12.26.2013

Για να ξαναονειρευτούμε τον κομμουνισμό


Ένα βιβλίο που μιλάει στη γλώσσα των παιδιών, για πράγματα που οι μεγάλοι αρνούμαστε να καταλάβουμε, γιατί μας έχουν μάθει να αδιαφορούμε και να τα φοβόμαστε. Τα παιδιά όμως δεν πρέπει να σταματήσουν να ονειρεύονται αυτόν τον καλύτερο κόσμο! 
Μεταφέρουμε αυτούσια την συνέντευξη που παραχώρησε η συγγραφέας Μπίνι Αντάμτσακ στη Σοφία Κουσιάντζα από τα Ενθέματα

 Σχέδια της Μπίνι Άνταμτσακ, από το βιβλίο
συνέντευξη της Μπίνι Αντάμτσακ στη Σοφία Κουσιάντζα

ΣΧΈΔΙΑ ΤΗΣ ΜΠΊΝΙ ΆΝΤΑΜΤΣΑΚ, ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ
Μια ιστορία για παιδιά, 
εικονογραφημένη από τη συγγραφέα, που μιλάει για τον κομμουνισμό. Μια ιστορία όπου η συγγραφέας χρησιμοποιεί για τα πάντα θηλυκό γένος. Το Κομμουνισμός. Μια μικρή ιστορία για το πώς επιτέλους θα αλλάξουν όλα της Μπίνι Αντάμτσακ κυκλοφόρησε στα ελληνικά το καλοκαίρι (εκδόσεις νήσος)Η Αντάμτσακ γεννήθηκε το 1979, σπούδασε φιλοσοφία, είναι περφόρμερ και εικαστικός και ζει στο Βερολίνο. Ζητήσαμε από τη φίλη και μεταφράστρια του βιβλίου, Σοφία Κουσιάντζα, μια συνέντευξη με την Μπ. Αντάμτσακ. Την ευχαριστούμε θερμά, όπως και τη συγγραφέα, για την προθυμία και την ανταπόκριση.



ΣΧΈΔΙΑ ΤΗΣ ΜΠΊΝΙ ΆΝΤΑΜΤΣΑΚ, ΑΠΌ ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ
Πότε έγραψες το βιβλίο και με ποιο κίνητρο;
Το 2003 οργανώθηκε στη Φραγκφούρτη ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο «indeterminate! kommunismus». Λίγο πριν είχα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο για τα νεανικά χειρόγραφα του Μαρξ και σκόπευα να γράψω μια εργασία για το πώς αντιλαμβάνεται και πώς περιγράφει ο Μαρξ τον κομμουνισμό. Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει ότι ο Μαρξ είχε επίτηδες σιωπήσει επ’ αυτού. Ωστόσο, από τη μελέτη του έργου του προκύπτει ότι υπάρχουν διάσπαρτες σε κείμενά του συμβουλές για το πώς θα μπορούσε ή πώς θα έπρεπε να είναι μια κομμουνιστική κοινωνία — από τα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα έως την Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Όταν όμως έκατσα να γράψω την εργασία, μπλόκαρα. Κι ένα πρωί, έπειτα από μια μακριά νύχτα που δεν είχα καταφέρει να γράψω ούτε μια αράδα, it struck me: για τον κομμουνισμό δεν μπορείς να γράψεις σε γλώσσα επιστημονική. Για τον κομμουνισμό, το όνειρο μιας διαφορετικής, καλύτερης ζωής, δεν μπορείς να γράψεις χωρίς λαχτάρα.
Μετά έγιναν όλα πολύ γρήγορα, αφού το γράψιμο ανοίγει την όρεξη. Καθώς έγραφα γελούσα συχνά, όπως και οι φίλες μου που τους διάβαζα το κείμενο. Η παιδική γλώσσα επιτέλεσε το σκοπό της: σε μια εποχή όπου είχε πεθάνει η ελπίδα για την κοινωνική προοπτική που είχε συνδεθεί με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, μια εποχή που η τάξη πραγμάτων είχε επιβεβαιωθεί άλλη μια φορά μετά τις 11/9, το τέχνασμα με την παιδική γλώσσα έδωσε ξανά τόπο στο όνειρο. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έλεγε ότι ο κομμουνισμός είναι το εύκολο που είναι δύσκολο να το κάνεις. Το 2003 απείχαμε πάρα πολύ απ’ το να είναι εφικτός ο κομμουνισμός, εμένα όμως με ενδιέφερε να τον ξανακάνω προσιτό στη φαντασία. Ο κομμουνισμός ήταν λοιπόν τώρα το εύκολο που ήταν εύκολο να το επιθυμείς.
 Φοβήθηκες ότι η παιδική γλώσσα απλοποιεί το περιεχόμενο ή αφήνει απέξω σημαντικές λεπτομέρειες;
Ο κίνδυνος αυτός υπάρχει, και τον είχα συνειδητοποιήσει απολύτως. Έχω μεγαλώσει κι η ίδια με παιδικά βιβλία κοινωνικής κριτικής, που εξηγούσαν στα παιδιά τις κοινωνικές ανισότητες στις σχέσεις των τάξεων και των φύλων. Η δεκαετία του ’70 υπήρξε στον τομέα αυτό πολύ γόνιμη –αντιαυταρχική εκπαίδευση, Σάμερχιλ κ.λπ.–, και στα χέρια μου έφταναν παιδικά βιβλία και από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Μερικά από αυτά προσωποποιούν τις κοινωνικές σχέσεις. Λόγου χάρη, ένα εικονογραφημένο βιβλίο με την ιστορία των γιγάντων και των νάνων: οι νάνοι αντιπροσώπευαν τις εργάτριες, οι γίγαντες ήταν οι τεμπέλες καπιταλίστριες. Οι σχέσεις στον καπιταλισμό παρουσιάζονταν έτσι ως έκφραση δόλιων προθέσεων των κακών, τεμπέληδων ανθρώπων, τσιγκούνηδων και εξουσιομανών, που στα παραμύθια είχαν την εικόνα που τους ταίριαζε: ήταν άσχημοι.
 Η μακρά παράδοση της προσωποποιημένης κριτικής ενάντια στον καπιταλισμό συχνά παίρνει αντισημιτικά χαρακτηριστικά: πίσω από το αόριστο κεφάλαιο κρύβεται μια συνωμοσία Εβραίων, κυρίως τραπεζιτριών, που απομυζούν τις τίμιες εργάτριες και επιχειρηματίες. Είναι μια παράδοση πολύ ισχυρή στη Γερμανία, αλλά όχι μόνο: τη συνάντησα πρόσφατα στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό θεωρούσα σημαντικό να εξηγήσω το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, γι’ αυτό έβαλα στο κέντρο της αφήγησης την πραγμοποίηση. Στο παιδικό μου βιβλίο δεν υπάρχουν κακά υποκείμενα. Ακόμη και οι υπεύθυνες κατσαρόλας (η γραφειοκρατική ελίτ του «υπαρκτού σοσιαλισμού»), ακόμη και τα εργοστάσια έχουν διάφορες πλευρές, έχουν αισθήματα, καμιά φορά κλαίνε κιόλας. Φυσικά, το βιβλίο συντομεύει πολλά πράγματα, πολλά δεν τα θίγει πραγματικά (το χρήμα, τις ταξικές σχέσεις, το κράτος), άλλα δεν αναφέρονται καν (τα σύνορα, ο πόλεμος κ.λπ.), όμως το ίδιο δεν θα συνέβαινε και μ’ έναν βαρύ θεωρητικό τόμο;!
 Το βιβλίο είναι γραμμένο σε παιδική γλώσσα, πρόκειται όμως στ’ αλήθεια για παιδικό βιβλίο;
 Το διαβάζουν και παιδιά και έφηβες. Έχω λάβει γράμματα από εννιάχρονες και έχω φίλες που το διαβάζουν ή το δίνουν στα παιδιά τους (ένα κεφάλαιο κάθε βράδυ), μόλις αρχίζουν να τους κάνουν τις δύσκολες ερωτήσεις: Μαμά, τι θα πει καπιταλισμός; Γιατί πρέπει να δουλεύεις; Τι είναι η κρίση; Στις δημόσιες παρουσιάσεις του βιβλίου συναντάς όμως κυρίως νεαρές ενήλικες, που δεν είναι εντελώς αποστασιοποιημένες από την παιδική γλώσσα: τη θυμούνται, την απολαμβάνουν, χαμογελάνε, γελάνε.
  Γιατί τα πάντα στο βιβλίο είναι σε θηλυκό γένος;
 Όταν οι συγγραφείς χρησιμοποιούν μόνο το αρσενικό γένος, σπάνια τους ρωτάνε γιατί. Κι αν τους ρωτήσουν, απαντάνε: «Μα σε όλους αναφερόμαστε». Ας πούμε λοιπόν κι εμείς το ίδιο: Αναφερόμαστε σε όλες τις αναγνώστριες, ακόμη και σ’ αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως άντρες. Το θηλυκό γένος, μια απολύτως ηθελημένη και στρατηγική φεμινιστική γενίκευση, δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε για τις σχέσεις των φύλων χωρίς να τις θεματοποιούμε και να πρέπει να αναφερθούμε ευθέως σε αυτές.

Για σένα ο κομμουνισμός είναι προορισμός ή δρόμος; Κι αν είναι δρόμος, κατεύθυνση, τότε προς τα πού;
Είναι παραπλανητικό να μιλάμε για «έναν» κομμουνισμό. Στην ιστορία έχουν υπάρξει ένα σωρό ορισμοί, εικόνες, αντιλήψεις, ιδεώδη, πλάνα για κομμουνιστικά μοντέλα. Σε κάθε εποχή υπάρχουν διάφορες ομάδες που θέλουν διαφορετικά πράγματα ή απλώς φέρνουν στο προσκήνιο διαφορετικές πλευρές του ίδιου πράγματος: Τι έχει μεγαλύτερη σημασία, η κατάργηση της φτώχειας ή η αυτοδιαχείριση της παραγωγής; Να αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος ή να μειωθούν οι ώρες εργασίας; Ως ένα βαθμό, τα διάφορα μοντέλα του κομμουνισμού εντάσσονται σε μια ιστορική κατάταξη: στο Πέτρογκραντ το 1917 το κατάλαβαν αυτό πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στο Παρίσι το 1968. Είναι όμως λάθος να διαβάσουμε εδώ μια γραμμική εξέλιξη προς την πρόοδο — προς την κατεύθυνση μιας πιο ολοκληρωμένης εκδοχής του κομμουνισμού. Και είναι σίγουρο ότι και οι σημερινές και οι μελλοντικές απόπειρες να υπερβούμε την καπιταλιστική κοινωνία έχουν χρέος να αποτιμήσουν όλες τις προηγούμενες, για να μην επαναλάβουν τα λάθη τους, γιατί είναι βαριά αυτή η κληρονομιά.
 Εδώ δεν έχουμε μια θετική, αλλά μια αρνητική θεώρηση: τι δεν είναι ο κομμουνισμός, πώς δεν πρέπει να τον βλέπουμε. Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά, να ονοματίσουμε μερικά θεμελιώδη στοιχεία μιας κομμουνιστικής κοινωνίας;
Έχεις δίκιο, είναι πολύ ισχυρή η παράδοση της άρνησης, κυρίως δε στον μαρξισμό, ο οποίος ως ένα βαθμό την ανήγαγε σε κανονικό δόγμα, διατυπωμένο σαν «εικονομαχία». Στο βιβλίο δουλεύω πολύ μ’ αυτή την παράδοση, με τη μορφή της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, προσπαθώ όμως παράλληλα να πάω πέρα από αυτήν, με τη μορφή μιας εμμενούς κριτικής και με αναπάντεχη στήριξη από τον Αντόρνο (έναν από τους πιο επιφανείς υποστηρικτές της «εικονομαχίας»). Ελευθεριακοί όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, αλλά και κριτικοί μαρξιστές όπως ο Καρλ Κορς έχουν πει πριν από εκατό χρόνια ότι αποτελεί μεγάλο πρόβλημα να ορίζουν οι κομμουνίστριες τον κομμουνισμό μόνο αρνητικά: κατάργηση της ιδιοκτησίας, μαρασμός του κράτους και της οικογένειας, κατάργηση του νόμου της αξίας, τερματισμός της εκμετάλλευσης κ.λπ. Ακούγοντάς τα αυτά, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάτι χειροπιαστό.
 Έπειτα, δεν υπάρχει κριτήριο για να μετρήσουμε αν μια πολιτική είναι πραγματικά επαναστατική, δεν έχουμε κοινή εικόνα για το τι εννοούμε με τον κομμουνισμό. Κάθε ορισμός είναι αμφιλεγόμενος. Είναι δύσκολος, είναι όμως και αναγκαίος.
Δεν απάντησες όμως στην ερώτησή μου: Πώς θα όριζες τον κομμουνισμό; Ή μήπως μπορούμε να τον ορίσουμε θετικά μόνο αν έχουμε πραγματώσει πρώτα την άρνηση;
Θα ήταν μοιραίο να περιμένουμε την πραγμάτωση της άρνησης. Αφενός η αντίθετη θέση δεν προκύπτει αυτόματα, αφετέρου τότε είναι πια πολύ αργά. Η αντίληψη ότι ένα κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πρώτα να καταλάβει την εξουσία κι έπειτα να σκεφτεί τι θα την κάνει έχει απαξιωθεί ιστορικά με τον χειρότερο τρόπο. Κατέληξε στην κρατική τρομοκρατία. Έτσι, διάλεξα μία από τις τρεις δυνατότητες που θεωρώ ότι υπάρχουν ώστε να προσεγγίσουμε μια θετική εικόνα του κομμουνισμού: την κριτική αντιπαράθεση με τα ως τώρα μοντέλα και απόπειρες. Μια άλλη δυνατότητα είναι να εξετάσουμε τα κινήματα που στον παρόντα χρόνο δείχνουν έναν δρόμο πέρα από τις απόπειρες του παρελθόντος — σπέρματα ενός χειραφετητικού μέλλοντος. Παραδέχομαι όμως απολύτως και τη δυνατότητα να λέμε απλώς αυθόρμητα τι μας ενοχλεί σήμερα και τι θέλουμε: μια ριζοσπαστική πολιτική της επιθυμίας σε πρώτο πρόσωπο.
Με δεδομένη τη βαριά ιστορία του κομμουνισμού, ποια θα ήταν, κατά τη γνώμη σου, η ειδοποιός διαφορά ενός πραγματικά χειραφετητικού κομμουνιστικού κινήματος σήμερα;
Ας δοκιμάσουμε ένα μείγμα: δεν μπορούμε πλέον να ονομάζουμε κομμουνιστικό κίνημα την κατάσταση κατά την οποία ένα κόμμα, και μάλιστα ιεραρχικό, αυταρχικό, κατακτά την κρατική εξουσία και, με την πεποίθηση ότι επιδιώκει το καλύτερο για τους ανθρώπους, προωθεί την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην εικόνα αυτή οι άνθρωποι εμφανίζονται μόνο ως καταναλώτριες με εκπροσώπηση, όχι ως δρώντα υποκείμενα που παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Η λενινιστική και σταλινική θέση ότι ο καλός σκοπός νομιμοποιεί τα κακά μέσα έχει αντικρουστεί από την ίδια την Ιστορία: στην πραγματικότητα, τα κακά μέσα έχουν απονομιμοποιήσει τον καλό σκοπό, και γι’ αυτό θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε τις αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα του κομμουνιστικού κινήματος: συντονισμός των πρωτοβουλιών από τα κάτω, όπου οι άνθρωποι έχουν οι ίδιοι λόγο στη ζωή τους. Όχι όμως ως μεμονωμένα άτομα, που ασκούν αρνητικά την ελευθερία τους εναντίον αλλήλων, αλλά ως άτομα που συνεργάζονται και συνδέονται μεταξύ τους.
Το τελευταίο είναι και το δίδαγμα που μπορούμε να αντλήσουμε από το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1968. Ενώ το παγκόσμιο επαναστατικό κύμα του 1917 επικεντρώθηκε στην κρατική εξουσία και την ισότητα και επέφερε το αρνητικό παρεπόμενο της ομογενοποίησης και της ολοποίησης το κίνημα του 1968 επικεντρώθηκε στο υποκείμενο και την ελευθερία. Και στις δύο περιπτώσεις ξεχάστηκε πολύ γρήγορα αυτό που θέλω να επαναφέρω σήμερα στο επίκεντρο: η αλληλεγγύη. Δεν πρόκειται για τη μεταβολή του μεγάλου Όλου ούτε για τη δημιουργία του καινούργιου ανθρώπου, αλλά για την αλλαγή της συνθήκης, τη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης. Ενωμένοι σε μια τέτοια συνύπαρξη, οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν, σε μεγάλο βαθμό, μόνοι τους την ιστορία τους: να τι θα πει κομμουνισμός, λόγου χάρη.
 Στη Γερμανία ακούμε συχνά ότι η χώρα στέκεται «καλά» μέσα στην κρίση. Το ακούμε τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά. Για την Αριστερά αυτός είναι ο λόγος που πολύ δύσκολα κινητοποιείται ο κόσμος. Για τους συντηρητικούς αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Μέρκελ τα έκανε όλα σωστά· το αποδεικνύει, εξάλλου και το 41,5% στις πρόσφατες εκλογές.
Ο εθνικισμός ήταν πάντα ένα από τα πιο επικίνδυνα δηλητήρια για την Αριστερά. Κόντεψε να την ξετινάξει το 1914 (με την ψήφιση των πολεμικών δαπανών) και το 1939 (με το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν). Μια από τις ωραίες φράσεις για τις κομμουνίστρες λέει ότι δεν έχουν πατρίδα. Η συμπόνια και η αλληλεγγύη τους δεν γνωρίζει κρατικά σύνορα. Ωστόσο, η κατασκευή του έθνους έχει πολύ ισχυρή επίδραση, κι αυτό το βλέπουμε όταν ακούμε την Αριστερά στη Γερμανία να λέει: «Εμείς μια χαρά είμαστε». Εμείς; Εμείς οι Ευρωπαίες; Εμείς οι εργαζόμενες; Εμείς που δεν κατέχουμε τα μέσα παραγωγής;
Ήμουν πρόσφατα στη Μασσαλία και είδα από κοντά τις καταστροφικές συνέπειες που έχει και εκεί το γερμανικό μοντέλο. Οι συνδικαλίστριες μας είπαν: τα ΜΜΕ προβάλλουν συνέχεια τα γερμανικά συνδικάτα ως πρότυπο, λένε ότι είναι σοβαρά, εχέφρονα, ανοιχτά σε συμβιβασμούς. Οι εργάτριες του κατειλημμένου εργοστασίου τσαγιού fralib μας είπαν ότι τούς κοπανάνε συνέχεια πόσο χαμηλοί είναι οι μισθοί (και πόσο υψηλή η παραγωγικότητα) στη Γερμανία. Πήγαμε σε μια διαδήλωση ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων που αποφάσισε η κυβέρνηση Ολάντ, η οποία έχει για πρότυπο το γερμανικό μοντέλο και την πολιτική της Τρόικας στην Ελλάδα. Ο εθνικιστικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση εταιριών, τον οποίο διαρκώς υποστηρίζουν και αναπαράγουν τα γερμανικά συνδικάτα και οι εργαζόμενοι στη Γερμανία, έχει καταστροφικές επιπτώσεις τόσο στην αλληλεγγύη όσο και στην ευημερία των ανθρώπων.

Κώστας Μάγος

1. Παραμύθι = Ψέμα;
1.      Ψέματα και αλήθειες μαζί, δεμένα αρμονικά, όπως οι πέτρες και το χώμα στην τοιχοποιία των παλιών αρχοντικών, που έχεις την αίσθηση ότι υπήρχαν από πάντα και θα υπάρχουν για πάντα.
2
       2. Τι είναι για εσάς το παραμύθι;

2.      Το παραμύθι είναι σύντροφος στις χαρές και τις λύπες, φώς στο σκοτάδι και σκοτάδι στο ψεύτικο φως, είναι ελπίδα και βάσανο, πόνος και παρηγοριά.


2.    3. Τα παραμύθια αφορούν τα παιδιά ή τους ενήλικες;
3.      Παιδιά και ενήλικες. Τα παραμύθια είναι γέφυρες που ενώνουν τις ηλικίες, δένουν τις γενιές, βοηθούν τον ενήλικο να ανακαλύψει ότι δεν παύει να είναι μαζί και παιδί και προετοιμάζουν το παιδί για τα δύσκολα μονοπάτια της ενηλικιότητας.

3.    4. Παραμύθια Vs TV/ Internet (ή αλλιώς το παραμύθι στον σύγχρονο τρόπο ζωής) 
4.      Το παραμύθι δεν είναι εχθρός της τηλεόρασης ούτε του internet, γιατί ως ένα από τα παλαιότερα κειμενικά είδη στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Εξάλλου, εντελώς διαφορετική είναι η λειτουργία του κάθε είδους στην ανθρώπινη ψυχή. Μακάρι ο σύγχρονος τρόπος ζωής να χάριζε στα παιδιά, όσο απλόχερα χαρίζει την πρόσβαση σε τηλεόραση και internet, τη δυνατότητα να γνωρίσουν και να αγαπήσουν τα παραμύθια.

2.    5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;
5.      Δύσκολη ερώτηση. Αλλά αν θα έπρεπε να πω κάποιο παραμύθι που λάτρεψα σαν παιδί (και συνεχίζω να λατρεύω) είναι ο εγωιστής γίγαντας.

       6. Με ποιον ήρωα παραμυθιού ταυτιζόσασταν όταν ήσασταν μικρός;
6.      Επειδή ως παιδί ήμουν μικρόσωμος, μάλλον για λόγους ενίσχυσης της παιδικής αυτοπεποίθησης μου, ένας από τους ήρωες που ταυτιζόμουν ήταν ο Κοντορεβιθούλης.

        7. Αφιερώστε ένα παραμύθι στο Mommy's Fairytales και τους αναγνώστες του.
7.      Σας αφιερώνω το λαϊκό παραμύθι «Ο ποντικός και η θυγατέρα του» το οποίο το συναντάμε σε αρκετές διαφορετικές παραλλαγές σε πολλές χώρες του κόσμου.  Είναι η ιστορία ενός ποντικού που προσπαθεί να βρει γαμπρό για την κόρη του! Πέρα από όλες τις άλλες αρετές του παραμυθιού, αν στο πρόσωπο της ποντικίνας  προβάλλουμε τη σημερινή Ελλάδα θα βγάλουμε πολύτιμα συμπεράσματα!
1.      

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΥΛΟΥ


1. Παραμύθι = Ψέμα;
Βέβαία! Το παραμύθι είναι ψέμα. Προσοχή όμως δεν είναι ψέμα σαν το αυτό που τρώμε τη μαρμελάδα και μετά λεμε "δεν την έφαγα εγώ". Όχι! Αυτά είναι ψέματα που δεν λένε την αλήθεια. Τα παραμύθια είναι ψέματα που λένε αλήθεια! Μεγάλες αλήθειες λένε. Κι αν σ΄αρέσουν και τα πιστεύεις γίνονται και πραγματικότητα. Είναι αλλιώτικα ψέματα, ξεχωριστά, γι' αυτό και δεν τα γιορτάζουμε πρωταπριλιά μαζί με τα άλλα ψέματα, αλλά μια μέρα μετά στις 2 Απριλίου!

2. Τι είναι για εσάς το παραμύθι;
Παραμύθι είναι ο τρόπος που έχουμε να ντύνουμε την πραγματικότητα άλλες φορές για να την κάνουμε πιο όμορφη και εμπνευστική κι άλλες φορές απλώς για να την αντέχουμε. Παραμύθι είναι ο τρόπος μας να αφήνουμε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, να ζούμε πολλές ζωές να ταξιδεύουμε σε πολλούς διαφορετικούς κόσμους και να γυρνάμε πάντα λίγο πιο σοφοί πίσω στον δικό μας. Παραμύθι είναι ένα μέρος για να κρύβουμε ό,τι αγαπάμε να μην χαθεί ή να μην ξεχαστεί. 

3. Τα παραμύθια αφορούν τα παιδιά ή τους ενήλικες;
Τα παραμύθια αφορούν όσους πιστεύουν σ' αυτά. Ξέρω και παιδιά και ενήλικες. Τα παιδιά τα χρειάζονται για να κοιμούνται. Οι μεγάλοι συνήθως για να ξυπνούν.

4. Παραμύθια Vs TV/ Internet (ή αλλιώς το παραμύθι στον σύγχρονο τρόπο ζωής)
Η τηλεόραση, το internet και ό,τι άλλο μας προκύψει στο μέλλον δεν είναι παρά μέσα για να λέμε κι άλλα παραμύθια. Αρκεί να φροντίζουμε να τα αξιοποιούμε όχι για να φτιάξουμε πιο "εύκολα" παραμύθια αλλά για να πετύχουμε πιο δύσκολους στόχους, να επινοήσουμε νέους τρόπους αφήγησης, νέα εργαλεία για να φτάνουν οι ιστορίες μας σε όλο και περισσότερα παιδιά. Το έντυπο βιβλίο το αγαπήσαμε πολύ όσο τίποτε και μας ανησυχεί που μοιάζει να εγκαταλείπεται σιγά σιγά. Οι ιστορίες όμως δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν, γιατί δεν φτιάχνονται ούτε φτιάχνονταν ποτέ από χαρτί. Τα υλικά τους είναι οι ήρωες, τα πάθη, τα ταξίδια και οι περιπέτειες.

5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;
Το Παραμύθι με τα χρώματα του Αλέξη Κυριτσόπουλου. Είναι ο δικός μου ορισμός του παιδικού βιβλίου.

6. Με ποιον ήρωα παραμυθιού ταυτιζόσασταν όταν ήσασταν μικρός;
Παραμύθι δεν το λες, αλλά ταυτιζόμουν πολύ με τον Κιμ του Κίπλινγκ, τον "μικρό φίλο όλου του κόσμου".

7. Αφιερώστε ένα παραμύθι στο Mommy's Fairytales και τους αναγνώστες του.
Δικό μου ή άλλου; Λοιπόν σας αφιερώνω τους εφευρέτες αριθμών του Τζιάνι Ροντάρι και τις Καλές και Κακές Μάγισσές μου, που όπου να 'ναι κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος με εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή!

12.25.2013

Σοφία Λεμονίδου


Ο μικρός μου "ζλουπιτάκος" ήταν τυχερός και έγινε δεκτός πέρσι στο 1ο Νηπιαγωγείο Ταύρου, ως  προνήπιο. Μεγάλη τύχη με τις συνθήκες στη παιδεία σήμερα που όλες οι παροχές μειώνονται.  Μεγαλύτερη όμως τύχη, γιατί τον υποδέχτηκαν δύο πολύ άξιες παιδαγωγοί, που τον αγκάλιασαν και τον φρόντισαν με αγάπη, προσφέροντας του τα πρώτα και βασικά εφόδια για την είσοδο του στην κοινωνία που τον περιμένει.

Έχω την τιμή να φιλοξενώ σήμερα στο blogάκι μου την μια από τις δύο, την κυρία Σοφία μας (Σοφία Λεμονίδου), την δασκάλα που παθαίνει μαζί με τα παιδιά "οξεία μαρκαδορίαση" ζωγραφίζοντας, που ζωντάνεψε στη τάξη τις "Ιστορίες του Παππού Αριστοφάνη" του Δημήτρη Ποταμίτη, κάνοντας τον μικρό μου να μου θυμίσει και εμένα τα παιδικά μου χρόνια και κυρίως που υποστηρίζοντας την δανειστική βιβλιοθήκη του νηπιαγωγείου, προσφέροντας πολύ καλές επιλογές βιβλίων, συχνά και από τη δική της συλλογή, ταξιδεύει, διδάσκει και διασκεδάζει τα παιδιά μας.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υποστήριξη της στο Mommy's Fairytales, για την γενικότερη βοήθεια στην οικογένεια μας και την φροντίδα στο "ζλουπιτάκι" μου!

Δείτε περισσότερα για την αγαπημένη μας δασκάλα και τι απάντησε στις παραμυθοερωτήσεις του Mommy's Fairytales:




Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1967.Τελείωσα τη σχολή Νηπιαγωγών Αθήνας το ΄87. Η

μαμά μου είναι από την Κεφαλονιά και τα καλοκαίρια μου τα περνούσα στο νησί. Είμαι

παντρεμένη κι έχω 2 γιους. Εργάζομαι 22 χρόνια περίπου στο χώρο της προσχολικής

αγωγής και στον ιδιωτικό τομέα και στο δημόσιο. Νοιώθω πολύ τυχερή στη ζωή μου γιατί

δύο από τις αγάπες μου, τα παιδιά και τα βιβλία έγιναν το αντικείμενο της εργασίας μου.

Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα να πηγαίνεις στη δουλειά σου με χαμόγελο κάθε πρωί.

Πιστεύω στην δύναμη της ομαδικότητας, της συνεργασίας και στην αλληλεγγύη

ανάμεσα στους ανθρώπους. Ονειρεύομαι ένα κόσμο πιο δίκαιο για όλους, αλλά πιο

πολύ ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου τα παιδιά θα έχουν τη θέση που τους αξίζει κι όχι

αριθμοί στα κομπιουτεράκια των πολυεθνικών με σκοπό το κέρδος ή χώρος απόρριψης

πολιτιστικών σκουπιδιών των ενηλίκων. Γιατί τα παιδιά είναι η μόνη κοινωνική ομάδα που

δεν έχει φωνή να διεκδικήσει τα δικαιώματα της. Πρέπει να γίνουμε εμείς η φωνή τους.



1. Παραμύθι = Ψέμα;

"Σαν το σιτάρι σπέρνεται στον κόσμο η αλήθεια 

Kι απ’ τον καθάριο σπόρο της φυτρώνουν παραμύθια. 

Καλότυχος όποιος μπορεί τα στάχυα να θερίσει 

Kαι το σιτάρι απ’ τ’ άχυρο καλά να ξεχωρίσει. 

Για τον μικρό τον κόπο του μεγάλο κέρδος μένει: 

Όλη η αλήθεια που θα βρει στα ψέματα κρυμμένη!"


 Γεώργιος Δροσίνης, Παιδικά παραμύθια 

 Χωρίς να έχω αναρωτηθεί ποτέ γι΄αυτό, έχω την εντύπωση ότι το παραμύθι δεν 

κινείται ούτε αποκλειστικά στο πεδίο του ψέματος αλλά ούτε και στης αλήθειας. Είναι 

στο μετέωρο πεδίο ανάμεσά τους. Ανάμεσα στον πλαστό χώρο και στον χώρο της 

πραγματικότητας. Εμπεριέχει και τα δυο.

 Ο παραμυθιακός λόγος συνδυάζει στοιχεία φανταστικά, εξωπραγματικά από τη μια 

πλευρά αλλά και εξαρτάται από πραγματικές καταστάσεις, από την ηλικία του παραμυθά, το 

φύλο του τον τόπο που μεγάλωσε και τις παραδόσεις του, την επαγγελματική του κατάσταση, 

το μορφωτικό του επίπεδο, τις θρησκευτικές του αντιλήψεις.

 Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι πραγματεύεται (υποσυνείδητα) ανθρώπινα 

προβλήματα καθολικής ισχύος.

 Εδώ πρέπει να ξεχωρίσω λίγο τον τρόπο που προσλαμβάνουν τα παιδιά τα 

παραμύθια.

Τα παιδιά δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από την φαντασία. Γι΄αυτά όλες 

οι ιστορίες που ακούνε θα μπορούσαν να είναι σκηνές από την πραγματική ζωή. Αυτός είναι 

κι ο λόγος επίσης, που μετά από την αφήγηση η αγαπημένη τους δραστηριότητα είναι η 

δραματοποίηση του παραμυθιού. Το ζουν στην κυριολεξία. 


2. Τι είναι για εσάς το παραμύθι;

 Τι είναι το παραμύθι για μένα; Σαν νηπιαγωγός το παραμύθι είναι ένα από τα πιο βασικά 

εργαλεία της δουλειάς μου. Ξέρω ότι διδάσκει, ψυχαγωγεί, θεραπεύει. Εξάπτει τη φαντασία.

 Είναι μια δράση που απελευθερώνει εντάσεις από το ασυνείδητο,  αποκαθιστά αδικίες, 

εκπληρώνει όνειρα.

Είναι μια μορφή επικοινωνίας μηνυμάτων. Προάγει την ανάπτυξη του "Εγώ" των παιδιών , 

που βρίσκεται υπο εξέλιξη, χωρίς διδακτισμούς. Συμβάλλει στην ανάπτυξη της γλωσσικής 

καλλιέργειας, της νόησης, του συναισθήματος, της βούλησης. Βοηθάει τα παιδιά να 

αποκτήσουν θάρρος, υπομονή, σοφία (τα συναντούμε στα περισσότερα παραμύθια).

 Είναι τόσα πράγματα κι άλλα τόσα, όμως το πιο σημαντικό για μένα σαν άνθρωπος, 

είναι αυτά τα μεγάλα παιδικά μάτια καρφωμένα πάνω μου που πολλές φορές γλαρώνουν και 

βιάζονται να φτιάξουν το δικό τους παραμύθι με υλικά του ονείρου. Είναι τα πολλά "γιατί κυρία;"

Είναι χρώματα από παιδικές ζωγραφιές και φωνούλες που φωνάζουν:"-Να το παίξουμε τώρα;"

Είναι μια μεγάλη αγκαλιά με ένα λούτρινο αρκουδάκι μια κρύα ημέρα του χειμώνα.

 Τώρα όσο αφορά εμένα σαν αποδέκτη, όπως όταν διαβάζω ένα μυθιστόρημα ή 

παρακουλουθώ μια ταινία, τα παραμύθια.. τι να πω, είναι μαγικά ταξίδια, αυτό τα λέει όλα 

νομίζω.


3. Τα παραμύθια αφορούν τα παιδιά ή τους ενήλικες;

 Αφορούν και τους δύο. Παραμύθι δεν είναι το βιβλίο της λογοτεχνίας που ξεκουράζεται 

δίπλα στο κρεβάτι μας; Παραμύθι δεν είναι η ταινία στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση 

που πολλές φορές την σκεφτόμαστε για ημέρες; Παραμύθι δεν είναι το σύγχρονο ηλεκτρονικό 

παιχνίδι που μέσω αλληλεπίδρασης συμμετέχει και διαμορφώνει ο ενήλικας;

Εξάλλου τα παραμύθια ας μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησαν για ενήλικες. Για να μεταδώσουν και να 

διαφυλάξουν την εμπειρία και την σοφία των παλαιότερων γενεών και να την μεταδώσουν 

στις νεότερες. Με την επικράτηση του ορθολογισμού, ειδικά στις δυτικές κοινωνίες τα 

παραμύθια παραγκωνίστηκαν απαξιώθηκαν και υποβιβάστηκαν σε ιστοριούλες για μικρά 

παιδιά .

 Για τα παιδιά είναι βασικό εργαλείο της ανάπτυξης τους ενώ για εμάς λειτουργούν 

διαφορετικά μας βοηθούν να ξεφεύγουμε από την (οδυνηρή πολλές φορές ) πραγματικότητα 

και να ονειρευόμαστε ένα καλύτερο κόσμο και γιατί όχι, τρόπους να τον αλλάξουμε.

Η φαντασία στην εξουσία ήταν ένα από τα βασικά συνθήματα του Μάη του ΄68. Επίσης ας 

σκεφτούμε για μια στιγμή γιατί η φαντασία είναι εκείνο το ανθρώπινο χαρακτηριστικό που 

πολεμιέται περισσότερο από κάθε είδους εξουσία; Μήπως πρέπει να την κρατήσουμε πάση 

θυσία ζωντανή;


 4. Παραμύθια Vs TV/ Internet (ή αλλιώς το παραμύθι στον σύγχρονο τρόπο ζωής) 
 Παρόλο που λατρεύω τα βιβλία, αγαπώ πολύ και την τεχνολογία και πιστεύω πως τα παραμύθια 

συνεχίζουν να ζουν και μέσα στις οθόνες των υπολογιστών και των τηλεοράσεων, απλώς με άλλη 

μορφή πιο σύγχρονη. Η πρόσβαση στις διάφορες μορφές και είδη παραμυθιού έγινε πιο εύκολη και 

πιο οικονομική πολλές φορές .Αρκεί να ψάξεις…..(σε ένα τέτοιο blog γράφω αυτή τη στιγμή) 

 Οι προβληματισμοί μου είναι σε δύο σημεία: 

Στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο ο θεατής δεν έχει περιθώριο να ονειρευτεί, να αξιοποιήσει 

την φαντασία του και να πλάσει με το νου του τις δικές του εικόνες.

Η φαντασία στην οθόνη είναι αποτέλεσμα της άποψης του σκηνοθέτη, του μακιγιέρ, των εφέ. Για 

παράδειγμα όταν ακούω την λέξη Χιονάτη μου έρχεται αμέσως στο μυαλό η μαυρομαλλούσα 

με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά και τα φουσκωτά μανίκια του Disney. Ακόμη κι έτσι όμως η 

ατμόσφαιρα, η μουσική, τα πρόσωπα, η κίνηση και όλο αυτό το ζωντάνεμα των παραμυθιών με 

μαγεύει.

Τώρα όσο αφορά τα παιδιά χρήστες του ίντερνετ με προβληματίζει η υπερβολική ενασχόληση 

τους που τα απομονώνει από το φιλικό και οικογενειακό περιβάλλον. Επιπλέον ασκούνται στην 

εικονική βία και την επιθετικότητα δεν καλλιεργούν την γλώσσα και χάνουν την αμεσότητα της 

επικοινωνίας. Αλλά όπως έλεγαν οι αρχαίοι «παν μέτρον άριστον».


5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;

Δύσκολη ερώτηση για έναν άνθρωπο που διαβάζει παραμύθια πολλά χρόνια στη ζωή του και μάλιστα 

σε δύσκολους ακροατές όπως τα παιδιά. Πολλά παραμύθια μου άρεσαν κατά καιρούς να διαβάζω και 

πάντα αγαπούσα και διάβαζα αυτά που έβλεπα ότι μάγευαν τα παιδιά. Παρόλα αυτά το βιβλίο που 

πάντα με συγκινεί με την απλότητα του και τα βαθιά νοήματα του είναι «το δέντρο που έδινε» Του 

Σελ Σιλβερστάιν και αντιγράφω από ένα ιστολόγιο (musicheaven, φτάσε όπου δεν μπορείς) λίγα λόγια 

γι΄αυτό που πραγματικά το αντιπροσωπεύουν:

«Η μηλιά ή το δέντρο της ζωής. Ένα δέντρο και ένας άνθρωπος. Ή μήπως η φύση και η 

ανθρωπότητα; Η ζωή, ο θάνατος, η απώλεια …Ο εγωισμός, η γενναιοδωρία, οι σχέσεις των 

ανθρώπων! Η υστεροβουλία, η απληστία, η θυσία, η παντοτινή προσφορά! Αλλά κυρίως η αγνή, η 

απεριόριστη, η ανιδιοτελής, η άνευ όρων Αγάπη!»


6. Με ποιον ήρωα παραμυθιού ταυτιζόσασταν όταν ήσασταν μικρή;

Μεγάλωσα με Αίσωπο, Άντερσεν και Ιούλιο Βερν. Συνέχεια διάβαζα. Ήταν (και είναι) η ξεκούρασή 

μου ,το καταφύγιο μου στα δύσκολα, στα δυσάρεστα, στα ξένοιαστα, στα σύνθετα και τα απλά. 

Πραγματικά όμως δεν θυμάμαι να ταυτιζόμουν με κάποιον ήρωα ή ηρωίδα όταν ήμουν μικρή. 

Ρωτώντας τη μητέρα μου πήρα την ίδια απάντηση. Με κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Πάντα 

όμως επηρεαζόμουν από ιδέες και συναισθήματα. Ταυτιζόμουν με τις καταστάσεις. Ήθελα να 

παίρνω το μέρος του γενναίου, του καλού, του δίκαιου και καμιά φορά της όμορφης και τυχερής 

βασιλοπούλας (στις πολύ μικρές ηλικίες, γιατί μεγαλώνοντας ανακάλυψα τον φεμινισμό). 


7. Αφιερώστε ένα παραμύθι στο Mommy's Fairytales και τους αναγνώστες του.

 Μιας και γράφω σε blog που ασχολείται με τη λαϊκή μας παράδοση, σας αφιερώνω με πολύ αγάπη 

τον Σιμιγδαλένιο, ένα λαϊκό παραμύθι.




Ο Σιμιγδαλένιος 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια δυχατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει –δεν 

ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον– κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια 

μέρα: «Πατέρα, να πας να μου πάρεις ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι 

ζάχαρη.»

 Πήγε ο πατέρας της και της τα πήρε. Κλειδώθηκε αυτή σε μια κάμαρη. Είπε: «Εγώ θα κλειδωθώ σε 

μια κάμαρα σαράντα μέρες και να μη με γυρέψετε ντιπ.»

 Κλειδώθηκε σε μια κάμαρη, έσπασε τα μύγδαλα, τα καθάρισε, τα ετοίμασε ούλα, έπιασε και ζύμωσε 

το σιμιγδάλι, τα μύγδαλα και τη ζάχαρη και ιστόρησε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφκιασε, κάθισε στο 

κεφάλι του, τον λιβάνιζε κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου;»

 Αυτά τα ’κανε σαράντα μέρες κι έκλαιε. Στις σαράντα μέρες, της λέει αυτός: «Αχ! τι γλυκά 

κοιμόμουνα και με ξύπνησες!». Άφησε αυτή αμέσως τα κλάματα κι είχε γέλια και χαρές. Ανοίγει τις 

πόρτες και βγαίνει αυτός όξω. «Νά, λέει, πατέρα, ποιόνα θα πάρω, κι όχι κείνον που μου δίνεις». Χαρά 

ο πατέρας της, η μάνα της! Πήγαν να κόψουν τα νυφικά, να ’τοιμαστούν, να κάμουνε το γάμο. 

Ετοιμαστήκανε, ράψανε τα ρούχα του γαμπρού, της νύφης, καλέσανε τον κόσμο, κάνανε το γάμο, 

γλεντήσανε.

 Τ’ ακούει ο άλλος βασιλέας, πως του τάδε βασιλέα η δυχατέρα έκαμε ένα σιμιγδαλένιο και τον πήρε 

άντρα, το μαθαίνει κι η δυχατέρα του αυτουνού, και πέφτει στα μαύρα πανιά να πεθάνει. Ήθελε αυτή 

το Σιμιγδαλένιο για άντρα. Της λέγαν η μάνα της κι ο πατέρας της: «Πού να τον βρούμε; Τον έχει 

κείνη, που τον έχει».

 Αρρώστησε η δυχατέρα του απ’ τον καημό της. Τι να κάμει ο πατέρας της; Συνεννοήθηκε με τη 

γυναίκα του και είπαν: «Να κάμουμε, γυναίκα, μια φρεγάδα, να την αρματώσουμε και να τη 

φορτώσουμε χρυσαφικά, γυαλικά, διάφορα».

 Κάμανε τη φρεγάδα. Είπανε στο πλήρωμα: «Να πάτε να φουντάρετε αποκάτω απ’ το σπίτι, που ’ναι ο 

Σιμιγδαλένιος. Και να βάνετε άνθρωπο να παραφυλάει. Μόλις ανεβεί απάνω ο Σιμιγδαλένιος, να 

σκωθείτε στα πανιά, να φύγετε αμέσως. Να προσέξετε να μη σας πάρουνε χαμπάρι».

 Φόρτωσε η φρεγάδα, σκώθηκε, έφυγε, πήγε, φουντάρησε αποκάτω απ’ το παλάτι του Σιμιγδαλένιου. 

Ξυπνάν το πρωί οι δούλες, τη βλέπουν, πάνε μέσα στην κυρά τους, λένε: «Αχ! κυρά, ήρθε μια φρεγάδα 

και πάει όλος ο κόσμος μέσα και ψωνίζει. Έχει διάφορα χρυσά πράματα μέσα, γυαλικά!». Λέει αυτή τ’ 

αντρού της: «Δεν πας, Σιμιγδαλένιε μου, και συ να πάρεις; –Τι τα θέλουμε, λέει, εμείς; Εμείς έχουμε. –

Απ’ αυτά, λέει, θέλω να πάρεις». Δεν πήγε αυτός. Ξαναπάν οι δούλες. Του ξαναλέει αυτή: «Να πας, 

Σιμιγδαλένιε μου, να πάρεις γυαλικά. –Καλά, λέει, πηγαίνω». Σκώνεται ο Σιμιγδαλένιος, πάει, φωνάζει 

τη βάρκα απ’ τη φρεγάδα. Είπανε από μέσα απ’ τη φρεγάδα: «Φωνάζει ο Σιμιγδαλένιος». Στείλανε τη 

βάρκα την καλή όξω. Βγήκε η βάρκα η καλή όξω, λέει: «Τι αγαπάς; –Έχετε, λέει, πράματα καλά να 

ψωνίσω; –Παραπάνω από καλά, λένε». Τον πήρανε το Σιμιγδαλένιο μέσα. Με έξι κουπιά η βάρκα. 

Μόλις πάει μέσα, σκώθηκε η φρεγάδα στα πανιά, πάει στη δουλειά της. Τον πήρανε το Σιμιγδαλένιο, 

τον πήγανε στο παλάτι τ’ αλλουνού του βασιλιά. Τον πήγαν απάνω, του δίνει ένα νερό η βασιλοπούλα 

και πίνει, κι αστόχησε τη γυναίκα του. Κάθισε κει. Τον πήρε άντρα της αυτή.

 Ας αφήσουμε τώρα το Σιμιγδαλένιο με τη δεύτερη τη γυναίκα του και ας πάμε στην πρώτη.

 Η πρώτη η γυναίκα του, σαν ήρθε το μεσημέρι, και δεν ήρθε ο Σιμιγδαλένιος να φάει, λέει: «Πού είναι 

ο Σιμιγδαλένιος; Στη φρεγάδα; –Έφυγε. –Πού πάει; –Ο Κύριος ξέρει». Άρχισε τα κλάματα η γυναίκα 

του κι έκλαιε. Λέει ο πατέρας της: «Παιδάκι μου, μην κλαις. –Να μην κλαίω; Τον άντρα μ’ θέλω. –Μα 

πού να τόνε βρούμε; Ας μη τον έστελνες να σου πάρει γυαλικά. –Εγώ, λέει, πατέρα, θα φύγω. –Μα πού 

θα πας, παιδάκι μου; –Θα φύγω» λέει. Σηκώθηκε κι έφυγε.

 Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Μέρες, μερόνυχτα γυρίζει. Γίνηκε αγνώριστη. Στο δρόμο, που 

πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα· με τα βυζιά της πάνιζε, με τα βυζιά της φούρνιζε. «Α!, λέει, θεια, τι ’ναι 

αυτά;» Πιάνει αυτή, της κάνει φτυάρι, της φκιάνει πανόξυλο. «Να, λέει, θεια, έτσι πανίζουν και 

φουρνίζουν. –Ο Θεός, λέει, παιδάκι μου, να στο πληρώσει το καλό που μου ’καμες. –Τι καλό, λέει, να 

με πληρώσει ο Θεός; Να με γιατρέψεις θεια. –Τι γιατρειά, να σε κάμω; –Ποια είσαι συ, λέει. –Εγώ 

είμαι μάνα κι έχω τον ήλιο γιο. –Α! λέει, θεια, να καθίσω να του πω για το Σιμιγδαλένιο. –Ου! λέει 

αυτή. Να καθίσεις; Θα σε φάει. –Ας καθίσω, λέει, θεια. Κρύψε με να του πω κι εγώ τον πόνο μου. –Ου! 

λέει. Πού να σε κρύψω; Έχω τόπο;» Άρχισε η μέρα μάζευε, έγειρε ο ήλιος. «Άντε, λέει, να φύγεις. 

Θα ’ρθει ο ήλιος, να σε φάει. –Κρύψε με, λέει, θεια. Κάμ’ ένα καλό, να με κρύψεις». Έκλαιε αυτή, την 

λυπήθηκε, σηκώνει τη σκούπα, την έκρυψε αποκάτω.

 Βασίλεψε ο ήλιος. Σηκώθηκε, πήγε στη μάνα του. «Καλησπέρα, σταυρομάνα. –Καλησπέρα. –Κάπου 

δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει, λέει ο ήλιος. –Πού να τη βρω, λέει, εγώ την ανθρώπινη 

ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός να μην το δώσει, μάνα, λέει αυτός».

 Κατέβασε η μάνα του το ρακοκάζανο, του ’βανε ψωμιά, φαγιά, έφαγε. Του λέει: «Παιδάκι μ’ πεινάς 

άλλο; Θέλεις να φας; –Όχι, λέει, δεν πεινώ. –Σα δε πεινάς, λέει, να βγει μια, να σου πει τον καημό της. 

Βγες, λέει, και συ παιδάκι μ’, να πεις τον καημό σου». Βγήκε αυτή, λέει:



 Ήλιε μου, λαμπρέ λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε, 

 εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, 

 μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;



 – Πού να τον ιδώ, χριστιανή μου, εγώ; Να πας στο φεγγάρι, που γυρίζει όλη νύχτα. Εγώ το πρωί 

βγαίνω, το βράδυ έρχομαι. Άντε λέει, μάνα, φίλεψέ την κι ένα καρύδι». Της έδωκε αυτή ένα καρύδι. 

Τους χαιρέτησε, σηκώθηκε, έφυγε. Έφυγε, πήγε στο φεγγάρι.

 Τα ίδια και του φεγγαριού η μάνα. Μαγέρευε κι ετοίμαζε να πάει το φεγγάρι να φάει. «Άντε, λέει, να 

φύγεις. Θα ’ρθει το φεγγάρι τώρα να σε φάει. –Δε με κρύβεις, λέει, να πω στο φεγγάρι τον καημό μου; –

Πού να σε κρύψω; λέει –Κρύψε με, λέει, θεια, να πω κι εγώ τον καημό μου». Ανοίγει ένα ντουλάπι, τη 

βάνει μέσα.

 Έφεξε ο Θεός και πήγε το φεγγάρι. –«Κάπου δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει μάνα. –

Πού να βρεθεί, λέει, δω η ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός, 

λέει, να μην το δώσει, μάνα. –Έχεις τίποτα να φάω; –Ούλα τα καλά, λέει, παιδάκι μ’». Του ’βανε 

τραπέζι, κάθισε το φεγγάρι, έφαε, ήπιε. Λέει η μάνα του: «Παιδάκι μου έφαες; –Έφαγα. –Να ’χες, λέει, 

και μια ανθρώπινη ψυχή, την έτρωες; –Ο Θεός, λέει, να μην το δώσει. –Βγες, λέει, τώρα και συ, να πεις 

τον καημό σου».

 Βγαίνει κείνη. –«Καλημέρα σας. –Καλημέρα».



 Φεγγάρι μου, λαμπρό λαμπρό και λαμπρογεμισμένο,

 εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,

 μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;



 – Πού να τον ιδώ εγώ; λέει. Εγώ βγαίνω από βράδυ σε βράδυ. Να πας, λέει, στ’ αστέρια, που ’ναι 

πολλά. Αν δεν τον ιδεί το ένα θα τον ιδεί τ’ άλλο, φίλεψέ την, λέει κι ένα μύγδαλο.»

 Παίρνει το μύγδαλο, σηκώθηκε η κακομοίρα, με τα μάτια κλαμένα και την καρδιά της καμένη, και 

φεύγει. Φεύγει, πηγαίνει στ’ αστέρια, στη μάνα τους. Έκανε κι αυτή ετοιμασία, για να ’ρθούνε να φάνε 

τ’ αστέρια. Την βοήθησε στο ζύμωμα, στο μαγέρεμα. Έφεξε. Λέει: «Άντε, να φύγεις τώρα. Θα ’ρθούνε 

τ’ αστέρια να φάνε, και θα σε φάνε. –Δε με κρύβεις, λέει, θείτσα μου, να πω τον καημό μου; –Ου! λέει. 

Πού να σε κρύψω; Δεν έχω τόπο. Αν γλυτώσεις απ’ τον έναν, δε γλυτώνεις απ’ τον άλλον». Έκλαιε όλο 

αυτή, και δεν έφευγε. Ανοίγει την πόρτα, τη βάνει από πίσω απ’ την πόρτα. Έρχονται τ’ 

αστέρια. «Καλημέρα σταυρομάνα, λέει ο μεγάλος ο αστέρας. –Καλώς τονε. –Κάπου δω, κάπου κει, 

κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει. –Ου! λέει, παιδάκι μ’, Πού να βρεθεί ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι δω, 

η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός να μη το δώσει». Έρχονται και τ’ άλλα τ’ 

αστέρια. «Καλημέρα σταυρομάνα, καλημέρα σταυρομάνα, καλημέρα σταυρομάνα» –ούλα τ’ αστέρια. 

Καθίσανε, τους έβανε τραπέζι, φάγανε, ήπιανε ούλα. «Να ’χετε και μια ανθρώπινη ψυχή, παιδιά, την 

τρώγατε; –Ο Θεός να μη το δώσει. –Βγες, λέει, εσύ τώρα να πεις, τον καημό σου». Βγήκε κείνη· λέει:



 Αστέρια μου λαμπρά λαμπρά και λαμπρογεμισμένα,

 ψηλά οπού διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε,

 μην είδατε τον άντρα μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;



 – Πού να τον ιδούμε; λέει ο μεγάλος αστέρας. Εμείς αποβραδίς βγαίνουμε και το πρωί βασιλεύουμε».

 Πετάχτηκε και το μικρό τ’ αστεράκι και λέει: «Εγώ, θεια, τον είδα». Του δίνει ένα μπάτσο ο 

μεγάλος. «Μην το χτυπάς, λέει, αστέρα μου. Άσ’ το να μου πει, γιατί έχω καημό. Πού τον είδες, λέει, 

παιδάκι μου. –Στ’ άσπρα σπίτια στα χανιά. –Άντε, λέει, παιδάκι μ’, να με πας. –Δεν έρχεται, λέει ο 

αστέρας. –Δεν έχουμε ανάγκη να γίνουμε κακοί. –Μα ποιος θα το ξέρει; λέει. Εγώ δεν το μαρτυρώ. –Ε! 

άντε, λέει, να την πας και να ’ρθεις. Δώστε της κι ένα φουντούκι». Την πήρε τ’ αστεράκι, την πήγε.

 Σαν έφτασε, λέει στις δούλες: «Δε λέτε της κυράς σας να μ’ αφήσει να καθίσω σ’ ένα καμαράκι; Είμαι 

ξένη, κι είμαι φτωχιά, αρφανή». Πήγαν οι δούλες, το είπανε. Λέει η κυρά τους: «Άντε, λέει, βάλτε την 

σ’ ένα παράσπιτο».

 Τη βάναν μέσα. Ανέβηκε, κατέβηκε ο Σιμιγδαλένιος, τον είδε αυτή. Κλειδώθηκε η κακομοίρα μέσα κι 

έκλαιε. Το πρωί ξημερώνει ο Θεός, σπάζει το καρύδι, βγαίνει ένα χρυσό μαγκάνι, απ’ αυτά που 

καλαμίζουν, σαν υφαίνουν. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε και το μαγκάνι. Το βλέπουν οι δούλες, το λένε της 

κυράς τους. «Άντε, λέει, πέστε της, τι γυρεύει να τ’ αγοράσουμε». Πάνε κάτω, της λένε: «Τι γυρεύεις, 

ν’ αγοράσει η κυρά μας το μαγκάνι; –Εγώ, λέει, δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ 

αυτά με λεπτά. Αυτά αξίζουν ένα βασίλειο».

 Πήγαν οι δούλες, τα ’παν αυτά στην κυρά τους. Λέει: «Άντε πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε». Παν 

οι δούλες, την ξαναρωτούνε. Τις λέει αυτή: «Εγώ δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, μόνο το 

Σιμιγδαλένιο να μου δώσει μια βραδιά. –Για τα μούτρα της, λέει η κυρά τους, τον έχω το Σιμιγδαλένιο; 

–Δεν τόνε δίνεις, λένε, κυρά, μια βραδιά; Τι θα πάθει; –Ε! άντε, λέει, φέρτε το ποτό να τον ποτίσουμε». 

Πάνε το ποτό, το ποτίζει, κοιμήθηκε αυτός. Τον πήρανε, τον πήγανε.

 Τον πήρε αυτή, έστρωσε, τον ξάπλωσε, κλειδώθηκε, στάθηκε αποπάνω του κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, 

μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου; Δεν είμαι γω που σ’ έπλασα; Δεν είμαι γω που σε ιστόρησα;» 

Άκουγε αυτός, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, τον πήραν απάνω. Έσκασε, πλάνταξε αυτή. 

Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο. Σπάζει το μύγδαλο. Βγαίνει μια χρυσή ανέμη. Κατεβαίνουν οι δούλες, 

τη βλέπουν. «Αχ! κυρά, για σένανε κάνει αυτή η χρυσή ανέμη. –Άντε, λέει, πέστε της, τι θέλει να της 

δώσουμε, να την πάρουμε κι αυτή». Πάνε της λένε. Λέει: «Εγώ δεν την πουλώ με λεπτά. Να μου 

δώσετε το Σιμιγδαλένιο μια βραδιά ακόμα». Την καταφέρανε πάλι οι δούλες την κυρά τους, τον πότισε 

αυτή με το ποτό, της τόνε δώκανε. Κλει τις πόρτες, στέκεται αποπάνω του: «Δε μιλείς, Σιμιγδαλένιε 

μου; Δε μιλείς, μάτια μου; Δε μιλείς, φως μου;» Δε μπορούσε κείνος να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, της 

τόνε πήρανε πάλι.

 Έκλαψε αυτή, πικράθηκε. Τι να κάμει; Σπάζει και το φουντούκι. Σπάζει και το φουντούκι, βγαίνει μια 

χρυσή κλώσα με τα χρυσά τα πουλάκια. Κατεβαίνουν πάλι οι δούλες, τα βλέπουν, το λένε στην κυρά 

τους, πάνε πάλι σ’ αυτήν, της λένε τι θέλει να τα δώσει. Γύρεψε πάλι αυτή μια βραδιά το Σιμιγδαλένιο. 

Με τα πολλά πάλι την καταφέρανε να τόνε δώσει άλλη μια βραδιά. Παίρνει το ποτό αυτή να τόνε 

ποτίσει. Αυτός το κατάλαβε, και κει που έκαμε πως θαλά το πιει, το ’χυσε στην τραχηλιά του. Έκαμε 

ύστερα τον κοιμισμένο. Τον πήρανε, τον πήγανε. Κλειδώνεται αυτή. Άρχισε πάλι: «Δε μου μιλείς, 

Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς, φως μου; –Ε! λέει κείνος. Σώπα. Εσύ ποια είσαι; –Δεν είμαι γω η 

γυναίκα σου, που σ’ έπλασα; –Και γίνηκες έτσι; –Έτσι γίνηκα, λέει, γιατί σ’ έχασα και σε γύρευα να σε 

βρω τόσο καιρό! –Τώρα, λέει, να φύγουμε».


 Σηκωθήκανε τη νύχτα, φύγανε. Πήγανε στο παλάτι τους και ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα. Και τα 

κλάματα που είχε αυτή, τα ’χει η άλλη τώρα.

12.21.2013

Η ομιλία του Ευγένιου Τριβιζά στο TEDxAthens 2013



Ο Τριβιζάς στο φετινό TEDxAthens 2013 αφού κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα, και όλοι πιστέψαμε ότι θα μας πει κάποιο από τα δεκάδες του αγαπημένα μας παραμύθια, τελικά μας μίλησε για το κύριο συστατικό των παραμυθιών:
Την Φαντασία!
Ας τον ακούσουμε προσεκτικά. Όλοι οι γονείς. 
Ας τον ακούσουνε τα παιδιά μας
Ας τον ακούσουνε όλοι οι δάσκαλοι και οι εκπαιδευτικοί.
"Η φαντασία έχει άμεση σχέση με την τεχνολογική πρόοδο, με την επιστημονική σκέψη και ζητούμενο σήμερα, την οικονομική ανάπτυξη"
"Τα παιδιά μπαίνουν στην εκπαίδευση με φουλ φαντασία και μετά απο λίγο η φαντασία τους λιμοκτονεί!" 
"Αν θέλετε τα παιδιά σας να γίνουν έξυπνα διαβάστε τους παραμύθια, αν θέλετε να γίνουν ακόμη πιο έξυπνα, διαβάστε τους ... ακόμη περισσότερα παραμύθια!" Αλμπερτ Αϊνστάιν
Ας απενεχοποιηθούμε όλοι μεγάλοι και μικροί!
Ας φανταστούμε ελεύθερα λοιπόν!

12.07.2013

«Καλικατζαροζαβολιές»


«Καλικατζαροζαβολιές»
Η πιο χριστουγεννιάτικη διαδραστική παράσταση-παιχνίδι
για μικρά παιδιά, το μπαμπά και τη μαμά από τις Μορφές Έκφρασης !
(από 2.5 έως 6 ετών)
Τον παλιό καιρό στο μέρος αυτό
Όταν είχε κρύο, χιόνι, παγωνιά,
 Ήτανε ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και παντού χαρά!
             Γλυκά και κουραμπιέδες,μελομακάρονα ζεστά!
             Όμως κάτω απ’ τη γη ζούσαν μαύρα ξωτικά...
Μια παράσταση- παιχνίδι για τους καλικάτζαρους και τα κάλαντα με τη συμμετοχή μικρών και μεγάλων!
Περιλαμβάνει τη δραματοποιημένη αφήγηση του παραμυθιού "Η Μάρω και οι καλικάτζαροι" με ζωντανή μουσική και χοροθεατρικά παιχνίδια που ξεσηκώνουν τα παιδιά να χορέψουν μαζί με το μπαμπά και τη μαμά στην πιο διασκεδαστική χριστουγεννιάτικη γιορτή!

Μικροί καλικάτζαροι ετοιμαστείτε για τις πιο τρελές χριστουγεννιάτικες ζαβολιές !Τσαραμπαραμπίρμπαλοοοοοοοοοοοο
 
Συντελεστές:
Ιδέα- κείμενα-σκηνική παρουσίαση: Άννα Τζίμα
Μουσική σύνθεση: Άννα Τζίμα, Δημήτρης Παλαιογιάννης
Ερμηνεία-καθοδήγηση: Άννα Τζίμα, Δημήτρης Παλαιογιάννης
Πότε:
Κυριακή 15  & 29 Δεκεμβρίου στις 12.00 το μεσημέρι
Πού:
 «Μορφές Έκφρασης», Αλκμήνης 13,Κ.Πετράλωνα
Διάρκεια: 60 λεπτά
Κόστος συμμετοχής:5 ευρώ το παιδί
7 ευρώ ο συνοδός
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΔΗΛΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
ΣΤΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ 2103464003 - 2103464903
farm67