Παραδοσιακά Παραμύθια


Τα παραδοσιακά παραμύθια αποτελούν την έμπνευση μας, είναι διαχρονικά και συνεχίζουν να μας διδάσκουν και να μας διασκεδάζουν. Όσα ακούσαμε από τη γιαγιά και τον παππού μας, τους θείους στο χωριό ή από φίλους που τα μεταφέρουν από την δική τους οικογενειακή παράδοση, από τον δικό τους τόπο, με την δική τους εκδοχή, θα προσπαθήσουμε να τα συγκεντρώσουμε εδώ. 

Μοιραστείτε μαζί μας τα παραμύθια που θυμόσαστε! Στείλτε τα στο e-mail: mommysfairytales@gmail.com για να τα δημοσιεύσουμε.



Ο ποντικός και η θυγατέρα του



Κόκκινη κλωστή κλωσμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ' της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινίσει.
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα στην αφεντιά σας!

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ποντικός που είχε μιαν όμορφη θυγατέρα. Όσο μεγάλωνε η θυγατέρα του, τόσο περισσότερο ομόρφαινε κι ο ποντικός καμάρωνε και ήταν όλο περηφάνια.
Κι ήρθε η ώρα κάποτε να την παντρέψει. Μα δεν καταδεχότανε να της δώσει για άντρα ποντικό. "Τέτοια είναι η ομορφιά της", έλεγε "που της αξίζει καλύτερος γαμπρός". Κι εκεί που συλλογιότανε σε ποιον να τη δώσει, βλέπει τον Ήλιο να λάμπει. "Να γαμπρός για το κορίτσι μου", είπε και χωρίς να χάσει καιρό, κινάει για το παλάτι του ήλιου.
Φτάνει στο παλάτι του Ήλιου, τον βλέπει κα του λέει: "Ήλιε την παίρνεις τη θυγατέρα μου γυναίκα; Είναι τόσο όμορφη και δεν θέλω να τη δώσω σε άλλονε. Μονάχα σε 'σένα ταιριάζει, έτσι λαμπερός και δυνατός που είσαι!"
"Ax", τ' αποκρίνεται ο Ήλιος, για να τον ξεφορτωθεί, "Δεν είμαι 'γω, όπως με θαρρείς, δυνατότερος απ' όλους στον κόσμο, βλέπεις εκείνο το Σύννεφο; Άμα με σκεπάσει, σκοτεινιάζω και χάνομαι. Τίποτα δεν μπορώ να του κάμνω. Σύρε σ' αυτό και δίχως άλλο, θα πετύχεις".
Τι να κάμνει ο καημένος ο ποντικός, σηκώνεται, πάει στο Σύννεφο και του λέει: " Έχω μιαν όμορφη θυγατέρα και θέλω να την παντρέψω, να τη δώσω στον πιο καλό και πιο δυνατό σε τούτο τον κόσμο, την παίρνεις γυναίκα σου;" Μα και 'κει σκούρα τα βρήκε. "Βλέπεις τον Βοριά;" τ' αποκρίνεται το σύννεφο, "όταν αυτός αρχίσει να φυσάει, διαλύομαι και γίνομαι χίλια κομμάτια, τίποτα δεν είμαι πια. Σύρε στο Βοριά".
Πάει ο ποντικός στο Βοριά και λέει και σε αυτόν τα ίδια και ο Βοριάς για να μην τον κακοκαρδίσει, τ' αποκρίνεται: "Μετά χαράς καημένε ποντικέ θα την έπαιρνα την όμορφη τη θυγατέρα σου, μα δεν είμαι εγώ, όπως με θαρρείς, ο πιο δυνατός. Πέρα κει είναι ένας πύργος, χρόνια τώρα φυσάααω, φυσάααω και δεν μπορώ να τον ρίξω κάτω. Σύρε σ' αυτόν και χωρίς άλλο θα βρεις τον γαμπρό που ζητάς".
 Τι να κάνει ο ποντικός κινάει για τον Πύργο. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, κάποτε φτάνει. Βλέπει τον Πύργο να στέκεται περήφανος και καταστολισμένος. " Έχω μιαν όμορφη θυγατέρα, που πολύ την αγαπώ", του λέει, "την παίρνεις γυναίκα, εσύ που 'σαι ο πιο δυνατός απ' όλους;" Βγαίνει τότε ο άρχοντας του Πύργου, καβάλα στο μαύρο του άλογο και του λέει: "Ποντικέ, Ποντικέ, ακούς μια βουή; Τι θαρρείς πως είναι; Αντρειωμένα θεριά, ποντικοί είναι, που κατατρώνε τον Πύργο και κοντεύουν να τον ρίξουν κάτω. Απ' τους ποντικούς, καημένε μου, άλλοι περισσότερο δυνατοί και αντρειωμένοι, δεν είναι στον κόσμο! Μην ακούς κανένα και σύρε να βρεις ένα παλικάρι ποντικό για την καλή σου θυγατέρα".
Χάρηκε ο Ποντικός κι έγινε η καρδιά του περιβόλι. Διάλεξε τότε ανάμεσα από όλους τους ποντικούς, τον πιο όμορφο κι αντρειωμένο Ποντίκαρο και του 'δωκε τη θυγατέρα του. Και ντύθηκαν νύφη και γαμπρός κι όλοι τους καμαρώνανε, κι όργανα, τούμπανα, χαρές μεγάλες, εγίνηκαν οι γάμοι! Σαράντα μέρες παίζανε πίπιζες, κλαρίνα και νταούλια. Σαράντα μέρες, γλέντια και χαρές και τρώγανε και πίνανε και λέγανε τραγούδια. Κι όλες τις μέρες χόρευαν κι έσυραν όλοι το χορό. 

Τρουλιτά


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Βασιλιάς που είχε τρεις γιους. Σαν ήρθε η ώρα να παντρευτούν, σκέφτηκε έναν παράξενο τρόπο για να βρουν την βασιλοπούλα που θα πάρουν για γυναίκα. Θα έδινε στον καθένα ένα μήλο που θα το πέταγε μακριά και σε όποια τύχαινε, ε, αυτή θα γινόταν γυναίκα του! Έριξαν οι δύο πρώτοι τα μήλα και έτυχαν σε δύο όμορφες βασιλοπούλες. Ο τρίτος, όσες φορές κι αν έριξε το μήλο του έπεφτε πάντα σε μια Τρουλίτα!

Τι να κάνει κι αυτός, σεβάστηκε την επιθυμία του πατέρα του, αποδέχτηκε την μοίρα του και αποφάσισε να παντρευτεί την Τρουλίτα, ένα πουλί..... Αφού έγιναν οι τρείς γάμοι  ο βασιλιάς ήθελε να δει ποια νύφη απ τις τρείς ήταν άξια να γίνει η βασίλισσα του θρόνου. Κι έτσι έβαλε στις νύφες του τρεις δοκιμασίες...

Πώς όμως μπορεί ένα πουλί να ανταγωνιστεί τις δύο βασιλοπούλες στην τέχνη, στη μαγειρική και στη χάρη; Άραγε η υπομονή, το πείσμα και η εξυπνάδα θα την βοηθήσουν να υπερνικήσει τις δυσκολίες;

Η πρώτη δοκιμή ήταν να πλέξουν μια κουβέρτα η καθεμιά. Η Τρουλίτα είδε το σύζυγό της απογοητευμένο, έτσι πέταξε από το παράθυρο μέσα στο δάσος, βρήκε χόρτα και κλαδάκια και έπλεξε την ωραιότερη κουβέρτα που είδε άνθρωπος ποτέ. Μόλις τελείωσε επέστρεψε στο παλάτι και παρουσίασε την κουβέρτα της στο βασιλιά μαζί με τις άλλες δύο νύφες. Η πρώτη κουβέρτα ήταν όμορφη, η δεύτερη ήταν εξαιρετική, αλλά η κουβέρτα της Τρουλίτας ήταν εκπληκτική! "Και οι τρεις νύφες είναι προικισμένες, αλλά η Τρουλίτα είναι πάνω απ' όλες'' είπε ο βασιλιάς.

Μετά την πρώτη δοκιμασία τους ο βασιλιάς ζήτησε από τις νύφες να ψήσουν ένα νόστιμο γλυκό. Οι δύο νύφες έσπευσαν στις κουζίνες τους, αλλά η Τρουλίτα πέταξε στο δάσος ξανά. Με τη βοήθεια των μελισσών εκεί έκανε μια νόστιμη μελόπιτα. Ο βασιλιάς και οι τρεις γιοί του εκτίμησαν τα γλυκά τους, αλλά της Τρουλίτας ήταν το πιο νόστιμο απ' όλα: "Και οι τρεις νύφες είναι προικισμένες», είπε, «αλλά η Τρουλίτα είναι πάνω απ' όλες"!

Τώρα ήρθε η ώρα για την τρίτη δοκιμασία, που ήταν να κάνουν και οι τρεις μια εντυπωσιακή είσοδο στο βασιλικό σαλόνι, όπου ο βασιλιάς θα έδινε μια βασιλική γιορτή. Οι δύο νύφες έσπευσαν στα δωμάτιά τους να φορέσουν τις καλύτερα φορεσιές τους.

Η Τρουλίτα από την άλλη πλευρά πέταξε έξω στο δάσος, όπου βρήκε τις νεράιδες των δασών που την μεταμόρφωσαν σε μια όμορφη νεαρή κοπέλα ντυμένη με ένα φόρεμα που κόβει την ανάσα! Την τοποθέτησαν πάνω σε έναν κόκορα και της είπαν να ταΐζει τον κόκορα με τα ψίχουλα από το φαγητό της. Έτσι η Τρουλίτα γέμιζε την  ποδιά της με ψίχουλα ψωμιού για να ταϊζει τον κόκορα.

Οι άλλες δύο νύφες ζήλευαν πολύ, επειδή η Τρουλίτα φαινόταν τόσο μαγευτική, παρόλο που η ποδιά της ήταν γεμάτη ψίχουλα. Έτσι έκαναν κι εκείνες το ίδιο: έριχναν, παιδιά, ψίχουλα στην ποδιά τους. Όταν όμως σηκώθηκαν να χορέψουν... και οι δυο τους ντροπιάστηκαν με τις λαδιές και τη βρωμιά που ήταν γεμάτα τα φορέματά τους! Ενώ, όταν σηκώθηκε η Τρουλίτα, όχι μόνο ψίχουλα δεν έπεσαν κάτω, αλλά όμορφα λουλούδια γέμισαν ολόκληρο το παλάτι!

Όπως καταλαβαίνετε όλοι... η Τρουλίτα έγινε βασίλισσα και ο σύζυγός της βασιλιάς. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

Το χρυσό κλαδί

Μια φορά κι΄έναν καιρό ζούσε ένας έμπορος, που είχε τρεις κόρες. Φεύγοντας μια μέρα για ταξίδι μακρινό, ρώτησε τις κόρες του τι θα ήθελαν να τους φέρι από την ξένη χώρα, όπου πήγαινε. Η μεγάλη  ζήτησε ένα φόρεμα, η μεσαία ένα περιδέραιο κι η μικρή να της φέρει το Χρυσό Κλαδί. Ο πατέρας υποσχέθηκε ότι θα τα φέρει όλα, όμως οι κόρες του έδωσαν, κρυφά, ευχή και κατάρα να μην μπορεί να γυρίσει από το ξένο μέρος αν ξεχάσει κάποια παραγγελία.
Ο έμπορος ταξίδεψε πολύ κι έφτασε στη μακρινή χώρα. Αφού έκανε τις δουλειές του, αγόρασε για τη μεγάλη κόρη του το φόρεμα, για τη μεσαία το περιδέραιο, αλλά ξέχασε αυτό που του είχε ζητήσει η μικρή. Ξεκίνησε να γυρίσει πίσω, όμως το καράβι δεν έφευγε από το λιμάνι, παρόλο που ο άνεμος φυσούσε δυνατά και φούσκωνε τα πανιά του.
Ο έμπορος δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε και ρώτησε ένα γέρο ναυτικό. "Μήπως δεν κράτησες κάποια υπόσχεση σου;" του είπε εκείνος. Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο έμπορος και θυμήθηκε το Χρυσό Κλαδί, που του είχε ζητήσει η μικρή κόρη του. Ρώτησε τότε ένα χωρικό που θα μπορούσε να το βρει κι εκείνος τον έστειλε σε μια πολιτεία, μια μέρα δρόμο μακριά. Έφτασε ο έμπορος εκεί και ξαναρώτησε.
"Χρυσό Κλαδί λένε το βασιλόπουλο μας, το μοναχοπαίδι του βασιλιά!" του είπαν κάποιοι περαστικοί.
Ο έμπορος τα έχασε, όμως έκανε κουράγιο, πήγε στο παλάτι και παρακάλεσε θερμά να του επιτρέψουν να μιλήσει στο βασιλόπουλο. Έτσι κι έγινε.
Ο έμπορος είπε την επιθυμία της κόρης του και το βασιλόπουλο τον οδήγησε σ' ένα δωμάτιο, που οι τοίχοι του ήταν σκεπασμένοι από ζωγραφιές ωραίων κοριτσιών.
"Η κόρη σου είναι όμορφη σαν κι αυτές;" τον ρώτησε. "Χίλιες φορές πιο όμορφη, άρχοντα μου!" απάντησε ο ο έμπορος.
Το βασιλόπουλο τον πήγε σε άλλο δωμάτιο, εκεί όπου ήταν μόνο η ζωγραφιά ενός πολύ ωραίου κοριτσιού. "Είναι όμορφη σαν κι αυτή;" ξαναρώτησε. "Είναι ίδια σαν κι αυτή!...Είναι η κόρη μου αυτή!..." φώναξε ο έμπορος. "Την είδα στ' όνειρο μου και θα ήθελα να την παντρευτώ!..." είπε το βασιλόπουλο και του έδωσε τρία πράγματα για κείνη: ένα γράμμα, ένα δαχτυλίδι και μια λεκάνη. Ο έμπορος τα πήρε και γύρισε στο καράβι που σαλπάρισε αμέσως χωρίς κανένα πρόβλημα.
Όταν έφτασε στο σπίτι του, έδωσε στις δύο μεγάλες κόρες του ό,τι είχαν ζητήσει και στη μικρή τα τρία πράγματα. Αυτή τα πήρε και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Στο γράμμα το βασιλόπουλο της ζητούσε ν'ανοίξει το παράθυρό της. να γεμίσει τη λεκάνη νερό, να ρίξει μέσα το δαχτυλίδι και να πει:
"Έλα Χρυσό Κλαδί μου, έλα..."
Έτσι έκανε η κοπέλα και τότε από το ανοιχτό παράθυρο μπήκε ένα περιστέρι, βούτηξε στο νερό της λεκάνης και μεταμορφώθηκε σ' ένα όμορφο παλικάρι, που ήταν το βασιλόπουλο. Οι δυο τους έμειναν μαζί πολύ ώρα. Μετά ο νέος την αποχαιρέτησε και της έδωσε ένα καρύδι, λέγοντας της να φορέσει αυτό, που είχε μέσα. Ύστερα λούστηκε με το νερό της λεκάνης, μεταμορφώθηκε πάλι σε περιστέρι και πέταξε μακριά.
Η κοπέλα άνοιξε το καρύδι και βρήκε μέσα ένα φόρεμα, που είχε κεντημένο πάνω του τον ουρανό με τ'άστρα. Το φόρεσε, βγήκε έξω, τη θαύμασε όλος ο κόσμος κι οι αδελφές της ζήλεψαν.
Μετά από λίγες μέρες η κοπέλα ξαναφώναξε τον αγαπημένο της: "Έλα Χρυσό Κλαδί μου, έλα!..." Το βασιλόπουλο τότε της χάρισε ένα φουντούκι κι η κόρη βρήκε μέσα ένα φόρεμα, που είχε πάνω του κεντημένη τη θάλασσα με τα ψάρια της. Το φόρεσε, τη θαύμασε όλος ο κόσμος κι οι αδελφές της ζήλεψαν.
Την τρίτη φορά που τον ξαναφώναξε, της χάρισε ένα σύκο μ' ένα φόρεμα μέσα, που πάνω του ήταν κεντημένη η γη με τα λουλούδια της. Η κοπέλα το φόρεσε, ο κόσμος τη θαύμασε κι οι αδελφές της πάλι τη ζήλεψαν.
Έτσι αποφάσισαν να μάθουν, που έβρισκε αυτά τα ωραία φορέματα. Μια μέρα, που η μικρή αδελφή τους ήταν κλεισμένη στο δωμάτιο της και φώναξε πάλι το περιστέρι, εκείνες κρυφοκοίταγαν από μια χαραμάδα της πόρτας και τα κατάλαβαν όλα.
Την άλλη μέρα, την ώρα που οι τρεις αδελφές πήγαιναν μαζί στα λουτρά, η μεγάλη προφασίστηκε ότι ξέχασε τη χτένα της και γύρισε πίσω. Τρύπωσε στο δωμάτιο της μικρής, γέμισε τη λεκάνη με νερό, έριξε το δαχτυλίδι μέσα και είπε: "Έλα Χρυσό Κλαδί μου, έλα!..." Το περιστέρι εμφανίστηκε και βούτηξε στο νερό, όμως μέσα στη λεκάνη είχε ξεχαστεί ένα μαχαίρι, που του πλήγωσε το λαιμό. Αμέσως το νερό βάφτηκε κόκκινο κι η μεγάλη κόρη πανικόβλητη όρμησε έξω από το δωμάτιο. Το περιστέρι μάζεψε τις δυνάμεις του και πληγωμένο πέταξε μακριά από το ανοιχτό παράθυρο.
Όταν η μικρή κόρη γύρισε στο δωμάτιό της κι είδε το κόκκινο νερό, τα κατάλαβε όλα. Άρχισε να κλαίει και να θρηνεί για τον αγαπημένο της κι όταν πια δεν είχε άλλα δάκρυα, είπε στον πατέρα της: "Πατέρα θα φύγω, δεν μπορώ να μείνω πια εδώ. Θέλω να ταξιδέψω στον κόσμο. Ετοίμασε μου ένα καράβι και δώσε μου μια φορεσιά αντρική!..." Όλα έγιναν όπως ήθελε κι η κοπέλα ταξίδευε μέρες πολλές, ώσπου έφτασε σ' εάν μακρινό τόπο. Βγήκε στη στεριά να ψάξει γύρω το μέρος κι είδε ένα γεράκι να κυνηγάει ένα περιστέρι. "Δε σε νοιάζει καθόλου, που το βασιλόπουλο μας πεθαίνει;..." άκουσε να λέει το περιστέρι στο γεράκι. "Οι γιατροί δεν ξέρουν το μυστικό!..." είπε το γεράκι. "Ποιό μυστικό;.."ρώτησε το περιστέρι. "Η μόνη γιατρειά του βασιλόπουλου είναι να πάρουν μια σταγόνα από το αίμα μας κι αφού το ανακατέψουν με το νερό εκείνης της πηγής ν' αλείψουν την πληγή του!..."
Μόλις τ' άκουσε αυτό η κοπέλα πέταξε ένα δίχτυ κι έπιασε τα πουλιά.
Μετά τους πήρε από μια σταγόνα αίμα, το ανακάτεψε με το νερό της πηγής και πήγε στο παλάτι μεταμφιεσμένη σε άντρα με γένια. Ζήτησε κι είδε το βασιλιά γιατί τάχα ήταν ένας περίφημος γιατρός, που ερχόταν από τα ξένα με σκοπό να κάνει καλά το βασιλόπουλο, μέσα σε οκτώ ημέρες. Μάταια οι γιατροί του παλατιού προσπάθησαν να πείσουν το βασιλιά ότι αυτό ήταν αδύνατο. Εκείνος ήταν τόσο απελπισμένος με την υγεία του γιου του, που επέτρεψε στον ξένο γιατρό να προσπαθήσει. Η μεταμφιεσμένη κοπέλα συνάντησε το βασιλόπουλο κι αναγνώρισε στο πρόσωπο του τον αγαπημένο της. Αμέσως άλειψε την πληγή του λαιμού του, όπως είχαν πει τα πουλιά, και σε δυο μέρες ο νέος ήταν καλύτερα, σε τέσσερις μιλούσε και σε οχτώ πήγε κυνήγι.
Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα πολύ κι είπε στο γιατρό να του ζητήσει ό,τι θέλει. Εκείνος το μόνο που ζήτησε ήταν να γίνει μια μεγάλη γιορτή προς τιμή του και να καλέσουν όλους τους άρχοντες και τις αρχόντισσες της χώρας. Έτσι κι έγινε. Στο τραπέζι ο ψευτογιατρός άρχισε να διηγείται σ' όλους την ιστορία της κόρης και του βασιλόπουλου κι όταν τελείωσε πέταξε τα γένια και φανερώθηκε. Το βασιλόπουλο αγκάλιασε αμέσως την κοπέλα. Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε κι όλος ο κόσμος χόρευε και τραγουδούσε. Το γλέντι συνεχίστηκε και σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος του βασιλόπουλου με την όμορφη κόρη κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.




Ένα λαϊκό παραμύθι από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΩΡ, με εκπληκτική εικονογράφηση από την Ειρήνη Δημτηροπούλου - Κακλαμάνου





Το φιδάκι

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας γέρος και μια γριά. Ζούσαν ήσυχα σ' ένα μικρό χωριουδάκι. Μια μόνο μεγάλη στεναχώρια τους έτρωγε: είχανε μείνει μαγκούφηδες, δεν είχαν αξιωθεί να κάνουνε παιδιά.
Κάθε μέρα παρακαλούσαν το Θεό να τους στείλει ένα παιδί κι ας ήταν και φιδάκι!
Και να που κάποτε απόκτησαν αυτό που τόσο λαχταρούσαν. Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και τους έστειλε ένα παιδί, ένα φιδάκι!
Δεν τους ένοιαξε που ήτανε φιδάκι. Τ'αγαπούσαν πολύ. Το πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Ολημερίς φρόντιζαν να μην του λείπει πράμα...
Το φιδάκι σιγά-σιγά μεγάλωσε. Έτσι, χωρίς αν το περιμένουν οι γερόντοι, τους άφησε μια μέρα και πήγε στο βουνό.
Η μάνα του ήταν απαρηγόρητη. Έκλαιγε συνέχεια και γύρευε. Το ίδιο κι ο πατέρας του. Μα ίντα μπορούσαν να κάμουν;
Μια μέρα ο γέρος πηγαίνει στο βουνό να 'βρει λάχανα. Κει που 'σκυψε να βγάλει το πρώτο λάχανο, βλέπει το παιδί του, το φιδάκι του, να βγαίνει από μια τρύπα.
-Καλώς τονε τον πατέρα μου, καλώς τονε τον πατερούλη μου!φώναζε ενθουσιασμένο και χτυπούσε την ουρίτσα του χαρωπά.
Το γέρο τον πήρανε τα κλάματα.
-Γιάντα κλαις πατέρα μου;
Ο γέρος έπιασε να χαϊδεύει το φιδάκι.
-Κλαίω, παιδί μου, απ' τη χαρά μου που σε ξανά 'δα. Δεν περίμενα να σ΄ανταμώσω... Γιάντα έφυγες απ' το σπίτι μας; Δε σε προσέχαμε, δε σ' αγαπάγαμε κατά πως πρέπει; Η κακορίζικη η μάνα σου κλαίει μέρα-νύκτα, που σε 'χασε. Γρήγορα θα πεθάνει απ' τον καημό της...
-Μα γιάντα κλαίει η μάνα μου; Τάξε δεν ξέρει πως τα φιδάκια ζούνε στο βουνό; Εδώ είμαι 'γω ευτυχισμένο... και πρέπει κι εσείς να 'στε χαρούμενοι με την ευτυχία μου...
-Παιδάκι μου, κατέχουμε το πως εδώ είναι το βασίλειο σου. Μα να, πως να ζήσουμε δίχως σου; Εσύ ήσουν η χαρά μας...
-Πάρε τούτο το ποτήρι, πατέρα μου, να το κρατείς στη μάνα μου. Και να της πεις να μη στεναχωριέται. Ό,τι επιθυμήσει να το ζητά στο ποτήρι και το ποτήρι θα της βγάνει. Και μη λησμονείτε πως πάντα σας σκέφτομαι....
Παίρνει ο γέρος το ποτήρι που άστραφτε και θάμπωνε τα μάτια του.
Ευχαρίστησε το φιδάκι, αποχαιρετίστηκαν και κίνησε για το σπίτι του.
Έφτασε κει πολύ γρήγορα, σαν να ΄χε βάλει φτερά στα πόδια του.
Βρήκε τη γριά του καθισμένη στην πρασιά, σκυφτή και συλλογισμένη.
-Το και το γυναίκα. Βρήκα το παιδάκι μας στο βουνό. Είναι μια χαρά, ένα καμάρι. Να, μου 'δωσε κι αυτό το ποτήρι να σου φέρω. Ό,τι πεθυμήσεις να το ζητάς στο ποτήρι κι αυτό θα σου το δίνει αμέσως. Μου 'πε και να μη στεναχωριέσαι, γιατί ζει ευτυχισμένο εκεί πέρα. Μας σκέφτεται κι εμάς, δε μας λησμόνησε...
Η μητέρα χάρηκε πολύ για το δώρο του παιδιού της, μα πιότερο χάρηκε που 'μαθε ότι ήτανε καλά.
Καθίζουνε το μεσημέρι οι γερόντοι στο τραπέζι. Πιάνει η γριά το ποτήρι και του λέει:
-Φέρε μας ποτήρι καλά φαγητά!
Μεμιάς το τραπέζι γεμίζε απ' του κόσμου τα καλά. Θες κρεατικά, θες μεζέδες, θες σαλάτες και φρούτα, θες γλυκά; όλα τα 'χε. Βασιλικά φάγαν οι γερόντοι.
Την άλλη μέρα θέλανε καλά ρούχα. Λένε πάλι στο ποτήρι:
-Βγάλε μας ποτηράκι καλά ρούχα!
Αμέσως τους παρουσιάστηκαν δυο λαμπρές φορεσίες, που ούτε στα όνειρά τους δεν είχανε δει! Ντυθήκανε και καμαρωτοί - καμαρωτοί βγήκανε για σεριάνι.
Ό,τι ήθελαν κάθε μέρα, το ζητούσανε απ' το ποτήρι και γινότανε.
Ζούσανε όμορφα με τις μικρές τους πολυτέλειες...
Κάποια φορά λέει ο γέρος στη γριά του:
-Ξέρεις τι σκέφτηκα γυναίκα; Εμείς έχομε τώρα όσα φαγητά θέλουμε. Δεν κάνει να καλέσουμε και το γείτονα να τρώει μαζί μας; Φτωχός άνθρωπος είναι ο κακομοίρης...
-Να τόνε καλέσουμε γέρο μου, να τόνε καλέσουμε!
Πάει ο γέρος αμέσως και τόνε καλεί. Από τότε και πέρα ο γείτονας έτρωγε κάθε μέρα μαζί τους.
Έλεγαν στο ποτήρι: "Βγάλε ποτηράκι φαγητά! " και τότε αυτό γέμιζε το τραπέζι τους μ' όλου του κόσμου τα καλά. Τρώγανε βασιλικά και τους περίσσευαν κιόλας.
Κάποτε όμως, ο γείτονας έβαλε κακό στο νου του. "Γιάντα να 'χει ο γείτονας το ποτήρι και να μην το 'χω εγώ;", συλλογιότανε.
Έτσι, μια μέρα που ο γέρος με τη γριά του είχανε βγει έξω, μπήκε κείνος στο σπίτι και το πήρε..
Σαν γύρισαν οι γερόντοι στο σπιτάκι τους κι είδαν να λείπει το δώρο του παιδιού τους, τα 'χασαν. Μαύρισε η καρδιά τους. Κι ίντα θα γενούν τώρα που ο γέρος δεν μπορούσε πια να δουλεύει; Το 'νιώσαν πως το ποτήρι τους το είχε πάρει ο γείτονας, μα και τι μ' αυτό; Μήπως θα τους το 'δινε πίσω;
Μια και δυο λοιπόν, ξεκινάει πάλι ο γέρος για το βουνό. Παίρνει πάλι μαζί του το μαχαιράκι του να πα κόψει λάχανα. Φτάνει στο γνωστό μέρος και σκύβει να βγάλει το πρώτο λάχανο.
Να σου πετιέται πάλι το φιδάκι.
-Καλώς τονε τον πατέρα μου, καλώς τονε τον πατερούλη μου!
-Ώρα σου καλή παιδί μου. Πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω...
-Μα συ πατέρα μου είσαι πολύ στεναχωρημένος. Τι σου συμβαίνει;
-Ίντα να σου πω παιδί μου!Το και το!  Πάει το ποτηράκι μας, μας το 'κλεψε ο γείτονας και τι θ' απογίνουμε εδά;
-Μην κακοκαρδίζεσαι πατέρα και θα σας το δώσει πάλι. Να, πάρε τούτον τον κόπανο και πήγαινε στο σπίτι του γειτόνου σου. Ζήτησέ του το πάλι κι αν δεν θέλει να του το δώσει, πες στον κόπανο: "Ντουκ κοπανάκι μου!". Αυτό θα τον κάμει να σας το δώσει.
Αποχαιρετά ο γέρος το παιδί του με πολλές ευχές και κινά για το χωριό.
Φτάνει και πάει γραμμή στο σπίτι του γειτόνου. Τόνε βρίσκει και του λέει θαρρετά:
-Γείτονα, ντροπή 'ναι να μαλώσουμε. Δώσε μου πίσω το ποτήρι που μας πήρες.
-Σάλευε στη δουλιά σου γείτονα, τον΄αποπήρε ο άλλος. Εγώ το ποτήρι σου δεν το πήρα!
Τότε κι ο καλός γέρος δε χάνει καιρό και λέει στο κοπανάκι: "Ντουκ κοπανάκι μου!".
Εκεί να δεις τι έγινε! Το κοπανάκι άρχισε να δέρνει το γείτνα και σταματημό δεν είχε. Πάρε κι αυτή, πάρε και τούτη, σου τον έκανε μαύρο στο ξύλο.
-Σταμάτα, θα σου δώσω το ποτήρι, φώναξε σε μια στιγμή. Όχι άλλο ξύλο...
Το κοπανάκι άμεσως σταμάτησε το ξυλοφόρτωμα. Ο γείτονας έτρεξε αμέσως κι έφερε το αστραφτερό ποτήρι.
-Πάρε το γέρο και συχώρα με τον κακομοίρη...
Ο γέρος πήρε το ποτηράκι του, είπε στο γείτονα ότι τα ξέχασε κιόλας και τράβηξε στο σπίτι του. Από τότε έζησε καλά μαζί με τη γριά του, χωρίς καμία στέρηση. Πότε-πότε, κούτσα-κούτσα ανηφόριζαν κι οι δυο μαζί στο βουνό και ψάχνανε το φιδάκι τους. Κι αυτό πάντα από κάποια τρύπα ξεπρόβαλε, τους χαιρετούσε και γέμιζε τις καρδιές τους χαρά....


Οι σαράντα δράκοι

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε δύο αδέρφια. Ο ένας ήταν πολύ φτωχός κι ο άλλος πολύ πλούσιος. Ο φτωχός είχε παιδιά, ο πλούσιος δεν είχε. Αναγκαζόταν λοιπόν ο φτωχός, να ζητάει κάθε τόσο από τον πλούσιο λίγο ψωμί για τα παιδιά του. Στο τέλος τον βαρέθηκε ο πλούσιος και του λέει μια μέρα:
-Μα θαρρείς πως είμαι εγώ υποχρεωμένος να ταΐζω τα κοπέλια σου;
Πήγαινε να βρεις δουλειά σωστή να κάνεις.
Ο φτωχός απελπίστηκε. Έφυγε από το σπίτι του κι έδωσε των αμαθιών του.
Γύριζε χώρες και χωριά γυρεύοντας δουλειά, μα του κάκου. Κάποιο βράδυ νύχτώθηκε σε μια έρημη βουνοπλαγιά. Ανέβηκε σε κάποιο δέντρο να κοιμηθεί από φόβο για τ' άγρια ζώα. Μα ο φόβος της ερημιάς δεν του 'φερνε ύπνο.
Θα 'ταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν άκουσε κάτω από το δέντρο παράξενες μιλιές. Κοιτάζει και τι να δει! Σαράντα δράκοι περνούσαν. Κοντοστάθηκαν λίγο πιο πέρα από τη ρίζα του δέντρου κι άρχισαν να κοιτάζουν δώθε κείθε περίεργα.
-Ανθρώπινη μυρωδιά γροικούμε, λένε οι μισοί.
-Μπα, δεν υπάρχει ψυχή εδώ. Αντέστε να πάμε στο χαράκι μας. είπαν οι υπόλοιποι.
Ο άνθρωπος έτρεμε απ' το φόβο του. Αυτοί προχωρήσανε πιο πέρα. Σταθήκανε μπροστά σ' ένα χαράκι που ήτανε αντίκρυ στο δέντρο. Είπανε "άτσι-καπί" και το χαράκι άνοιξε κι εφάνηκε από μέσα τόσο χρυσάφι που ο άνθρωπος θαμπώθηκε. Ύστερα είπανε "κάπα-καπί" και κλείνει το λημέρι τους. Φύγανε έπειτα για τη δουλειά τους.
Σαν τους είδε ο άνθρωπος ν' απομακραίνουν πολύ, κατέβηκε από το δέντρο και τράβηξε ίσα προς το χαράκι.
"Άτσι-καπί" είπε και το χαράκι άνοιξε. Μπήκε μέσα, γέμισε το σακούλι του χρυσάφι. Βγήκε, είπε "κάπα-καπί" και το χαράκι έκλεισε. Ολόχαρος τράβηξε το δρόμο για το σπίτι του.
Εκεί να δείτε χαρές! Η γυναίκα του που σάστισε και θαμπώθηκε να δει τόσο χρυσάφι στο φτωχικό της, ήθελε σώνει και καλά να το μετρήσουνε. Μα μέτρο δεν είχανε κι επέψανε ένα παιδί τους στον πλούσιο θείο να τους δώσει μαι ζυγαριά. Ο θείος κάτι υποψιάστηκε και το ρώτησε:
-Ίντα θα μετρήσετε μωρέ;
Το παιδί - όπως το είχαν ορμηνέψει οι γονείς του - δεν είπε τίποτα.
Όμως εκείνο, πονηρός όπως ήτανε, έβαλε μια δακτυλιά μέλι στον πάτο της ζυγαριάς για να κολλήσει ό,τι θα μετρούσανε και να καταλάβει.
Όταν του επέστρεψαν τη ζυγαριά, στον πάτο είχε απομείνει κολλημένο ένα χρυσό φλουρί. Ο θείος το είδε και κατάλαβε. Πήγε στον αδερφό του αμέσως και του είπε να πάνε μαζί εκεί που βρήκε το χρυσάφι να πάρει κι αυτός. Με τα πολλά τον έπεισε και ξεκίνησαν για το χαράκι των δράκων.
Άμα έφτασαν, παραμόνεψαν κι είδαν τους δράκους να φεύγουνε. Πλησιάσαν στο χαράκι, είπανε "άτσι-καπί" κι αυτό άνοιξε. Μπήκανε μέσα, γεμισανε τα σκούλι ατους χρυσάφι. Βγήκανε γρήγορ-γρήγορα. Είπανε "κάπα-καπί", το χαράκι έκλεισε και γυρίσανε σπίτια τους.
Μετρήσανε το χρυσάφι και του πλούσιου ήτανε κάπως λιγότερο απ' του φτωχού. Ζήλεψε πάλι ο πλούσιος κι εσηκώθηκε να πάει να φέρει κι άλλο. Ο αδερφός του δεν τον άφηνε:
-Κάτσε, μην πας. Αν δεν τα καταφέρεις καλά, μπορεί να χάσεις κα τη ζωή σου ακόμα.
Εκείνος όμως, άπληστος όπως ήτανε, δεν τον άκουσε και ξαναπήγε. Ήταν αργά και νυχτώθηκε στο δρόμο. Ανέβηκε λοιπόν σ' ένα δέντρο, να περιμένει το πρωί. Σαν ξημέρωσε, παρμόνευ μέχρι να φύγουν οι δράκοι, Κατέβηκε τότε από το δέντρο, πλησίασε στο χαράκι και με το "άτσι-καπί", το άνοιξε. Μπαίνει μέσα, λέει "κάπα-καπί" και το χαράκι κλείνει. Γέμισε το σκούλι του χρυσάφι και ξεκίνησε να φύγει.
Λέει "άτσι-καπί", ανοίγει το χαράκι. Πάει να βγει και τι να δει! Οι σαράντα δράκοι θεόρατοι έστεκαν μπρος του.
-Καλώς τονε το φίλο μας, καλώς τονε το μεζέ μας! Νόμιζες ως θα μας ξέφευγες, ε; Κάποτε θα καταλαβαίναμε κι εμείς ότι μας έκλεβες....
Οι δράκοι αφού τον αιχμαλώτισαν, άφησαν ένα σύντροφό τους να τον φυλάει κι έφυγαν για τη δουλειά τους.
Ο αδερφός του φυλακισμένου είχε μπει σε έγνοια. Σηκώθηκε να πάει να τον γυρεύει. Σαν έφτασε στον τόπο εκείνο, βγήκε πάνω στο δέντρο για να βεβαιωθεί αν οι δράκοι ήταν μέσα στο χαράκι. Ύστερα από πολλή ώρα τους βλέπει να γυρίζουν. Μετρά τους και ήταν τριάντα εννιά. Κατάλαβε πως τον έναν τον είχαν αφήσει για να φυλάει τον αδερφό του.
Έμεινε στο δέντρο πάνω ως τα ξημερώματα. Σαν τους είδε να φεύγουν, τους ξαναμετράει, πάλι τριάντα εννιά. Έγραψε σ΄ένα κομμάτι χαρτί τ΄όνομα του και το χωριό του. Αν τον έτρωγαν οι δράκοι, θα 'βρισκε το χαρτί κανένας περαστικός και θα ειδοποιούσε το σπίτι του. Προχώρησε ύστερα προς το χαράκι. Είπε "άτσι-καπί" κι αυτό άνοιξε. Μπαίνει μέσα και βλέπει το Δράκο να στοργγυλοκάθεται δίπλα στο μισοφαγωμένο σώμα του αδερφού του. Προσπάθησε να κρύψει την ταραχή του  και να γλυκάνει τη φωνή του.
-Καλημέρα, κύριε Δράκε, τι χαμπάρια;
-Καλώς τονε, κι ότι σκεφτόμουνα πως θα περάσω επαέ την ώρα μου μονάχος μέχρι να 'ρθουν οι σύντροφοι μου.
-Ξέρεις, στο χωριό μου παίζουνε  όμορφα παιχνίδια. Θες να σου δείξω ένα;
Ο Δράκος δέχτηκε. Έβαλε τότε ο έξυπνος άνθρωπος το σκοινί που κουβαλούσε μαζί του κι έφθιαξε μια κούνια. Έβαλε το Δράκο να κουνιστεί πρώτος. Μα είχε φθάξει το σκοινί με τέτοιο τρόπο, που του το πέρασε θηλειά στο λαιμό και τον έπνιξε. Γεμίζει ύστερα το σακούλι του χρυσάφι και γίνεται καπνός...
Αργάτη νύχτα γυρίζουν κι οι τριάντα εννιά Δράκοι στο χαράκι τους.
Βρίσκουν το σύντροφό τους πνιγμένο, βρίσκουνε όμως και το κομμάτι το χαρτί. Κατάλαβαν έτσι πιο ήταν ο δράστης. Αποφάσισαν να τόνε βρουν και να τόνε σκοτώσουν. Έβγαλαν το σχέδιο τους: άλλοι θα γινόντουσαν μουλάρια, άλλοι θα έμπαιναν μέσα σ' ασκιά κι ένας θα 'κανε τον αγωγιάτη και θα 'λεγε πως μέσα στ' ασκιά έχει μέλι.
Την άλλη μέρα ξεκίνησαν. Βρήκανε το χωριό, βρήκανε και τον άνθρωπο που ζητούσαν. Ο Δράκος αγωγιάτης χτύπησε την πόρτα του. Ο νοικοκύρης τόνε δέχτηκε με καλοσύνη.
-Ήθελα να με κονέψεις απόψε στο σπίτι σου, αν δε σου γίνομαι βάρος. Είμαι ξένος και δεν έχω που ν αβλέψω τ' ασκιά και τα μουλάρια μου.
-Καλοδεχούμενος είσαι ξένε.
Ο αγαθός άνθρωπος δεν έβαλε κακό στο νου του. Τακτοποίησε τα μουλάρια στο σταύλο, τ' ασκιά στο κατώι και εβόλεψε τον ξένο του στον οντά. Κάθισε μαζί του να του κρατήσει συντροφιά.
Το μικρό κοπέλι όμως, σαν άκουσε να λένε για μέλι έβαλε τις φωνές.
-Θέλω να φάω απ' το μέλι, θέλω μέλι...
Η μητέρα του του κάκου τον ορμήνευεγε:
-Το μέλι είναι ξένο παιδί μου, στα ξένα πράγματα δεν αγγίζουν.
-Εγώ θέλω μέλι, θέλω μέλι, μέλι, μέλι...
Σαν είδε πως δεν το 'κανε καλά, είπε με το νου της: "Μια κουταλιά μέλι απ' το ασκί δε θα τ' αναζητήξουν, ας του δώσω λιγάκι να ησυχάσει".
Λύνει το ένα ασκί κι ίντα να δει! Ένας άνθρωπος ήταν μέσα. Λύνει τ' άλλο, το ίδιο. Λύνει όλα τ' ασκιά κι είχε καθένα από έναν άνθρωπο μέσα.
Φοβήθηκε η γυναίκα. Στέλνει το κοπέλι να φωνάξει τον πατέρα του. Έρχεται κείνος και του λέει ότι είδε. Ο άντρας κατάλαβε.
-Στέσε γρήγορα το τσικάλι στην παρασιά και γέμισέ το γάλα. Σαν βράσει καλά ρίξε ρίξε από λίγο στο κάθε ασκί κι ύστερα να τα δέσεις πάλι. γρήγορα, παράγγειλε στη γυναίκα του.
Έπειτα ανέβηκε στον οντά και κάθησε ξέγνοιαστος κοντά στον ξένο.
Πέρασε κάμποση ώρα με την κουβέντα κι ήτανε πια ώρα για ύπνο.
Ο Δράκος λέει τότε:
-Κατέχεις, εγώ έχω τη συνήθεια πριν θέσω να παίζω δύο διπλοσφυριές.
-Ε, να τις παίξεις ξένε, απαντά πρόθυμα ο νοικοκύρης. (Οι διπλοσφυριές ήταν σύνθημα για να βγουν οι Δράκοι από τ' ασκιά.)
Παίζει ο Δράκος δυο διπλοσφυριές, παίζει τρεις, τίποτα. Κατεβαίνει τότε τη σκάλα να πάει να γυρέψει τους συντρόφους του. Ο άνθρωπος κατάλαβε τι γύρευε ο Δράκος. Παίρνει τότες ένα κόπανο, του δίνει μια και τον αφήνει στον τόπο.
Έτσι σκοτώθηκε κι ο τελευταίος Δράκος κι έζησαν εκείνοι με το χρυσάφι τους κι εμείς καλύτερα.

Της λεμονιάς η θυγατέρα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασιλιάς και μια βασίλισσα. Είχανε κι ένα μοναχογιό. Αυτό το βασιλόπουλο είχε καλή καρδιά και του άρεσε να βρίσκεται με τους φτωχούς και με τους παρακατιανούς ανθρώπους.
Κάποτε επήγαινε στο κυνήγι. Στη στράτα του απάντηξε μια γρα. Περνούσε από μπροστά της και για να μη τη χτυπήσει, έσυρε τα χαλινάρια του αλόγου του. Μα όσο κι αν επολέμησε, η ουρά του αλόγου ακούμπησε λιγάκι στη μούρη της γρας. Αυτή εμάνισε και του 'πε:
-Την κατάρα μου να 'χεις και να πάρεις γυναίκα σου της λεμονιάς τη θυγατέρα.
Το βασιλόπουλο δεν είπε πράμα, τράβηξε για τη δουλειά του. Στο νου του όμως ήτανε η κατάρα της γρας. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Μια μέρα αποφασίζει να πα γυρεύει τη θυγατέρα της λεμονιάς. Αποχαιρετά τη μάνα και τον κύρη του, φεύγει....
Επήγαινε, επήγαινε και σε μιαν εξώργιά θωρεί μια γρα που πάλευε ν' ανάψει το φούρνο της. Εστάθηκε και την περιγαζότανε. Σαν έκαψε καλά ο φούρνος, πολεμούσε η γρα να τον πανίσει με την ποδιά της. Το βασιλόπουλο τη λυπήθηκε. Έβαλε μάνι-μάνι το γιλέκο του κι επάνισε το φούρνο κι εφούρνισε και τα ψωμιά.
Η γρα ευχαριστήθηκε και τον ρώτηξε:
-Σαν ίντα χάρη θέλεις να σου κάμω εδά παλικάρι μου;
-Ίντα σου περνά τουλογουσου, κερά μάνα, που εγώ πάω να γυρεύω της λεμονιά τη θυγατέρα;
Τότες η γρα του μολόγησε πως ήτανε δράκισσα κι αν δεν της είχε καλομιλημένα, θα τον έτρωγε. Μα τώρα τη σκλάβωσε με τον αρχοντικό του τρόπο και δεν μπορεί να του κάμει κακό.
-Άντε θα σε βοηθήσω σε τούτη τη μπελαλίδικη δουλειά που 'βαλες ομπρός σου. Πρέπει όμως να μ' ακούσεις καλά. Ο ανηψιός μου ο δράκος, βλέπει το απάτητο περβόλι που 'χει μέσα τη λεμονιά. Σα θες να πας, πολύ θα τυραννίστεις. Μα να το κατέχεις, τυχερό σου είναι και θα την πάρει της λεμονιάς τη θυγατέρα. Ακούς;
-Ακούω κερά μου, ορμήνεψε με, είπε με αγωνία το βασιλόπουλο.
-Έμπα σε κείνο το χωράφι και πάρε δέκα αρνιά μεγάλα και δέκα μικρά να τα σέρνεις μαζί σου. Στη στράτα σου θ' απαντήξεις ένα σπαρμένο. Οι κεφαλές δε θα 'ναι στάρι, μόνο θα 'ναι διαμαντόπετρες. Να μην κόψεις ούτε μια κεφαλή. Μόνο να σφαλίσεις τα μάτια σου, να μη σε θαμπώσει η λαμπιράδα. Στην άκρη του κάμπου θα βρεις ένα λιοντάρι. Να του πετάξεις να φάει τα δέκα μεγάλα αρνιά κι απέ να τρέξεις με τ' άλογο σου να εξαφανιστείς. Θα φτάξεις σ' έναν ποταμό που πίσω του ορθώνεται ένα βουνό. Θα περάσεις τον ποταμό, θα περάσεις και το βουνό και θα φτάσεις σ' ένα καμπουλάκι. Ούτε να το βάλει ο νους σου πως εκουράστηκες. γιατί θα σηκωθεί σκόνη πολή, θα σταβώθούνε τα μάτια σου και δε θα μπορείς να συνεχίσεις. Σα φτάξεις στο καμπουλάκι, θα δεις ένα μεγάλο καταπράσινο περβόλι γεμάτο πορτοκαλιές με ολόχρυσα πορτοκάλια. Πάλι να κάνεις πως δεν τις θωρείς. Αναμεσός στις πορτοκαλιές είναι μια μικρούλα λεμονιά με τρία λεμονάκια. Τη λεμονιά βέβαια τη φυλαει ο ανηψιός μου ο δράκος. Αν δεις κι έχει σφαλιχτά τα μάτια του, είναι ξύπνητός και να πανα κρυφτείς να μη σε καταλάβει.
Αν δεις και είναι ανοιχτά τα μάτια του, κοιμάται. Κάμε τότε ξέγνοιαστος τη δουλειά σου. Να κόψεις γερά-γερά και τα τρία λεμονάκια. Σαν κόψεις τα λεμόνια να φύγεις και να 'χεις έτοιμα τα δέκα αρνάκια να τα πετάξεις πάλι του λιονταριού. Από κει και πέρα δεν έχει να φοβάσαι. Μονάχα να μην κόψεις λεμόνι, αν δεν είσαι κοντά σε νερό...
Άκουσε το βασιλόπουλο αυτά που του 'πε η γρα. Την ευχαρίστησε, πήρε τ' άλογο του, πήρε και τ΄αρνάκια και εκίνησε.
Πήγαινε μέρες. Μεροξημερωνόταν στις στράτες. Πέρασε τον κάμπο με τα στάχυα, πέρασε το λιοντάρι, πέρασε τον ποταμό και το βουνό, βρίσκει στο τέλος το περβόλι. Έκανε κατά γράμμα ό,τι τον είχε ορμηνέψει η γρα. Έκοψε τα λεμονάκια του κι έφυγε γρήγορα. Αφού είχε περάσει και το λιοντάρι, έφτασε πια σ' ένα ξέφωτο αποκαμωμένος, Δεν έκανε άλλο υπομονή. Κόβει το ένα λεμόνι. Μεμιάς πετιέται από μέσα μια όμορφη κοπελιά.
-Διψώ, του λέει.
Δεν είχε βέβαια νερό να της δώσει κι ίσαμε ν' ανοιγοσφαλήξει τα μάθια του, πέφτει χάμω ξερή. Το βασιλόπουλο θλιμμένο πήρε πάλι το δρόμου.
Πήγαινε, πήγαινε και θωρεί απ' αλάργο μαι μαρμαρένια πλάκα. Βάνει ο νους του πως είναι βρύση, κόβει και δεύτερο λεμόνι. Βγαίνει μαι ομορφότερη κοπελιά και λέει πάλι "διψώ". Τρέχει αυτός στην πλάκα μα η πηγή ήταν στερεμένη. Πεθαίνει έτσι κι η δεύτερη κοπελιά.
Από τη στεναχώρια του έσερνε το βασιλόπουλο τα μαλλιά της κεφαλή του.
-Α, δεν ξανακάνω άλλο λάθος. Θα περιμένω να φτάξω στην κρύα βρύση μας που παίρνουνε νερό οι σκλάβες του παλατιού, συλλογίστηκε.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει κάποτε στην κρύα βρύση. Γεμίζει νερό το χρυσό τάσι του και κόβει το λεμόνι. Πετιέται πάλι μια ακόμη πιο όμορφη κοπελιά. Της δίνει νερό και πίνει.
Ευχαριστήθηκε πολύ το παλικάρι που είχε δική του πια τη θυγατέρα της λεμονιάς και σκέφτηκε πως τς πρέπουνε μεγάλες δόξες.
-Ανέβα δα κερά ου σε τούτο το δέντρο, μα μη σε τρώει ο ήλιος, και θα πάω 'γω στο παλάτι του πατέρα μου να τους πω να κάνουν τις προετοιμασίες, να 'ρθουμε να σε συνεπάρουμε, της είπε.
-Καλά, του λέει εκείνη, μόνο πρόσεξε μην αφήσεις να σε φιλήσει η μάνα σου , γιατί θα με λησμονήσεις.
Το βασιλόπουλο της έδωσε την υπόσχεση του και ξεκίνησε για το παλάτι.
Έφτασε πολύ γρήγορα. Ούτε δρόμο, ούτε κούραση είχε καταλάβει απ' τη χαρά του. Θωρεί τον η μάνα του και τρέχει στην αγκαλιά του.
Μα κεινος δεν άφησε να τον φιλήσει, μόνο παράγειλε να ετοιμάσουνε την υποδοχή για τη νύφη. Μέχρι να γίνουνε τα σχετικά, ξάπλωσε αυτός σ' ένα καναπέ να πάρει έναν υπνάκο.
Σε λιγάκι ξυπνά, θωρεί φασαρίες, μουσικές, πανηγύρια. Ρωτά, ίντα τρέχει τη μάνα του.
-Δε μας είπες, γιε μου, να ετοιμαστούμε να πα πάρουμε τη νύφη;
-Χωρατάδες κουβεδιάζετε μάνα; Δεν είπα εγώ τέτοιο πράμα.
Σταματούνε όργανα κι ετοιμασίες. Πού να 'ξερε το καημένο το παλικάρι ότι την ώρα που κοιμότανε, η μάνα του πήγε και τον φίλησε! Πάει, ξέχασε την αγαπημένη του...
Η θυγατέρα της λεμονιάς περίμενε άδικα πάνω στο δέντρο. Έκλαψε, έκλαψε, από τα πολλά της δάκρυα γίνηκε μια λιμνούλα καθάργιο νερό κάτω απ' το δέντρο.
Οι σκλάβες του παλατιού επηγαίνανε κάθε μέρα να πάρουνε νερό. Θωρούσανε τη λιμνούλα, θωρούσανε που ζωγραφιζόταν μέσα η μούρη της λεμονθυγατέρας και νομίζανε πως ήτανε οι μούρες τους. Εσπούσαν λοιπόν τις στάμνες τους και γυρίζανε στο παλάτι δίχως νερό. Η μαγείρισσα - που ήτανε κι αυτή σκλάβα -επονηρεύτηκε κι επήρε μια-μια τις σκλάβες να τις ρωτά΄ίντα κακό τους συμβαίνει και δεν φέρνουνε πια νερό.
-Δε θωρείς τα κάλλη μου και την ομορφιά μου; Νερό μου πρέπει μένα να κουβαλώ; απαντούσανε όλες.
Μια και δυο πάει κι αυτή στην κρύα βρύση να δει τι συνέβαινε. Θωρεί που άστραφτε η λιμνούλααπ' τα ξανθά μαλλιά της κοπελιάς. Θωρεί και την κοπελιά απάνω στο δέντρο. Την παίρνει με το καλό κι αρχινά αυτή να της ανιστορεί τα βάσανά της. Η σκλάβα έκανε πως την ψυχοπονάται.
-Σαν ίντα πρέπει να γενεί, για να σε ξαναθυμηθεί το βασιλόπουλο κερά μου;
-Δε σηκώνει άλλο γιατρικό, μόνο να τον ξαναφιλήσει η μάνα του, είπε η λεμονοθυγατέρα.
Μόλις τ' άκουσε τούτο σκλάβα, δίνει μια σπρωξιά της κοπελιάς και τη φουντάρει στη λιμνούλα. Περίμενε να τη δει να χάνεται κι ανέβηκε ύστερα κείνη στο δέντρο.
Σε λίγη ώρα πάει η παραμάνα να πάρει νερό. Ακούει μια παραπονιάρικη φωνή να της λέει:
-Αχ καλή κερά μάνα, τόσο καιρό κάθομαι σε τούτο το δεντρό και περιμένω το βασιλόπουλο να 'ρθει να με πάρει. Κάμε μου τη χάρη να πεις της μάνας του να τον φιλήσει κι έτσι θα θυμηθεί κι εμένα την καημένη. Δε βαστώ πια τα βάσανα, έτσι μου 'ρχεται να δώσω μαι στη λιμνούλα να πνιγώ!
Η παραμάνα ήταν γυναίκα πονόψυχη. Πήγε γραμμή στη βασίλισσα. Της λέει την ιστορία, φιλεί αυτή το γιο της και το βασιλόπουλο θυμάται μεμιάς την κοπελιά του.
Την ίδια μέρα πήγε τρεχάτος στο δεντρό. Θωρεί μια γυναίκα που δεν του θύμιζε πράμα. Ήτανε βέβαια η ασχημομούρα η αράπισσα.
-Ποια είσαι συ, πως βρέθηκες εκεί πάνω;
- Ο ήλιος κι ο αέρας με δέρνανε τόσες μέρες, καλέ μου. Εκατάντησα σ' αυτό το χάλι, μα έχω τα θάρρρη μου στο θεό πως θα ξανάρθω στον πρώτο μου λογαριασμό...
Ίντα να κάμε και το βασιλόπούλο, παίρνει την και την πάει στο παλάτι. Λέει σ΄όλους να την προσέχουνε, μήπως και ξαναβρεί τον εαυτό της.
Αυτή δεν είχε μόνο άσχημη μούρη, είχε και κακή καρδιά. Ο κόσμος δεν την ήθελε, μα τι να κάμει; Είχανε τις ελπίδες τους πως θα κάμει τουλάχιστον ένα παιδί στο βασιλόπουλο. Μα ούτε γι'αυτό ήτανε ικανή....
Το βασιλόπουλο ήτανε καταλυπημένο. Έφευγε κάθε μέρα για κυνήγι να ξεχνάει τη στενοχώρια του...
Κάποια φορά ένας ψαράς έριχνε τα δίχτυα του στη λιμνούλα της λομονοθυγατέρας. Βγάζει ένα ψαράκι ζωντανό. Το βάζει σε μια γυάλα και το πάει χάρισμα στο παλάτι.
Η γυναίκα του βασιλόπουλου φούντωσε όντα έμαθε από που ψαρεύτηκε το ψάρι. Το΄παίρνει και σφάζει. Καθαρίζει το μοναχή της και πετάει τα λέπια του στο περβόλι. Έπειτα το μαγείρεψε και 'φαγε. Με τον καιρό, εφύτρωξε στον τόπο που είχανε πεταχτεί τα λέπια μια λεμονιά. όταν καθότανε στον ασκιανό της το βασιλόπουλο, έριχνε ανθούς και το ράντιζε. Μα σαν καθότανε η αράπισσα, έριχνε αγκάθες και την αγκυλώνανε. Μανίζει αυτή, βάνει τον περιβολάρη να κόψει τη λεμονιά. Του παράγγειλε μάλιστα να κάψει τα ξύλα και να μη δώσει κανενός ούτε κλωναράκι.
Την ώρα που κόβανε τη λεμονιά, ξεφεύγει ένα πελεκούδι κι πάει και δίνει την καμπούρα μιας γρας. Το παίρνει η γρα, πάει στο σπίτι της. Ανάβει φωτιά και το πετά κι αυτό μέσα. Ακούει τότε μια σπαραχτική φωνή: "καίγομα, καίγομα". Βγάνει το πελεκούδι όξω και πετιέται τότε ομπρός της μια όμορφη κοπελιά με ολόχρυσα μαλλιά. Η γρα φοβήθηκε να δει τέτοιο πράμα, μα λυπήθηκε το κορίτσι και το κράτησε στο σπιτάκι της.
Περνούσε έτσι ο καιρός.
Μια μέρα το βασιλόπουλο επήγαινε πάλι στο κυνήγι κι επέρασε απ' την καλύβα της γρας.
-Πήγαινε να του ζητήσει το χτένι του να χτενιστείς και μην του πεις τίποτα για μένα.
Πάει η γρα, ζητά το χτένι, της το χαρίζει το παλικάρι. Το παίρνει η κοπελιά, δένει μια τρίχα απ' τα μαλλιά της πάνω του και λέει πάλι στη γρα:
-Τρέχα μάνα να τον προλάβεις να του το δώσεις πίσω.
Πάει αυτή, τον προφταίνει και του δίνει το χτένι. Σαν το 'δε αυτός σάστισε.
-Που βρήκες κερά τη χρυσή τρίχα;
- Έχω μια μουσαφίρισσα στο σπίτι...
Το βασιλόπουλο δεν περίμενε ν' ακούσει άλλα. Γυρίζει αμέσως στο καλυβάκι της γρας. Η θυγατέρα της λεμονιάς τον περίμενε. Τη γνώρισε αυτός αμέσως. Την παίρνει στην αγκαλιά του κι αρχινά αυτή να του ανιστορεί τα βάσανα της.
Το παλικάρι δεν πίστευε στ' αυτιά του.
-Πως μπόρεσε η σκλάβα η αράπισσα να μας κάνει τέτοιο κακό; Εσύ πέρασες τόσα που δεν τα βάνει ο νους τ' ανθρώπου! Μα κι εμένα τόσο καιρό με κοροΐδευε! Έννοια σου και θα 'βρει την τιμωρία που της αξίζει...
Παίρνει το βασιλόπουλο την κοπελιά και πηγαίνουνε μαζί στο παλάτι. Την αφήνει να περιμένει στο περβόλι. Πάει αυτός και συγκαλεί τη μάνα, τον πατέρα, τους αυλικούς του και την αράπισσα. Γυρίζει τότε και της λέει σοβαρός:
-Για πες μας τουλόγουσου που καταλαβαίνεις πολλά. Αν έχεις ένα πράμα δικό σου αφημένο σ' έναν τόπο και πάει άλλος σου το πάρει και του το χαλάσει, σαν ίτνα τιμωρία λες πως του πρέπει;
-Μα θέλει θεογνωσία άντρα μου; Φυλακή του πρέπει....
Διατάζει τότε το βασιλόπουλο να της κάμουνε την τιμωρία που διάλεξε μοναχή της. Φωνάζει ύστερα της λεμονιάς τη θυγατέρα και την παρουσιάζει σ' όλους.
-Αυτή θα είναι η βασιλοπούλα μας!
Σε λίγες μέρες παντρευτήκανε με χαρές και γλέντια.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα....


Οι τρεις αδερφές

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρεις αδερφές. Εμένανε σ' ένα σκοτεινό σπιτάκι. Ο πατέρα του βασιλά είχε πεθάνει κι είχε βγει μαι διαταγή να μην ανάβουνε φως. Υπήρχαν παντού φύλακες για να φυλάνε τις οικογένειες να τηρούν βασιλική διαταγή.
Τα κορίτσια δούλευαν όλη μέρα για να τα βγάλουνε πέρα.
Μια βραδιά εκεί που κάθονταν, λέει η πρώτη:
-Αχ! και να 'χα του βασιλιά το μάγειρα άντρα μου!
Λέει έπειτα η δεύτερη:
-Αχ! και να 'χα του βασιλιά τον ταμία!
Λέει τέλος κι η τρίτη η μικρότερη:
-Αχ! και να 'χα το βασιλόπουλο γι' άντρα μου! θα του έκανα δυο παιδιά, το ένα να 'ναι σαν τον ήλιο και τ' άλλο σαν το φεγγάρι.
Απ' όξω ήταν ένας φύλακας και τις άκουσε. Φεύγει αμέσως να τα προλάβει όλα στο βασιλιά.
Ο βασιλιάς την άλλη μέρα καλεί και τα τρία κορίτσια στο παλάτι του.
-Σαν ίντα λοιπόν είπες πως θα 'θελες εσύ κοπελιά μου; ρωτά την πρώτη.
Το κορίτσι δίσταζε στην αρχή ν' απαντήσει, μα ύστερα βρήκε το θάρρος και είπε:
-Εγώ, μεγαλειότατε, είπα να 'χα το μάγειρα σου άντρα μου.
Αμέσως φωνάζει το μάγειρα του ο βασιλιάς και τους στεφανώνει.
Ρωτά τη δεύτερη, φωνάζει τον ταμία του, του στεφανώνει κι αυτούς.
Φτάνει η σειρά της τρίτης. Τη ρωτά κι εκείνη τ' αποκρίνεται:
-Μεγαλειότατε, εγώ είπα να σ' είχα άντρα μου και να σου έκανα δυο παιδιά, το ένα να ' τανε ήλιος και τ' άλλο φεγγάρι.
Αμέσως τη στεφανώνεται.
Ξαφνικά γίνεται ένας πόλεμος. Ο βασιλιάς έφυγε για να πολεμήσει. Τότε που έλειπε, η γυναίκα του εγέννησε. Το πρώτο παιδί της ήταν όμορφο σαν τον ήλιο και το δεύτερο σαν το φεγγάρι.
Οι αδερφές της ζηλέψανε πολύ. Είπανε στην παραμάνα που ήτανε φιλενάδα τους, να πάρει τα παιδιά και στη θέση τους να βάλει ένα σκυλάκι κι ένα γατάκι. Πιάσανε μετά και γράψαν στο βασιλιά πως η γυναίκα του εγέννησε ένα σκυλάκι κι ένα γατάκι, αντίς τον ήλιο και το φεγγάρι.
Παίρνει τα μαντάτα αυτά ο βασιλιάς και γίνεται έξω φρενών. Στέλνει αμέσως διαταγή να κλείσουνε τη γυναίκα του στη φυλακή και να μην τη βλέπει άνθρωπος. Ψωμί και νερό να της δίνουνε μόνο...
Η παραμάνα στ' αναμεταξύ είχε βάλε τα παιδιά μέσα σε κασονάκια και τα 'χε πετάξε στη στέρνα του βασιλικού κήπου.
Πάει την άλλη μέρα ο περιβολάρης στη στέρνα να πάρει νερό, βλέπει τα κασονάκια. Τα παίρνει και τα πάει στη γυναίκα του.
-Ίντα θα 'θελες να 'χουν τα κοσονάκια αυτά γυναίκα;
-Ήθελα να ' χουν μέσα ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, τότε μόνο θα 'μουνα ευτυχισμένη, λέει η άτεκνη γυναίκα.
Ανοίγουνε τα κασονάκια και βλέπουνε τα παιδιά. Η χαρά τους δεν περιγράφεται με λόγια...
Περνούσε ο καιρός και τα παιδιά όλο κι ομόρφαιναν. Ζούσαν ευτυχισμένοι οι τέσσερις τους. Μια μέρα όμως, ο γέρος έπεσε και χτύπησε βαριά. Ύστερα από λίγες μέρες πέθανε. Η γριά του από τη λύπη της αρρώστησε. Σε λίγο καιρό έφυγε κι αυτή...
Τα παιδιά έμειναν πια ολομόναχα στον κόσμο. Αναγκάστηκαν να κάνουν μικροδουλίτσες για να βγάζουν το καθημερινό τους. Στο σχολειό όμως συνέχισαν να πηγαίνουν.
Μια μέρα λέει στ' αγόρι ένας συμμαθητής του, ορφανός κι αυτός:
-Έρχεσαι να γενούμε αδέρφια;
Κι έγιναν και ζούσανε ευτυχισμένα.
Από καιρό όμως, είχαν μάθει οι κακές αδερφές πως ζούσανε τα παιδιά. Πάνε, βρίσκουνε το κορίτσι και του λένε:
-Όλα σου καλά, μα αν είχες και το χρυσό πουλί, θα 'σουνα πιο ευτυχισμένη.
Άμα γύρισαν τ' αδέλφια της, τους είπε η κοπελιά για το χρυσό πουλί.
Τότες ο κανονικός της αδερφός παίρνει ένα μπουκάλι, βάζει μέσα νερό και της το δίνει. Της λέει:
-Σαν θα δεις το νερό μέσα στο μπουκάλι να γίνεται αίμα, να 'ρθετε να με γυρέψετε. Πάω να φέρω το χρυσό πουλί!
Πήγαινε, πήγαινε το παλικάρι, μέχρι που απάντηξε μια δράκισσα.
-Καλώς το βασιλόπουλο, του λέει.
-Που το ξέρεις κερά μου εσύ, πως είμαι βασιλόπουλο;
-Αλήθεια είναι παιδί μου, κια ας μην το ξέρεις, όσο αλήθεια είναι πως ήρθες για το χρυσό πουλι.
-Μπορείς να με βοηθήσεις κερά μου, να το βρω;
-Μπορώ και θα το κάνω γιατί θέλω το καλό σου. Θα προχωρήσεις στο δάσος και θα βρεις δυο ψηλά κυπαρίσσια. Το ένα θα είναι μαραμένο και το άλλο δε να 'ναι. Εσύ θα κόψεις από το μαραμένο ένα κλαδί, μα δε θα φοβηθείς καθόλου που θ' ακούσεις φωνές. Αν φοβηθείς, θα 'ρθει το πουλί θυμωμένο, θα σου δώσει ένα χαστούκι και θα μαρμαρωθείς....
Το παιδί τ' άκουσε όλα προσεχτικά, μα στο τέλος φοβήθηκε.
Τ' αδέλφια του το πρωί που σηκωθήκανε είδανε το μπουκάλι γεμάτο αίμα. Τότες λέει τ' άλλο αγόρι στην αδερφή του:
-Εγώ θα πάω να τονε βρω.
Μα κι αυτός έπαθε πάλι τα ίδια.
Άμα είδε το κορίτσι να γεμίζει πάλι αίμα το μπουκάλι, επήρε το δρόμο να βρει τ' αδέρφια της.
Δεν είχε προλάβει να μπει καλά-καλά στο δάσος, όταν είδε τη δράκισσα.
-Καλώς τη βασιλοπούλα!
-Δεν είμαι εγώ βασιλοπούλα, κερά μου.
-Είσαι και το ξέρω καλά, όπως ξέρω ακόμη πως ήρθες για το χρυσό πουλί. Άκου με καλά. Θαβρεις δύο κυπαρίσσια, το ένα θα 'ναι μαραμένο. Θα κόψεις κλαδί από το μαραμένο, πρόσεξε. Θ' ακούσεις φωνές και θα σε βρίζουν. Μην τύχει και φοβηθείς και πετάξεις το κλαδί από τα χέρια σου, γιατί θα φας ένα χαστούκι και θα μαρμαρωθείς σαν τ' αδέλφια σου ....
Το κορίτσι έκανε όπως το 'χε ορμηνέψει η δράκισσα. Δε φοβήθηκε. Με το κλαδί στο χέρι συνέχισε το δρόμο της μέχρι που 'φταξε στα δύο μάρμαρα. Φτάνει τότε και το χρυσό πουλί και της λέει:
-Το θάρρος σου σ' έσωσε κοπελιά μου. Είμαι αιχμάλωτος σου τώρα, τι θέλεις από 'μένα;
-Θέλω τ' αδέρφια μου, του λέει εκείνη.
-Πήγαινε να πάρεις από τη στέρνα νερό και να ράνεις αυτά τα μάρμαρα.
Έκανε το κορίτσι αυτό που της είπε το χρυσό πουλί. Ξαναζωντάνεψαν τ' αδέρφια της.
-Ακούστε με τώρα καλά μου παιδιά. Θα καλέσετε το βασιλιά σε τραπέζι. Θα του προσφέρετε μόνο ψωμί και νερό. Τίποτα άλλο....
Γυρίζουν τα παιδιά στο σπίτι τους, προσκαλούν το βασιλιά.
Έρχεται αυτός, καθίζει στο τραπέζι να δειπνήσει. Περιμένει το φαγητό, τίποτα. Μόνο ψωμί και νερό είχε το τραπέζι.
-Αυτό είναι το φαγητό σας; ρωτά θυμωμένος.
Πριν προλάβουν τα παιδιά ν' απαντήσουν, παρουσιάζεται το χρυσό πουλί. Καθίζει στον ώμο του βασιλιά και του λέει:
-Αυτό είναι το φαγητό που δίνεις στη μάνα τούτων των παιδιών. Είναι τα δικά σου παιδιά. Δεν τα βλέπεις που λάμπουν σαν τον ήλιο, σαν το φεγγάρι;
Γυρίζει ο βασιλιάς και κοιτάζει καλά-καλά τα παιδιά. Ήτανε και τα τρία ομορφοκαμωμένα, μα τα δύο ξεχώριζαν. Πως λάμπανε έτσι τα πρόσωπά τους!
-Μα δεν καταλαβαίνω, λέει τώρα μαλακωμένος ο βασιλιάς. Εγώ δεν είχα ποτέ παιδιά....
Το χρυσό πουλί του διηγήθηκε τότες τι είχε συμβεί μετά τη γέννα της γυναίκας του. Ο βασιλιάς άκουγε χωρίς να βγάνει άχνα. Όταν τα 'χε μάθει πια όλα, γύρισε και αγκάλιασε τα παιδιά του.
-Φάνηκα άδικος παιδιά μου με τη μητέρα σας. Μα που να φανταστώ κι εγώ πως υπήρχε τέτοια ζήλια, τόση κακία από τις αδερφές της. Πάμε γρήγορα να την πάρουμε από τη φυλακή κι εκείνες θα τις λογαριάσουμε όπως τους αξίζει!
-Εμείς δεν πάμε πουθενά χωρίς τον αδερφό μας, του λένε αμέσως τα παιδιά του.
-Αντέστε λοιπόν, κινάμε όλοι μαζί!
Την ίδια κιόλας μέρα η βασίλισσα βγήκε από τη φυλακή και στη θέση της μπήκανε οι αδερφές της. Από τότε η βασιλική οικογένεια ζει καλά κι αγαπημένα κι εμείς καλύτερα...



Ο ξενιτεμένος ψαράς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' ένα μικρό χωριουδάκι ένας ψαράς. Προκομμένος κου δυλευτής όπως ήτανε, εδούλευε ολημερίς κι ολονυχτίς για να βγάνει το καθημερινό του. Ζούσε με τη γυναίκα του και σε λίγους μήνες περίμενανε το πρώτο πρώτο του παιδάκι.
Τα βολεύανε όπως-όπως, μα ήρθαν κάποτε κι οι κακές μέρες. Η παντέρμη θάλασσα δε έβγανε πράμα! Ούτε ψάρι εύρισκε ο φτωχός, ούτε θαλασσινό, ούτε σουπιοχτάποδα.
Ίντα να κάνει, ίντα να γένει! Καλά το 'βαλε στο μυαλό του πως θα πεθάνει της πείνας κι αυτός κι η γυναίκα του.
Συλλογιζόταν ν' αλλάξει δουλειά, να πάει να δουλεύει στ' αμπέλια και στα χωράφια με μεροκάματο. Μα κι εκεί δεν είχε ψωμί...
Το σκεφτόταν από 'δω, το σκεφτόταν από 'κει κι η μόνη λύση που 'βρισκε ήταν να ξενιτευτεί. Να φύγει αλάργο από τον τόπου του, να δώσει των αμαθιών του, μπας κι αλλάξει το ριζικό του. Το είπε και στη γυναίκα του, μα που ν' ακούσει τέτοιο πράμα!
Μα σαν επέρασε ακόμη κάμποσος καιρός κι είδε και αποείδε και εκείνη, μια μέρα αποφάσισε και του το είπε μοναχή της:
-Κάμε άντρα μου το σταυρό σου και πήγαινε στα εφτά καλά του Θεού...
Την άλλη μέρα κιόλας του ετοίμασε του βουργιαλάκι του και ξεκίνησε ο ψαράς για την ξενιτιά.
Περπάτησε μερόνυχτα πολλά, εγύρεψε τόπους και πολιτείες, μα δουλειά δεν εύρισκε. Κατάληξε στα τελευταία σε μια πολιτεία αποκαμωμένος από την πείνα και την κούραση. Κουράγιο δεν είχε ο κακομοίρης ούτε να μιλήσει, ούτε να πει ίντα γυρεύει.
Έτυχε όμως εκεί ένας καλός άνθρωπος, ένα ήσυχο γεροντάκι που είχε ανάγκη από έναν πιστό δουλευτή. Πήρε κοντά του το φτωχό ψαρά και σιγά-σιγά τον αγάπησε σαν παιδί του κι ακόμη πιο πολύ, γιατί ήταν τίμιος κι εργατικός.
Εκέρδιζε αρκετά ο φτωχός, αλλά άντε να δουλέψω ακόμη ένα χρόνο να βάλω στην άκρη πιο πολλά, άντε να δουλέψω άλλον ένα να χτίσω κι ένα σπιτάκι, άντε ακόμη δύο χρόνους ν'αφήσω λίγη περιουσία στο παιδί μου, ξεχάστηκε ο λεγάμενος και καθίζει είκοσι ολόκληρα χρόνια δίπλα στο γεροντάκι.
Άρχισε να γερνά πια, ήταν και του αφεντικού του ψωμιά λίγα, όταν ανιστορήθηκε πως έχει γυναίκα και κοπέλι. Αποφασίζει λοιπόν να ξαναγυρίσει στον τόπου.
Λογαριάζεται με το αφεντικό του, παίρνει τα λεφτουδάκια του κι ετοιμαζότανε να φύγει.
Καθώς τον αποχαιρετούσε το αφεντικό του, του είπε:
-Είκοσι χρόνια μου δούλεψες πιστά και τίμια. Τώρα που χωρίζουμε θέλω να σου πω κι έναν παλιό λόγο που αξίζει πολλά. Μόνο που θα μου τόνε πληρώσεις μια λίρα.
Ο δουλευτής του κοντοστάθηκε.
-Ίντα λόγος να 'ναι και τούτος που αξίζει μια λίρα, σκεφτότανε.
Μα για να μη φανεί αχάριστος στο γέρο που τον προστάτεψε τόσα πολλά χρόνια, βγάνει και του δίνε τη λίρα.
-"Κάμε το καλό και ρίξε το στο γιαλό". Άκουσε μου αυτό το λόγο καλά και δε θα το μετανιώσεις, είπε  σοβαρός ο γέρος.
Εχαμογέλασε ο ψαράς, φορτώθηκε στους ώμους το βουργιαλάκι του κι έκανε να ξεκινήσει. Το αφεντικό όμως του ξαναφωνάζει:
-Αν σου πω άλλον ένα, θα μου τόνε πληρώσει δύο λίρες;
Κοντοσταίνεται πάλι ο ψαράς, ντρεπόταν βέβαια να πει το "όχι". Βγάνει από το σακούλι του τις δύο λίρες και του τις δίνει.
-"Το δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις", αυτό ο λόγος είναι μεγαλύτερης αξίας γι αυτό είναι κι ακριβότερος, είπε το γεροντάκι.
Αν θες τώρα, να πω  ακόμη άλλον ένα, μα για τούτον θα μου δώσεις τρεις λίρες.
Ο ψαράς σκεφτόταν πως το αφεντικό του ή τον περιπαίζει, ή θέλει με κτεργαριά να του πάρει πίσω τα λεφτά που του 'χε δώσει. Ο γέρος όμως κατάλαβε τις υποψίες του:
-Άκουσε καλά ίντα θα σου πω. Μη λυπάσαι τις λίρες. γιατί τούτα τα λόγια έχουν πιο μεγάλη αξία απ' όλο το χρυσάφι του κόσμου. Πρόσεξε τα καλά και μια μέρα θα συγχωράς την ψυχή μου.
Αποφασίζει πάλι ο ψαρά να δώσει τις τρεις λίρες. Τις παίρνει τ' αφεντικό του και του λέει:
-"Φύλαξε το θυμό σου για το αύριο", αυτός είναι ο τελευταίος μου λόγος. Πήγαινε τώρα στην ευχή μου και μην ξεχάσεις ποτέ αυτά τα λόγια που πλήρωσες με χρυσάφι....
Ξεκίνησε ο ψαράς και πήγαινε κατά τον τόπο του. Δεν του 'φευγε από το μυαλό πως αλάφρωσε το κομπόδεμα του χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει.
Είχε σκοτεινιάσει πιο όταν περνούσε από ένα νεκροταφείο. Εκεί που χάζευε, θωρεί έναν άνθρωπο πάνω από κάποιο τάφο να προσπαθεί να ξεθάψει έναν πεθαμένο. Αυτός να δει τέτοιο πράμα, σηκώθηκε η τρίχα του.
-Τι είναι τούτο πάλι! Να μην αφήνουμε τον πεθαμένο άνθρωπο στην ησυχία του! Μεγάλη αμαρτία, σκεφτόταν.
Πλησίασε σιγά-σιγά πάνω από τον τάφο.
-Γιάντα άνθρωπε μου δεν αφήνεις τον κακομοίρη τον πεθαμένο εκειά που κείτεται και δεν πειράζει κανένα;
-Είκοσι λίρες μου χρωστούσε και πέθανε χωρίς να μου τις πληρώσει.
Από που θα τις πάρω τώρα εγώ; Γι αυτό τον ξεθάβω. Θα του βγάλω το χρυσό δαχτυλίδι που φορεί να πάω να το πουλήσω.
Ο ψαρά θυμήθηκε τότε την πρώτη συμβουλή του αφεντικού του. "Κάνε το καλό και ρίξε το στο γιαλό"
-Ας κάνω στον πεθαμένο ένα καλό κι ο Θεός μπορεί να το δώσει στο παιδί μου καμιά μέρα, είπε με το νου του.
Βάνει τον άνθρωπο τότε και ξαναφθιάχνει καλά - καλά τον τάφο. Βγάζει μετά από το σακούλι είκοσι λίρες και του τις δίνει.
Με ήσυχη τη συνείδηση του πήρε πάλι το δρόμο του. Πήγαινε, πήγαινε, μέχρι που  φτάνει σ' ένα χάνι. Κανένας άνθρωπος δεν ήταν έξω. Όμως, μπροστά στην πόρτα έστεκε ένας τρούλος από ανθρώπινα κεφάλια. Επάγωσε το αίμα του μόλις το πρόσεξε και τρύπωσε γερά-γερά μέσα στο χάνι.
Τον είδε ο χανιατζής που 'χε αλλάξει εκατό χρώματα και τον πλησίασε.
-Τι σου συμβαίνει άνθρωπε μου;
Έτοιμος ήταν ο ψαρά να τον ρωτήσει για τον τρούλο με α ανθρώπινα κεφάλια, μα πάλι συλλογίστηκε τη συμβουλή του γέρου: "Το δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις". Έκανε πως δεν κατάλαβε, σιώπησε. Μα πάλι δεν επρόκειτο να ησυχάσει. Ξαφνικά επέσανε τα μάτια σε μια γωνιά και θαμπωθήκανε. Άλλο πάλι και τούτο! Μια χρυσή μηλιά με  ολόχρυσα μήλα ήταν ακουμπισμένη παραπέρα. Τον έτρωγε η περιέργεια, μα θυμήθηκε πάλι τη συμβουλή που είχε πληρώσει δύο λίρες. Γύρισε κι είπε στον ταβερνιάρη να του δώσει κάτι να φάει.
-Μετά χαράς ξένε - του λέει εκείνος- μα δε μου λες, έτσι να χαρείς ό,τι αγαπάς, δεν απόρησες εσύ με τούτα που 'δες; Γιάντα δε ρώτηξες ιντά 'ναι;
-Δε με νοιάζει μένα να ρωτώ για ό,τι θωρώ. Αν θες βάλε μου ένα κρασάκι να ξεδιψάσω και για τέτοια πράματα δε σκοτίζομαι...
-Μπράβο σου, ξένε, του λέει τότε ο χανιατζής με χαρά. Η μηλιά αυτή από σήμερα είναι δική σου!
Ο φτωχός ψαράς σάστισε. Σκεφτόταν πως τον κοορϊδεύει τούτος ο άνθρωπος, ή πως τον πέρασε για κανένα κουζουλό.
-Μη σαστίζεις ξένε, σωστά σου μιλώ. Ο βασιλιάς έστησε εδώ τούτη τη μιλιά. Διέταξε όποιος περάσει και δε ρωτήξει για ότι δει, να 'ναι δική του. Μα αν του ρωτήξει, να του κόβουνε το κεφάλι και να το στήνουνε εκεί απόξω μαζί με τ' άλλα. Ο τρούλος που θωρείς έχει γίνει από τα κεφάλια των περαστικών που ρωτούσανε.
Δεν πίστευε στ' αυτιά του ο φτωχός. Έλα  όμως που του δώσανε τη μηλιά! Τη φορτώνεται κι αυτος στον ώμο και ξεκινάει. Στο δρόμο σκεφτόταν το αφεντικό του.
-Μωρέ καλά που το 'λεγε το γεροντάκι πως τα λόγια του αξίζουν πιο πολύ κι απ' όλο το χρυσάφι του κόσμου! Ο θεός ν' αγιάσει την ψυχούλα του,  και τη χρυσή μηλιά με ταχρυσά τα μήλα πήρα και το κεφάλι μου γλίτωσα!
Την άλλη μέρα πια έφταξε στο χωριουδάκι του. Ετρέμανε τα φυλλοκάρδια του από χαρά κα συγκίνηση, μόλις είδε από μακριά τα χαμηλά του σπιτάκια. Φύλαξε σ'ασφαλές μέρος τη μηλιά του για τα περίεργα μάτια του κόσμου και πήρε το δρόμο του . Τα πόδια του δεν τον βαστούξαν καθώς ανηφόριζε στη γειτονιά του. Κανείς δεν εγνώριζε, τον περνάνε για ξένο. Αυτός όμως θυμόντανε όλα τα κατατόπια και πήγε γραμμή στο σπίτι του. Ίντα να δει όμως! Πουθενά το φτωχοκάλυβό του, στη θέση του ήταν κτισμένο ένα μεγάλο δίπατο σπίτι.
-Μωρέ πέθανε η γυναίκα μου κι ήρθε κανείς πλούσιος και 'χτισε , ή μπας κι εξαναπαντρεύτηκε και πήρε κανένα με πολλά λεφτά, συλλογιζόταν.
Δεν χάνει καιρό και χτυπά την πόρτα. Προβάλλει η γυναίκα του μα δεν έδειξε να τον γνώρισε.
-Ίντα γυρεύεις ξένε;
-Νυχτώθηκα κερά μου σε τούτο τον τόπο και δεν έχω που να μείνω. Αν είσαι καλή χριστιανή, φιλοξένησε με απόψε. Ο Θεός που 'ναι μεγάλος θα σου το πληρώσει...
-Μετά χαράς μια κι έχω τόπο. Είναι και μένα ο άντρας μου στα ξένα χρόνους πολλούς. Ίσως βρεθεί και γι αυτόν ένας καλός άνθρωπος να του δώσει στέγη καμιά φορά. Ορίστε, πέρασε.
Ο ψαράς μόνο που δε ρίχτηκε στην αγκαλιά της γυναίκας του. Μα βαστάχτηκε. Έπρεπε πρώτα να σιγουρευτεί καλά για την πίστη της. Η γυναίκα του 'δειξε την κάμαρα που θα τον φιλοξενούσε και τον άφησε έπειτα να ξεκουραστεί. Εκεί που καθότανε ξαφνικά μιλιές στην πόρτα, μια αντρική και μια γυναικεία. Αμέσως πέρασε από το νου του πως ο άντρας που ακουγότανε ήταν ο αγαπητικός της γυναίκας του. Φούντωσε, συλλογιζότανε να πάει να τους σφάξει και τους δύο. Θυμήθηκε όμως πάλι την τελευταία συμβουλή του αφεντικού του. "Φύλαξε το θυμό σου για το αύριο". Φυλάει κι αυτός το μαχαίρι του και στις μύτες τοων ποδιών του κατεβαίνει στη σάλα. Ζάρωσε σε μια γωνιά και κρυφάκουγε.
Ο άντρας με τη γυναίκα γλυκοκουβεντάζανε.Τίποτα αστεία θα λέγανε γιατί γελοχαχανίζανε κι οι δυο τους.
Ο ψαρά όλο κα φούντωνε. Το μαχαίρι δεν του 'φευγε απ' το μυαλό.
Ξαφνικά όμως ακούει τον άντρα να λέει:
-Βάλε μου κι έμενα μάνα λίγο νερό.
Η μούρη του ψαρά γίνηκε σαν το κερί κίτρινη.
-Ίντα πήγαινα να κάνω ο κακομοίρης, το παιδί μου θα σκότωνα...., σκεφτότανε. Αχ, ο άνθρωπος άμα θυμώνει χάνει το λογικό του!
Μόλις συνέφερε απ' την τρομάρα, σηκώθηκε και παρουσιάστηκε όσο πιο ήρεμος γινότανε.
-Κερά μυ δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος. Άκουσα πως είσαστε και σεις  ξυπνητοί κι ήρθα να βεγγερίσουμε. Αν δε σας γίνομαι βάρος βέβαια...
Τον δεχτήκανε κι οι δυο με ευγένεια και πιάσανε τις συζητήσεις. Από κουβέντα σε κουβέντα φτάσανε και στους ξενιτεμένους.
-Μου 'πες θαρρώ πως κι ο άντρας σου λείπει πολλά χρόνια στην ξενιτιά, είπε ο ψαράς στη γυναίκα.
-Καλή του ώρα, λέει η γυναίκα. Είκοσι χρόνια μας λείπει. Να 'ξερες ξένε με πόση αγωνία τον καρτερούμε ακόμη. Είμσατε περήφανοι για αυτόν. Βλέπεις τούτο το σπιτάκι; Μια βδομάδα το 'χουμε. Πριν ξενοδουλεύαμε  και ζούσαμε από 'δω κια από 'κει. Το καλυβάκι μας το 'χαμε πουλήσει από τότε που 'φυγε ο άντρας μου. Πως να τα βγάλουμε πέρα; Μα πριν λίγες μέρες ήρθε και με βρήκε ένας καλός άνθρωπος μ' ένα πουγγί χρυσές λίρες. "Για το καλό που μου ' καμε ο άντρας σου", μου είπε και μου τις έδωσε. Έτσι πήραμε αυτό το σπιτάκι και ζούμε τώρα μια χαρά...
Ο ψαράς άμε΄σως κτάλαβε. Θυμήθηκε τον πεθαμένο που τον είχε βοηθήσει ν' αναπαυθεί ήσυχος.Να το καλό που 'χε κάνει, να κι η ανταμοιβή του!
Με συσκολία μπορούσε τώρα να κρύψει τη συγκίνηση του.
-Κι άμα έβλεπες κερά τώρ αοτν ξενιτεμένο σου άντρα, θα τον γνώριζες;
-Που να τον γνωρίσω καλέ μου άνθρωπε, που λείπει τόσα χρόνια!
Δεν θωρείς κοτζάμ γιο που 'χουμε και δεν τον έχει δει ακόμα;
Τα μάτια της γυναίκας γεμίσανε δάκρυα.
-Δεν έχει κανένα σημάδι στα χέρια, στα πόδια, κάπου αλλού, ου να το θυμάσαι καλά; ξαναρωτά ο ξένος.
Συλλογίζεται λιγάκι η γυναίκα κι ύστερα λέει:
-Ναι, στο μεσακό δακτύλι του δεξιού χεριού είχε ένα σημαδάκι. Μια φορά του κάρφωσε ένα αγκίστρι -γιατί ήτανε ψαράς- και για να του το βγάλουμε του σκίσανε το δακτύλι.
Ο ψαράς δε βάσταξε άλλο. Σιμώνει στη γυναίκα, της δείχνει το δακτύλι και τη ρωτά γελαστός:
-Γνωρίζεις το;
Αυτή απόμεινε σαν την αποσβολωμένη. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του  και μια γελούσε, μια έκλαιγε. Σίμωσε και το κοπέλι κι αγκαλιαστήκανε κι οι τρεις.
Από τότε ζούνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!


Το βασιλικό σκυλάκι

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρία βασιλόπουλα. Μια Κυριακή πρωί - πρωί ξεκίνησαν να πα΄νε για κυνήγι. Πήρανε δρόμο μακρύ, ίσαμε τρεις ώρες. Όταν πια φτάσανε στο δάσος συνάντησαν τρία μονοπάτια. Συνεννοήθηκαν να πάρει ο καθένα από ένα και να ξανασυναντηθούν στο ίδιο μέρος κατά το σούρουπο.
Ο ένας σκότωσε πολλά πουλιά. Ο άλλος λαγούς και πέρδικες. Ο τρίτος δεν ηύρε τίποτα. Έμεινε ως τη νύχτα στο βουνό κι απελπισμένος πήρε κάποτε το δρόμο για να φύγει. Εκεί που πήγαινε τ' απάντηξε ένα μικρό σκυλάκι. Είχε σκοτεινιάσει και το βασιλόπουλο δεν καλοέβλεπε. Γύρισε το τουφέκι του να το σκοτώσει.
-Μη με σκοτώσεις, του λέει, κι είμαι σκυλάκι σαν το σκυλάκι σου.
-Σκυλάκι είσαι ή σφανταχτό, το ρώτηξε σαστισμένος.
Μα κείνο του  'πε πάλι τα ίδια. Του 'καμε μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Εκείνος τότε το πήρε με χαρά στην αγκαλιά του και τράβηξε για την πολιτεία του.
Βρήκε τους συντρόφους του στο κανονισμένο μέρος. Το σκυλάκι τους χαιρέτηξε με μια αστεία υπόκλιση.
-Καλησπέρα σας!
Τα βασιλόπουλα έμεινα αποσβολωμένα να το κοιτούν. Άμα συνήλθαν, πήρα το δρόμο τους. Άχνα μέχρι να φτάσουν στο παλάτι... Αλλά κι εκεί να δείτε σάστισμα. Όλοι κοιτούσαν το σκυλάκι που μιλάει και σταυροκοπιόνταν. Σιγά - σιγά όμως, άρχισαν να το συνηθίζουν. Το βασιλόπουλο το 'χε στην αγκαλιά του μέρα - νύχτα.
Κάποια φορά όμως, έφυγε μοναχός το για ένα γάμο. Το σκυλάκι έμεινε στην κάμαρα του να τον ανημένει. Όταν κατάλαβε να 'χει ησυχάσει όλο το παλάτι, πάει κοντά στο παραθύρι. Βγάζει μια τρίχα από το σώμα του και την καίει. Φτάνει τότε η μάνα του σε μια ολόχρυση άμαξα με δύο άλογα  φτερωτά. Του κρατούσε μαι φανταχτερή φορεσιά, τον ουρανό με τ' άστρα! Βάζει το σκυλάκι τη φορεσιά και γίνεται μια πεντάμορφη κοπέλα. Μπαίνουν τότε στην άμαξα και πάνε εκεί που γινόταν ο γάμος.
Μόλις εμφανίστηκαν, το βασιλόπουλο διέταξε να κάνουν χώρο για να περάσουν. Βοήθησε την κοπελιά να κατεβεί από την άμαξα. Ήταν θαμπωμένος από την ομορφιά της. Της πρόσφερε το μαντήλι του και την πήρε στο χορό.
Χορεύανε ώρα πολλή δίχως να μιλούν. Ξαφνικά η κοπελιά αρπάζει το μαντήλι του βασιλόπουλου και τρέχει προς την άμαξα της. Τρέχει ξοπίσω της το βασιλόπουλο, μα που να τη προλάβει! Φτερά είχε στα πόδια της; Διατάζει τον κόσμο να σταματήσει την ολόχρυση άμαξα. Μα η κοπελιά - το σκυλάκι δηλαδή - χαμογελούσε γλυκά στους ανθρώπους και τους πετούσε από το τσαντάκι της χρυσά φλουριά. Πέσανε αυτοί πάνω στα φλουριά. Καθένας κοίταζε να μαζέψει για την πάρτη του όσα περισσότερα μπορούσε. Που να προλάβουνε έτσι την άμαξα!
Γρήγορα μάνα και κόρη φτάξανε στο παλάτι. Η πεντάμορφη κοπέλα μπήκε στην προβιά και ξανάγινε σκυλάκι. Η μητέρα της πήρε την άμαξα κι εξαφανίστηκε.
Αργά το βράδυ γύρισε και το βασιλόπουλο καταπικραμένο, αμίλητο.
Οι δούλες πήραν το σκυλάκι και του ανιστορούσαν τι έγινε.
-Πού να 'σουν να δεις που 'ρθε μιαν άμαξα ολόχρυση με μια ωραία κοπέλα! Το βασιλόπουλο τη χόρεψε, μα κείνη του άρπαξε το μαντήλι κι έφυγε από το χορό. Διέταξε να την πιάσουνε, μα η πεντάμορφη πετούσε φλουριά κι ο κόσμος τα μάζωνε. Πήραμε κι εμείς από τέσσερα!
Κι εκείνο του έλεγε:
-Που να 'μουν εγώ, που ο κόσμος θα με πατούσε;
Την άλλη Κυριακή γινότανε μιαν αρραβώνα και το παλάτι ήταν πάλι καλεσμένο. Μόλις εφύγανε όλοι, το σκυλάκι βγάζει πάλι μια τρίχα του και την τσικνώνει. Φτάνει τότε η μάνα του με την ολόχρυση άμαξα. Του κρατούσε μια χρυσοκέντητη φορεσιά με τη θάλασσα και τα ψάρια. Βγαίνει το σκυλάκι από την προβιά του, βάζει τη φορεσιά του, γίνεται η πεντάμορφη κοπέλα και ξεκινάνε γι την αρραβώνα.
Όταν το βασιλόπουλο την είδε να φτάνει, διέταξε να της κάνουν τόπο να περάσει. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά που την ξανάβλεπε. Της πρόσφερε το χέρι του και σύρανε μαζί το χορό.
Εκεί που χορεύανε χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι, η κοπελιά ξεγέλασε το βασιλόπουλο και του πήρε το κομπολόι. Τρέχει γρήγορα στην άμαξα της, τρέχει αυτός ξοπίσω της. Διατάζει να την πιάσουνε, αλλά που! Όλοι κοιτούσαν πως και πως να μαζέψουνε πάλι τα φλουριά που τους πετούσε η πεντάμορφη.
Γυρίζει αυτή στο παλάτι και ξαναγίνεται σκυλάκι. Γυρίζει και το παλικάρι απογοητευμένο. Οι δούλες με τη σειρά τους ανιστορούσαν στο σκυλάκι ότι είδανε και πως πήρανε φλουριά κι εφύγανε.
Την άλλη Κυριακή πάλι τα ίδια. Πάει το βασιλόπουλο σε μια βάφτιση, πάει και το σκυλάκι σαν πεντάμορφη κοπέλα. Αυτή τη φορά η φορεσιά της είχε τον κάμπο μ' όλα του τα λουλούδια. Την είδε πάλι το βασιλόπουλο κι αρχινήσανε το χορό. Την κρατούσε σφιχτά για να μην τη χάσεϊ για τρίτη φορά, μα εκείνη πάλι έκανε το δικό της. Εκεί που χορεύανε, του πήρε το δαχτυλίδι κι εξαφανίστηκε. Τα φλουριά άλλη μια φορά ξεγέλασαν τον κόσμο.
Το βασιλόπουλο αρρώστησε από τη λύπη του. Νύχτα - μέρα στο κρεβάτι του απαρηγόρητος. Εφώναξε η μάνα του γιατρούς, μα που να βρούνε την αρρώστια του! Είπανε τέλος ν' αλλάξει τον αέρα του, να περάσει θάλασσα μακρινή , μήπως και τον συνεφέρει το ταξίδι.
Διέταξε η βασίλισσα να του κάνουνε γλυκίσματα. Εκάλεσε δέκα κορίτσια να ζυμώσουνε κουλούρια. Το σκυλάκι εγύρεψε τότε ζύμη κι έκαμε κι αυτό τρία. Στο ένα έβαλε το μαντήλι, στο άλλο το κομπολόι και στο άλλο το δαχτυλίδι.
Όταν τελείωσαν οι ετοιμασίες, το βασιλόπουλο ξεκίνησε για το ταξίδι του. Στο πλοίο έβγαλε τα κουλούρια του κι άρχισε να τρώει. Σάστισε σαν βρήκε το μαντήλι, το κομπολόι και το δαχτυλίδι του. Διέταξε τον καπετάνιο ν' αλλάξει την πορεία του και να γυρίσουν χωρίς αργοπορία πίσω.
Η μάνα του δεν πίστευε στα μάτια της, όταν τον είδε την ίδια μέρα πίσω στο παλάτι. Μα κείνος δεν είχε καιρό για εξηγήσεις. Το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει ποιος έκανε τα κουλούρια. Η βασίλισσα του είπε πως τα ' καμε το σκυλάκι.
Βρίσκει το βασιλόπουλο το χαϊδεμένο του σκυλάκι κι από το θυμό του ήταν έτοιμο να το σκοτώσει. Μεμιάς μεταμορφώνεται αυτό στην πολυαγαπημένη του όμορφη κοπέλα. Του τα μαρτύρησε όλα και του εξήγησε πως για να έμενε κοντά του έπρεπε το ίδιο να έχει δοκιμάσει το βασιλόπουλο.
Σε λίγες μέρες εστεφανωθήκανε κι έγινε τρικούβερτο γλέντι. Εζήσανε από τότε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Ο αράπης και η φτωχοπούλα

Ήταν μαι φορά κι έναν καιρό ένας γέρος φτωχός, μα τόσο φτωχός, που δεν είχε ούτε αλάτι. Ζούσε με τις κόρες του, που ήταν όμορφες σαν τα κρύα τα νερά. Σπίτι δεν είχαν κι έμεναν σε  μια καλύβα, ρούχα δεν είχαν και  φορούσανε κουρέλια. Μα και φαγητό δεν είχαν πολλές φορές να φάνε κι έμεναν  νηστικοί.
Μια μέρα λέει ο γέρος στις κόρες του:
-Θα πάρω 'γω, παιδιά μου, ένα καλάμι να πάω να ψαρέψω. Αν πιάσω κανένα ψάρι θα το ψήσουμε να φάμε, μην πεθάνουμε της πείνας....
Παίρνει κιόλας ο γέρος το καλαμάκι του και πάει στην ακροθαλασσιά.
Καθίζει πάνω σ' ένα βράχο, βάζει δόλωμα στ' αγκίστρι του και το ρίχνει στη θάλασσα. Δεν άργησε να πιάσει το πρώτο ψάρι του. Στάθηκε τυχερός εκείνη την ημέρα. Μέχρι το μεσημεράκι είχε βγάλει μια καλή ψαριά.
-Θα φάμε σήμερα σαν άνθρωποι, δόξα το Θεό, σκεφτόταν στο δρόμο της επιστροφής. Γύρισε στο καλυβάκι του ολόχαρος.
Την άλλη μέρα ξαναπάει ο γέρος για ψάρεμα. Κάθεται στον ίδιο βράχο και περιμένει τα ψαράκια να τσιμπήσουν το αγκίστρι του. Περιμένει, περιμένει, μα του κάκου. Η ώρα περνούσε και στο πανέρι του δεν υπήρχε ούτε ένα ψάρι.
-Ίντα θα κάνω εδά ο κακομοίρης, μονολογούσε. Νηστικά θ' αφήσω τα κορίτσια μου; Αχ!
Ώσπου να πει το "αχ!"άνοιξε αμέσως ο βράχος που ήτανε δίπλα και ξεπρόβαλε ένας αράπης.
-Τι με θέλεις γεροντάκι;
Το γεροντάκι φοβήθηκε άμα είδε τον αράπη.
-Μα δεν σε φώναξα εγώ, αράπη μου!
-Τότε ποιο φώναξε τ' όνομα μου, παρακαλώ; Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ γύρω;
-Μα ποιο είναι τ' όνομα σου αράπη μου;
-"Αχ" είναι τ' όνομα μου, αφού κάνεις πως δεν το ξέρεις.
-Όφου, όφου, εγώ ο κακομοίρης είπα το "αχ", όχι για να σε φωνάξω, μα επειδή αναστέναξα.
-Και γιάντα αναστενάζεις παππού; τον ρώτησε πιο μαλακά τώρα ο αράπης.
-Να, περίμενα πως θα 'βγαζα σήμερα κάνα ψαράκι για τα κορίτσια μου, μα ήμουν άτυχος, άδειο θα γυρίσω το πανέρι μου, Έχουμε μεγάλη φτώχεια, καμιά μέρα θα πεθάνουμε από την πείνα. Δεν με νοιάζει για μένα, είμαι γέρος καθώς βλέπεις, μα σκέφτομαι τις κόρες μου που είναι νιες κι όμορφες.
-Δε λες, γεροντάκι μου, στις κόρες σου, αν θέλει καμία να τηνε πάρω γυναίκα μου; Έχω άφθονα πλούτη και θα ζήσει όπως θέλει.
-Να 'σαι καλά αράπη μου, θα τους το πω κι ας κρίνουν μοναχές τους.
Αποχαιρετίστηκαν και τράβηξε ο γέρος στο καλυβάκι του. Βρίσκει τις κόρες του, καθίζει και τους ανιστορεί τι έγινε. Μόλις τελείωσε, πετάγεται η μεγαλύτερη κόρη:
-Δεν πάω εγώ να ζήσω μ' ένα αράπη που δεν τονε ξέρω καν.
-Ούτε εγώ πάω να ζω κάτω απ' το βράχο, απάντησε η δεύτερη.
-Εγώ θα πάω! είπε η μικρότερη. Καλύτερα με τον αράπη παρά με την πείνα και τα κουρέλια μας.
Την άλλη μέρα πρωί - πρωί πάει με τον πατέρα της στο βράχο του αράπη. Αναστενάζει  ο γέρος κι ανοίγει αμέσως ο βράχος Παρουσιάζεται μπρος τους ο αράπης.
-Καλή σου μέρα, αράπη μου, σου έφερα τη θυγατέρα μου, είπε ο γέρος.
Γυρίζει τότε ο αράπης προς την κοπελιά. Την καλοκοιτάζει και της λέει:
- Θέλεις στ' αλήθεια να καθίσεις μαζί μου; Δε θα στεναχωριέσαι;
-Θέλω! Αν δεν ήθελα δε θα 'ρχόμουνα.
-Μα καλά να το σκεφτείς, γιατί θα κλειστείς μέσα στο βράχο και δε θα βλέπεις άνθρωπο.
-Δε με πειράζει εμένα αράπη μου, ας μη βλέπω κι ανθρώπους!
Πατέρας και κόρη τότε αποχαιρετίστηκαν. Ο αράπης πήρε τη γυναίκα του και μπήκανε στο βράχο. Έκλεισε ο βράχος αμέσως κι άφησε το γέρο απόξω. Μέσα στο βράχο ήταν ένα παλάτι πολύ μεγάλο. Η φτωχοπούλα θαμπώθηκε απ' την ομορφιά του. Δε χόρταινε να κοιτάει από 'δω κι από 'κει. Είχε πλούτη άφθονα. Περάσανε κι από μια αυλή γεμάτη απ' όλα τα ήμερα ζώα κι από ένα άλλο μέρος γεμάτο από τα ομορφότερα πουλιά του κόσμου. Αυτά μόλις είδαν την κοπέλα άρχισαν να κελαηδούν όμορφους σκοπούς. Η φτωχοπούλα τρελαινότανε να τ' ακούει.
Πήγαν ύστερα στις αποθήκες που ήταν κι αυτές γεμάτες απ' όλα τα καλά του κόσμου. Στην τελευταία που συνάντησαν υπήρχαν πολλά βαρέλια με κρασί και με κάθε λογής πιοτό. Ένα βαρέλι ξεχώριζε απ' όλα τ' άλλα. Ο αράπης το έδειξε στη φτωχοπούλα και της είπε:
-Απ' όλα τα πιοτά θα πίνεις, κοπελιά μου, μόνο από τούτο το βαρέλι δε θα δοκιμάσει. Από αυτό θα πίνω μοναχά εγώ. Αν πιεις εσύ, θα γίνεις αμέσως όπως ήσουνα και πρώτα.
Πήγαν ύστερα σ' άλλες κάμερες στολισμένες με ασήμια και χρυσάφια. Άνοιξε ο αράπης ολόχρυσες ντουλάπες κι έντυσε τη φτωχοπούλα με φανταχτερά φορέματα. Πρόσταξε έπειτα τους σκλάβους και τις σκλάβες του να την υπηρετούν.
Ζούσε σαν βασίλισσα μέσα στο παλάτι του αράπη. Τίποτα δεν της έλειπε. Άφθονα και πλούσια φαγητά, πιοτά, φορέματα. Είχε και τη φροντίδα του αράπη της.
Μα δεν έμεινε πολύ καιρό ήσυχη. Ήθελε να δοκιμάσει από το πιοτό που έπινε ο αράπης. Νόμιζε πως θα γινότανε καλύτερη τότε και δυνατή σαν εκείνον.
Περίμενε μαι μέρα κι έφυγε ο αράπης. Πήγε στο κελάρι, πήρε το ποτήρι του και ήπιε.
Δεν είχε τελειώσει και χαθήκανε όλα από μπροστά της. Και οι όμορφες αυλές και τα ωραία πουλάκια και τα χρυσά φορέματα. Βρέθηκε στο βουνό απάνω, ανάμεσα στους θάμνους, ξυπόλυτη και με τα παλιά κουρέλια της. Μόνο το ποτήρι του αράπη κρατούσε ακόμη στα χέρια της.
Τότε κατάλαβε τι λάθος έκανε. Στεναχωριότανε, έκλαιγε, φώναζε, μα ήτανε πια αργά. Γύρισε στη φτωχική της καλύβα και ζούσε πάλι με πείνα και βάσανα, σαν και πρώτα....


Κλαίει τώρα και πονεί
μα δεν της φταίει και κανείς
το κεφάλι της της φταίει
και για κείνο κλαιει, κλαίει. 

Ο Πιπιλογιάννης


Μια φορά κι έναν καιρό, μια γιαγιά είχε έναν γιο που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης  ήταν μεγάλος τεμπέλης και αγαπούσε πολύ τη ζέστη. Πάντα καθόταν  δίπλα στο τζάκι,, τραβούσε την πιπιλιά (στάχτη) στην άκρη και σκέπαζε τα πόδια του να ζεσταθούν. Γι’ αυτό  οι συγχωριανοί του τον ονόμασαν Πιπιλογιάννη.

Η μάνα του τον παρακαλούσε να πάει να δουλέψει αλλά ο Γιάννης πώς να αφήσει τη ζεστασιά της πιπιλιάς. Κάποτε, αποφάσισε να πάρει το γαϊδουράκι και να πάει να ψάξει για δουλειά. Επειδή όμως δεν μπορούσε να αποχωριστεί τη πιπιλιά, σκέφτηκε να δέσει στις δύο πλευρές του γαϊδουριού δύο τενεκέδες με πιπιλιά να βάλει τα πόδια του.  Η μητέρα του, χαρούμενη για την απόφαση του Γιάννη να πάει να δουλέψει, έβαλε μέσα στον τρουβά του (τορβά) φρέσκο ψωμί και τυρί να έχει για το δρόμο και του έδωσε την ευχή της. 

Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε ένα δράκο.

-         Πού πηγαίνεις, παλικάρι ; τον ρώτησε ο δράκος.

-         Πηγαίνω να βρω δουλειά. Εσύ ποιος είσαι; αποκρίθηκε ο Πιπιλογιάννης.

-         Εγώ είμαι δράκος.

-         Κι εγώ είμαι δράκος, είπε ο Πιπιλογιάννης.

Ο δράκος νομίζοντας ότι τον κοροϊδεύει, πήρε μια άσπρη πέτρα και είπε:

-         Τη βλέπεις αυτή την πέτρα; Θα τη σφίξω με το χέρι μου και θα βγάλει νερό.

Πραγματικά, σφίγγει την πέτρα με πολύ δύναμη και έσταξαν μερικές σταγόνες νερού. Τότε γυρίζει στον Πιπιλογιάννη και του λέει:

-         Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό;

-         Και βέβαια μπορώ. Δώσε μου εκείνη την πέτρα και θα δεις, απάντησε ο Πιπιλογιάννης.

Μέχρι να σκύψει ο δράκος να πάρει την πέτρα, ο Πιπιλογιάννης έβγαλε κρυφά από τον τρουβά λίγο τυρί. Του δίνει ο δράκος την πέτρα και ο Πιπιλογιάννης την έσφιξε μαζί με το τυρί και αμέσως έτρεξαν μερικές σταγόνες τζίρου.


Δεν έφτανε όμως αυτό για να πειστεί ο δράκος και λεει στον Γιάννη:

-         Θα χτυπήσω τα πόδια μου στο έδαφος και θα σηκωθεί ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.

Χτυπάει τα πόδια του κάτω και πραγματικά ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης τους τύλιξε.

-         Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό; ρώτησε τον Πιπιλογιάννη.

-         Και βέβαια μπορώ , αλλά πρώτα κλείσε τα μάτια σου γιατί θα τυφλωθείς από τη σκόνη, απάντησε ο Γιάννης.

Κλείνει τα μάτια του ο δράκος και ο Γιάννης χτυπάει τα πόδια του με δύναμη στην πιπιλιά. Αμέσως ένα μεγάλο σύννεφο στάχτης σηκώθηκε και μπήκε στα μάτια του δράκου που βιάστηκε να τα ανοίξει.

Βλέποντας αυτό ο δράκος, πείστηκε πως  κι  ο Πιπιλογιάννης  ήταν δράκος και τον κάλεσε στο σπίτι του όπου ζούσε με τα αδέρφια του.

Μόλις έφτασαν στο σπίτι, ο δράκος διηγήθηκε στα αδέρφια του τι έγινε. Τα αδέρφια του όμως ήταν ακόμη διστακτικά. Για να πειστούν , κάλεσαν το Γιάννη να παλέψουν. Ο Γιάννης μη μπορώντας να κάνει αλλιώς δέχτηκε. Τον πιάνει ένας δράκος από το λαιμό και γούρλωσαν τα μάτια του.

Τον είδε ο δράκος έτσι και τον ρώτησε:

-         Γιατί  κοιτάζεις μια δεξιά, μια αριστερά;

-         Κοιτάζω σε ποια βουνοκορφή να σε πετάξω, απάντησε ο Γιάννης.

Ο δράκος φοβήθηκε και τραβήχτηκε αμέσως πίσω παρακαλώντας το Γιάννη να τον λυπηθεί.

Επειδή όμως νύχτωσε ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Ο Πιπιλογιάννης, πονηρός καθώς ήταν, σκέφτηκε πως το βράδυ οι δράκοι θα επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν. Γι΄ αυτό πάνω στο κρεβάτι του έβαλε ένα ξύλο, το σκέπασε καλά με την κουβέρτα να μη φαίνεται, κι αυτός ξάπλωσε από κάτω. Πράγματι, μετά από λίγο μπήκαν στο δωμάτιο οι δράκοι και άρχισαν να χτυπούν με τσεκούρια το ξύλο, πιστεύοντας πως είναι αυτός. Ο Γιάννης κάτω από το κρεβάτι  άρχισε να βογκάει. Μόλις σταμάτησαν τα βογκητά, οι δράκοι πίστεψαν πως πέθανε και έφυγαν.

Τότε ο Γιάννης βγήκε από το κρεβάτι, πέταξε το ξύλο και ξάπλωσε να κοιμηθεί.

Το πρωί οι δράκοι πήγαν στο δωμάτιο να δουν τι έγινε και βρήκαν το Γιάννη με ανοιχτά τα μάτια. Μη ξέροντας τι να κάνουν τον ρώτησαν πως κοιμήθηκε και αυτός τους απάντησε ότι δεν κοιμήθηκε καλά γιατί τον τσιμπούσαν οι ψίλοι.

Οι δράκοι φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο και του είπαν:

-         Τι θέλεις να σου δώσουμε για να μη μας πειράξεις;

-         Θέλω ένα άλογο φορτωμένο με λίρες, ένα άλογο για μένα και ένας από εσάς να έρθει μαζί μου να με βοηθήσει να κατεβάσω τις λίρες, απάντησε ο Γιάννης.

Αφού ετοιμάστηκαν τα άλογα, ξεκίνησαν για το χωριό. Μόλις έφτασαν, ξεφόρτωσαν τα άλογα και ο δράκος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στην άκρη του δρόμου έμενε ο παπάς ο οποίος τους είδε και ρώτησε το δράκο:

-         Τι έφερες με τα άλογα στο σπίτι του Γιάννη;

-         Του έφερα λίρες, απάντησε ο δράκος και του διηγήθηκε την ιστορία.

Τότε ο παπάς γέλασε και του εξήγησε ότι ο Γιάννης είναι ο πιο μεγάλος τεμπέλης του χωριού και ότι τους ξεγέλασε. Έπεισε μάλιστα το δράκο να πάνε μαζί στο σπίτι του Πιπιλογιάννη να πάρουν πίσω τις λίρες. Ο Πιπιλογιάννης τους είδε από το παράθυρο, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι, βγήκε έξω και έκανε πως το ακόνιζε. Μόλις πλησίασαν φώναξε:

-         Καλά κάνεις και τον φέρνεις πίσω , παπά, να ησυχάσω μια για πάντα απ΄ αυτόν!

Μόλις άκουσε  ο δράκος το Γιάννη τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια παρασέρνοντας μαζί του και τον παπά.

Από τότε ο Πιπιλογιάννης με τη μητέρα του έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα!!!


από το ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΑΝΟΥ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ


ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΜΗΝΕΣ




Στα πολύ παλιά χρόνια ζούσε σε ένα καλύβι μια φτωχιά γριούλα. Ήταν τόσο φτωχή, που μάζευε κάθε μέρα χόρτα για να τα μαγειρεύει και να ξεγελάει την πείνα της κι έκοβε ξύλα από το δάσος για να τα πουλάει και να αγοράζει το λάδι και το ψωμί της. ΄
Έτσι, κάποια χρονιά που ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, αποφάσισε να πάει στα ριζά του κοντινού βουνού μήπως και κατάφερνε να βρει ξύλα και χόρτα  για  να μην τη θερίσει το κρύο και η πείνα. Ω, και πόσο δύσκολο ήταν να φτάσει μέχρι εκεί, αφού το χιόνι είχε σκεπάσει όλο τον τόπο τριγύρω...
Μόλις έφτασε στα ριζά του βουνού μ ε πολύ δυσκολία, είδε μια σπηλιά. Κατάκοπη και ξυλιασμένη από το κρύο, μπήκε εκεί μέσα... κι αντίκρισε δώδεκα πανέμορφα παλικάρια κι ανάμεσα τους τέσσερις λυγερές κοπέλες, να κάθονται γύρω από μια μεγάλη φωτιά, ενώ σε μια ψηλή πολυθρόνα κάθονταν ένας γέρος με λευκή γενειάδα. 
Όλοι καλωσόρισαν τη γριούλα με καλοσύνη κι αφού της έκαναν  χώρο να καθίσει, τη ρώτησαν πως βρέθηκε εκεί με αυτόν τον παλιόκαιρο.
-Τούτος ο χειμώνας είναι βαρύς κι απαίσιος, της είπε ο ένας από τους νέους.
-Α, παλικάρι μου, είπε η καλοκάγαθη γριούλα. Οι μήνες και οι εποχές έχουν τη χάρη τους!
Αν δεν βρέξει και δε χιονίσει το χειμώνα, πως θα μαζευτεί νερό στη γη για τα δέντρα;
Την Άνοιξη ανθίζουν τα λουλούδια κι ο αέρας γεμίζει υπέροχες ευωδιές. Ξυπνά η φύση την Άνοιξη, παιδιά μου! Το καλοκαίρι γίνεται ο θερισμός και καρπίζουν τα οπωροφόρα δέντρα, ενώ το φθινόπωρο αρχίζουν τα πρωτοβρόχια και οι χωρικοί σπέρνουν την καινούρια σοδειά και τρυγούν τα αμπέλια. Πόσο όμορφα είναι όλα τούτα! Και οι μήνες; Ο Γενάρης μας φέρνει τον Αη - Βασίλη με τα δώρα και τα παραμύθια γύρω από το τζάκι! Μα και ο Φλεβάρης; συνέχισε η γριούλα. Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει! Μας φέρνει τις απόκριες με τις περίεργες μάσκες και τις περίτεχνες στολές. Οι άνθρωποι διασκεδάζουν σε σπίτια και δρόμους και πετούν χαρτοπόλεμο και χρωματιστές κορδέλες! Ακόμη, ανθίζουν οι μυγδαλιές μες το χειμώνα και μοιάζουν με κατάλευκες νυφούλες! Ο Μάρτης είναι του Ευαγγελισμού, και καλωσορίζουμε τα χελιδόνια που μας έρχονται από πολύ μακριά για να χτίσουν τις φωλιές τους. Κι ο Απρίλης; συνέχισε η καλοσυνάτη γριούλα. Άλλη χάρη κι ομορφιά! όλη η γη γιορτάζει και στρώνεται με πράσινο χαλί γι αν υποδεχτεί την Ανάσταση του Χριστού μας. Τι χαρά για τα παιδιά... Κλείνουν τα σχολεία, βάφουμε κόκκινα αυγά, πλάθουμε κουλουράκια και τσουρέκια, τα παιδιά παίρνουν τη λαμπάδα και τα λογής δώρα από το νονό και τη νονά. Κι έπειτα, ο Μάης με τα γλυκόλαλα αηδόνια και τα λουλούδια του γεμίζει χαρά και αγαλλίαση τις ψυχές των ανθρώπων.
Μίλησε και τους άλλους μήνες η γριούλα, για τις χαρές του καλοκαιριού με τα μπάνια στη θάλασσα και τις χρυσές αμμουδιές, τα τα νόστιμα φρούτα που οι άνθρωποι απολαμβάνουν τους καλοκαιριάτικους και τους φθινοπωρινούς μήνες, για το Δεκέμβρη με τα Χριστούγεννα κι έπειτα, φορτωμένη ένα σακί με δώρα που της πρόσφεραν τα παλικάρια και οι κοπέλες - οι μήνες και οι εποχές - και με την ευλογία του ασπρομάλλη γέροντα - του χρόνου - γύρισε αργά - αργά στο καλύβι της. Άνοιξε το σακί, και τι να δει! Ήταν γεμάτο χρυσά νομίσματα!
- Σας ευχαριστώ, παιδιά μου! Να έχετε όλου του κόσμου τα καλά....ψιθύρισε.
Την άλλη μέρα αγόρασε ότι της χρειάζονταν για το ντύσιμο και την τροφή της και το βράδυ κοιμήθηκε με ανάλαφρη καρδιά.
Μια εύπορη, αλλά κακόγλωσση γειτόνισσα, έμαθε την ιστορία της και πήρε κι αυτή το δρόμο γι ατη σπηλιά με ένα σακί στον ώμο.
- Πες μας, κυρούλα, ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ; τη ρώτησαν τα παλικάρια. 
- Καλός; Κακός και ψυχρός, παιδιά μου! Άτιμη εποχή ο χειμώνας! Κρύο, χιόνι, βροχές... Τίποτα δεν μπορείς να χαρείς. Κανένας μήνας και καμιά εποχή δε σου δίνει χαρά. Άλλοτε πολύ κρύο, άλλοτε αφόρητη ζέστη... Τέλος πάντων... Μπορείτε να με βοηθήσετε να αντιμετωπίσω τον κακό καιρό;
Τα παλικάρια γέμισαν το σακί της και της είπαν να το ανοίξει στο σπίτι της. Κι όταν γύρισε και το άνοιξε γεμάτη χαρά, τι να δει... Ήταν γεμάτο πέτρες! Έτσι ανταμείφτηκε για την κακογλωσσιά της. Όσο για την καλοσυνάτη κυρούλα... έζησε αυτή καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!

Δεν υπάρχουν σχόλια: