6.10.2013

Οι τρεις αδερφές

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρεις αδερφές. Εμένανε σ' ένα σκοτεινό σπιτάκι. Ο πατέρα του βασιλά είχε πεθάνει κι είχε βγει μαι διαταγή να μην ανάβουνε φως. Υπήρχαν παντού φύλακες για να φυλάνε τις οικογένειες να τηρούν βασιλική διαταγή.
Τα κορίτσια δούλευαν όλη μέρα για να τα βγάλουνε πέρα.
Μια βραδιά εκεί που κάθονταν, λέει η πρώτη:
-Αχ! και να 'χα του βασιλιά το μάγειρα άντρα μου!
Λέει έπειτα η δεύτερη:
-Αχ! και να 'χα του βασιλιά τον ταμία!
Λέει τέλος κι η τρίτη η μικρότερη:
-Αχ! και να 'χα το βασιλόπουλο γι' άντρα μου! θα του έκανα δυο παιδιά, το ένα να 'ναι σαν τον ήλιο και τ' άλλο σαν το φεγγάρι.
Απ' όξω ήταν ένας φύλακας και τις άκουσε. Φεύγει αμέσως να τα προλάβει όλα στο βασιλιά.
Ο βασιλιάς την άλλη μέρα καλεί και τα τρία κορίτσια στο παλάτι του.
-Σαν ίντα λοιπόν είπες πως θα 'θελες εσύ κοπελιά μου; ρωτά την πρώτη.
Το κορίτσι δίσταζε στην αρχή ν' απαντήσει, μα ύστερα βρήκε το θάρρος και είπε:
-Εγώ, μεγαλειότατε, είπα να 'χα το μάγειρα σου άντρα μου.
Αμέσως φωνάζει το μάγειρα του ο βασιλιάς και τους στεφανώνει.
Ρωτά τη δεύτερη, φωνάζει τον ταμία του, του στεφανώνει κι αυτούς.
Φτάνει η σειρά της τρίτης. Τη ρωτά κι εκείνη τ' αποκρίνεται:
-Μεγαλειότατε, εγώ είπα να σ' είχα άντρα μου και να σου έκανα δυο παιδιά, το ένα να ' τανε ήλιος και τ' άλλο φεγγάρι.
Αμέσως τη στεφανώνεται.
Ξαφνικά γίνεται ένας πόλεμος. Ο βασιλιάς έφυγε για να πολεμήσει. Τότε που έλειπε, η γυναίκα του εγέννησε. Το πρώτο παιδί της ήταν όμορφο σαν τον ήλιο και το δεύτερο σαν το φεγγάρι.
Οι αδερφές της ζηλέψανε πολύ. Είπανε στην παραμάνα που ήτανε φιλενάδα τους, να πάρει τα παιδιά και στη θέση τους να βάλει ένα σκυλάκι κι ένα γατάκι. Πιάσανε μετά και γράψαν στο βασιλιά πως η γυναίκα του εγέννησε ένα σκυλάκι κι ένα γατάκι, αντίς τον ήλιο και το φεγγάρι.
Παίρνει τα μαντάτα αυτά ο βασιλιάς και γίνεται έξω φρενών. Στέλνει αμέσως διαταγή να κλείσουνε τη γυναίκα του στη φυλακή και να μην τη βλέπει άνθρωπος. Ψωμί και νερό να της δίνουνε μόνο...
Η παραμάνα στ' αναμεταξύ είχε βάλε τα παιδιά μέσα σε κασονάκια και τα 'χε πετάξε στη στέρνα του βασιλικού κήπου.
Πάει την άλλη μέρα ο περιβολάρης στη στέρνα να πάρει νερό, βλέπει τα κασονάκια. Τα παίρνει και τα πάει στη γυναίκα του.
-Ίντα θα 'θελες να 'χουν τα κοσονάκια αυτά γυναίκα;
-Ήθελα να ' χουν μέσα ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι, τότε μόνο θα 'μουνα ευτυχισμένη, λέει η άτεκνη γυναίκα.
