήταν το κεντρικό θέμα στις συζυτήσεις τους. Όμως το βράδι μετά το χορταστικό, εορταστικό δείπνο της οικογένειας, με πλούσια σαλάτα, διάφορα τυριά - που είναι το αγαπημένο τους σνακ - και βεβαίως την παραδοσιακή γαλοπούλα, είχαν αρχίσει να νυστάζουν. Αρνούνταν όμως πεισματικά να πάνε στα κρεβάτια τους. Έτσι η κυρία Ποντικούλη, έβαλε και τα τρία μικρά της στον καναπέ, δίπλα στο δέντρο και τα σκέπασε με μια ζεστή κουβερτούλα, αφήνοντας τα ....κοιμισμένα ...να περιμένουν τον Άγιο Βασίλη. 
Είχαν αποκοιμηθεί για τα καλα, όταν ακούστηκε ένας θόρυβος από καμπανάκια που κουδούνιζαν. Ο Φρίξος πρώτος άνοιξε τα ματάκια του και είδε τον μπαμπά του να σκύβει από πάνω τους και να τους λέει να σηκωθούν, γιατί είχε περάσει ο Άγιος Βασίληςκαι είχει γεμίσει τα κουτιά κάτω από το δέντρο με δώρα. Και τα τρία ποντικάκια πετάχτηκαν στο λεπτό, κοίταξαν γύρω τους, όμως δεν είδαν τον Άγιο Βασίλη και απογοητευμένα είπαν πως δεν ήρθε τελικά, όμως  η μαμά τους έδειξε πως το πιάτο με τα κεράσματα είχε αδειάσει και είχει απομείνει μισοφαγομένο το μεγάλο μπισκότο. Ικανοποιημένα που ο Άγιος Βασίλης είχε ευχαριστηθεί με την προσφορά τους, κάθησαν γύρω από το δέντρο και άρχισαν να ανοίγουν τα δώρα τους. 
Όλος ο κόσμος γέμισε με  σκισμένα χαρτιά περιτυλίγματος και κορδέλες με φιόγκους, ενώ γέλια ενθουσιασμού ξεσπούσαν κάθε φορά που άνοιγε και κάποιο κουτί. Όλα τα ποντικάκια πήραν καινούρια πουλόβερ και το κάθε ένα, πήρε το παιχνίδι, που είχε ζητήσει. Μια κούκλα που τραγουδάει για την Φρίντα, ένα περιπολικό με πραγματική σειρήνα για τον Φρόντο και ένα μουσικό βιβλίο για τον Φρίξο. Αφού τα ποντικάκια ικανοποιημένα άνοιξαν όλα τα δώρα τους ο Φρόντο έκλεισε το μάτι στη Φρίντα και σκούντιξαν τον Φρόντο που σαν πιο μικρόσωμος που ήταν μπήκε κάτω από τον καναπέ και έβγαλε από κάτω, δύο πακέτα, δώρα για τον μπαμπά και τη μαμά. Η έκπληξη των γονιών ήταν πολύ μεγάλη και η χαρά τους απερίγραπτη. Ο κύριος Ποντικούλης φόρεσε αμέσως το κασκέτο του και δεν το έβγαζε, ας του έλεγε η μαμά πως δεν φοράνε καπέλο μέσα στο σπίτι.. Αλλά και εκείνη συνδύασε κατ' ευθείαν την καρφίτσα, που της χάρισαν με την ζακέτα που φορούσε. 
Και οι δύο γονείς ήταν πολύ συγκινημένοι από τη χειρονομία των μικρών τους και την επόμενη ημέρα, ανήμερα των Χριστουγένων, που μαζεύτηκαν όλοι οι συγγενείς και στήθηκε ένα τεράστιο, εορταστικό τραπέζι, ο κύριος και η κυρία Ποντικούλη δεν σταματούσαν, να μιλούν και να επιδεικνύουν με καμάρι τα δώρα τους. 
Ο Φρίξος και τα αδέλφια του συνέχιζαν να ζουν στη μαγεία των Χριστουγένων, ανταλλάσοντας και άλλα δώρα με τους υπόλοιπους συγγενείς, δοκιμάζοντας γλυκές και αλμυρές λιχουδιές από το χριστουγενιάτικο τραπέζι και παίζοντας ασταμάτητα με τα ξαδέλφια τους. 
Έτσι πέφτωντας το βράδι στα κρεβάτια τους χορτάτα από φαγητό και εξαντλημένα από το παιχνίδι, άρχισαν να ονειρεύονται το γλέντι της Πρωτοχρονιάς, την επόμενη εβδομάδα, κάτι που ο μικρούλης Φρίξος θα ζούσε για πρώτη φορά.