Ανοίγουνε τα κασονάκια και βλέπουνε τα παιδιά. Η χαρά τους δεν περιγράφεται με λόγια...
Περνούσε ο καιρός και τα παιδιά όλο κι ομόρφαιναν. Ζούσαν ευτυχισμένοι οι τέσσερις τους. Μια μέρα όμως, ο γέρος έπεσε και χτύπησε βαριά. Ύστερα από λίγες μέρες πέθανε. Η γριά του από τη λύπη της αρρώστησε. Σε λίγο καιρό έφυγε κι αυτή...
Τα παιδιά έμειναν πια ολομόναχα στον κόσμο. Αναγκάστηκαν να κάνουν μικροδουλίτσες για να βγάζουν το καθημερινό τους. Στο σχολειό όμως συνέχισαν να πηγαίνουν.
Μια μέρα λέει στ' αγόρι ένας συμμαθητής του, ορφανός κι αυτός:
-Έρχεσαι να γενούμε αδέρφια;
Κι έγιναν και ζούσανε ευτυχισμένα.
Από καιρό όμως, είχαν μάθει οι κακές αδερφές πως ζούσανε τα παιδιά. Πάνε, βρίσκουνε το κορίτσι και του λένε:
-Όλα σου καλά, μα αν είχες και το χρυσό πουλί, θα 'σουνα πιο ευτυχισμένη.
Άμα γύρισαν τ' αδέλφια της, τους είπε η κοπελιά για το χρυσό πουλί.
Τότες ο κανονικός της αδερφός παίρνει ένα μπουκάλι, βάζει μέσα νερό και της το δίνει. Της λέει:
-Σαν θα δεις το νερό μέσα στο μπουκάλι να γίνεται αίμα, να 'ρθετε να με γυρέψετε. Πάω να φέρω το χρυσό πουλί!
Πήγαινε, πήγαινε το παλικάρι, μέχρι που απάντηξε μια δράκισσα.
-Καλώς το βασιλόπουλο, του λέει.
-Που το ξέρεις κερά μου εσύ, πως είμαι βασιλόπουλο;
-Αλήθεια είναι παιδί μου, κια ας μην το ξέρεις, όσο αλήθεια είναι πως ήρθες για το χρυσό πουλι.
-Μπορείς να με βοηθήσεις κερά μου, να το βρω;
-Μπορώ και θα το κάνω γιατί θέλω το καλό σου. Θα προχωρήσεις στο δάσος και θα βρεις δυο ψηλά κυπαρίσσια. Το ένα θα είναι μαραμένο και το άλλο δε να 'ναι. Εσύ θα κόψεις από το μαραμένο ένα κλαδί, μα δε θα φοβηθείς καθόλου που θ' ακούσεις φωνές. Αν φοβηθείς, θα 'ρθει το πουλί θυμωμένο, θα σου δώσει ένα χαστούκι και θα μαρμαρωθείς....
Το παιδί τ' άκουσε όλα προσεχτικά, μα στο τέλος φοβήθηκε.
Τ' αδέλφια του το πρωί που σηκωθήκανε είδανε το μπουκάλι γεμάτο αίμα. Τότες λέει τ' άλλο αγόρι στην αδερφή του:
-Εγώ θα πάω να τονε βρω.
Μα κι αυτός έπαθε πάλι τα ίδια.
Άμα είδε το κορίτσι να γεμίζει πάλι αίμα το μπουκάλι, επήρε το δρόμο να βρει τ' αδέρφια της.
Δεν είχε προλάβει να μπει καλά-καλά στο δάσος, όταν είδε τη δράκισσα.
-Καλώς τη βασιλοπούλα!
-Δεν είμαι εγώ βασιλοπούλα, κερά μου.
-Είσαι και το ξέρω καλά, όπως ξέρω ακόμη πως ήρθες για το χρυσό πουλί. Άκου με καλά. Θαβρεις δύο κυπαρίσσια, το ένα θα 'ναι μαραμένο. Θα κόψεις κλαδί από το μαραμένο, πρόσεξε. Θ' ακούσεις φωνές και θα σε βρίζουν. Μην τύχει και φοβηθείς και πετάξεις το κλαδί από τα χέρια σου, γιατί θα φας ένα χαστούκι και θα μαρμαρωθείς σαν τ' αδέλφια σου ....
Το κορίτσι έκανε όπως το 'χε ορμηνέψει η δράκισσα. Δε φοβήθηκε. Με το κλαδί στο χέρι συνέχισε το δρόμο της μέχρι που 'φταξε στα δύο μάρμαρα. Φτάνει τότε και το χρυσό πουλί και της λέει:
-Το θάρρος σου σ' έσωσε κοπελιά μου. Είμαι αιχμάλωτος σου τώρα, τι θέλεις από 'μένα;
-Θέλω τ' αδέρφια μου, του λέει εκείνη.
-Πήγαινε να πάρεις από τη στέρνα νερό και να ράνεις αυτά τα μάρμαρα.
Έκανε το κορίτσι αυτό που της είπε το χρυσό πουλί. Ξαναζωντάνεψαν τ' αδέρφια της.
-Ακούστε με τώρα καλά μου παιδιά. Θα καλέσετε το βασιλιά σε τραπέζι. Θα του προσφέρετε μόνο ψωμί και νερό. Τίποτα άλλο....
Γυρίζουν τα παιδιά στο σπίτι τους, προσκαλούν το βασιλιά.
Έρχεται αυτός, καθίζει στο τραπέζι να δειπνήσει. Περιμένει το φαγητό, τίποτα. Μόνο ψωμί και νερό είχε το τραπέζι.
-Αυτό είναι το φαγητό σας; ρωτά θυμωμένος.
Πριν προλάβουν τα παιδιά ν' απαντήσουν, παρουσιάζεται το χρυσό πουλί. Καθίζει στον ώμο του βασιλιά και του λέει:
-Αυτό είναι το φαγητό που δίνεις στη μάνα τούτων των παιδιών. Είναι τα δικά σου παιδιά. Δεν τα βλέπεις που λάμπουν σαν τον ήλιο, σαν το φεγγάρι;
Γυρίζει ο βασιλιάς και κοιτάζει καλά-καλά τα παιδιά. Ήτανε και τα τρία ομορφοκαμωμένα, μα τα δύο ξεχώριζαν. Πως λάμπανε έτσι τα πρόσωπά τους!
-Μα δεν καταλαβαίνω, λέει τώρα μαλακωμένος ο βασιλιάς. Εγώ δεν είχα ποτέ παιδιά....
Το χρυσό πουλί του διηγήθηκε τότες τι είχε συμβεί μετά τη γέννα της γυναίκας του. Ο βασιλιάς άκουγε χωρίς να βγάνει άχνα. Όταν τα 'χε μάθει πια όλα, γύρισε και αγκάλιασε τα παιδιά του.
-Φάνηκα άδικος παιδιά μου με τη μητέρα σας. Μα που να φανταστώ κι εγώ πως υπήρχε τέτοια ζήλια, τόση κακία από τις αδερφές της. Πάμε γρήγορα να την πάρουμε από τη φυλακή κι εκείνες θα τις λογαριάσουμε όπως τους αξίζει!
-Εμείς δεν πάμε πουθενά χωρίς τον αδερφό μας, του λένε αμέσως τα παιδιά του.
-Αντέστε λοιπόν, κινάμε όλοι μαζί!
Την ίδια κιόλας μέρα η βασίλισσα βγήκε από τη φυλακή και στη θέση της μπήκανε οι αδερφές της. Από τότε η βασιλική οικογένεια ζει καλά κι αγαπημένα κι εμείς καλύτερα...



Δεν υπάρχουν σχόλια: