6.06.2013

Ο ξενιτεμένος ψαράς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ' ένα μικρό χωριουδάκι ένας ψαράς. Προκομμένος κου δυλευτής όπως ήτανε, εδούλευε ολημερίς κι ολονυχτίς για να βγάνει το καθημερινό του. Ζούσε με τη γυναίκα του και σε λίγους μήνες περίμενανε το πρώτο πρώτο του παιδάκι.
Τα βολεύανε όπως-όπως, μα ήρθαν κάποτε κι οι κακές μέρες. Η παντέρμη θάλασσα δε έβγανε πράμα! Ούτε ψάρι εύρισκε ο φτωχός, ούτε θαλασσινό, ούτε σουπιοχτάποδα.
Ίντα να κάνει, ίντα να γένει! Καλά το 'βαλε στο μυαλό του πως θα πεθάνει της πείνας κι αυτός κι η γυναίκα του.
Συλλογιζόταν ν' αλλάξει δουλειά, να πάει να δουλεύει στ' αμπέλια και στα χωράφια με μεροκάματο. Μα κι εκεί δεν είχε ψωμί...
Το σκεφτόταν από 'δω, το σκεφτόταν από 'κει κι η μόνη λύση που 'βρισκε ήταν να ξενιτευτεί. Να φύγει αλάργο από τον τόπου του, να δώσει των αμαθιών του, μπας κι αλλάξει το ριζικό του. Το είπε και στη γυναίκα του, μα που ν' ακούσει τέτοιο πράμα!
Μα σαν επέρασε ακόμη κάμποσος καιρός κι είδε και αποείδε και εκείνη, μια μέρα αποφάσισε και του το είπε μοναχή της:
-Κάμε άντρα μου το σταυρό σου και πήγαινε στα εφτά καλά του Θεού...
Την άλλη μέρα κιόλας του ετοίμασε του βουργιαλάκι του και ξεκίνησε ο ψαράς για την ξενιτιά.
Περπάτησε μερόνυχτα πολλά, εγύρεψε τόπους και πολιτείες, μα δουλειά δεν εύρισκε. Κατάληξε στα τελευταία σε μια πολιτεία αποκαμωμένος από την πείνα και την κούραση. Κουράγιο δεν είχε ο κακομοίρης ούτε να μιλήσει, ούτε να πει ίντα γυρεύει.
Έτυχε όμως εκεί ένας καλός άνθρωπος, ένα ήσυχο γεροντάκι που είχε ανάγκη από έναν πιστό δουλευτή. Πήρε κοντά του το φτωχό ψαρά και σιγά-σιγά τον αγάπησε σαν παιδί του κι ακόμη πιο πολύ, γιατί ήταν τίμιος κι εργατικός.
Εκέρδιζε αρκετά ο φτωχός, αλλά άντε να δουλέψω ακόμη ένα χρόνο να βάλω στην άκρη πιο πολλά, άντε να δουλέψω άλλον ένα να χτίσω κι ένα σπιτάκι, άντε ακόμη δύο χρόνους ν'αφήσω λίγη περιουσία στο παιδί μου, ξεχάστηκε ο λεγάμενος και καθίζει είκοσι ολόκληρα χρόνια δίπλα στο γεροντάκι.
Άρχισε να γερνά πια, ήταν και του αφεντικού του ψωμιά λίγα, όταν ανιστορήθηκε πως έχει γυναίκα και κοπέλι. Αποφασίζει λοιπόν να ξαναγυρίσει στον τόπου.
Λογαριάζεται με το αφεντικό του, παίρνει τα λεφτουδάκια του κι ετοιμαζότανε να φύγει.
Καθώς τον αποχαιρετούσε το αφεντικό του, του είπε:
-Είκοσι χρόνια μου δούλεψες πιστά και τίμια. Τώρα που χωρίζουμε θέλω να σου πω κι έναν παλιό λόγο που αξίζει πολλά. Μόνο που θα μου τόνε πληρώσεις μια λίρα.
Ο δουλευτής του κοντοστάθηκε.
-Ίντα λόγος να 'ναι και τούτος που αξίζει μια λίρα, σκεφτότανε.
Μα για να μη φανεί αχάριστος στο γέρο που τον προστάτεψε τόσα πολλά χρόνια, βγάνει και του δίνε τη λίρα.
-"Κάμε το καλό και ρίξε το στο γιαλό". Άκουσε μου αυτό το λόγο καλά και δε θα το μετανιώσεις, είπε  σοβαρός ο γέρος.
Εχαμογέλασε ο ψαράς, φορτώθηκε στους ώμους το βουργιαλάκι του κι έκανε να ξεκινήσει. Το αφεντικό όμως του ξαναφωνάζει:
-Αν σου πω άλλον ένα, θα μου τόνε πληρώσει δύο λίρες;
Κοντοσταίνεται πάλι ο ψαράς, ντρεπόταν βέβαια να πει το "όχι". Βγάνει από το σακούλι του τις δύο λίρες και του τις δίνει.
-"Το δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις", αυτό ο λόγος είναι μεγαλύτερης αξίας γι αυτό είναι κι ακριβότερος, είπε το γεροντάκι.
Αν θες τώρα, να πω  ακόμη άλλον ένα, μα για τούτον θα μου δώσεις τρεις λίρες.
Ο ψαράς σκεφτόταν πως το αφεντικό του ή τον περιπαίζει, ή θέλει με κτεργαριά να του πάρει πίσω τα λεφτά που του 'χε δώσει. Ο γέρος όμως κατάλαβε τις υποψίες του:
-Άκουσε καλά ίντα θα σου πω. Μη λυπάσαι τις λίρες. γιατί τούτα τα λόγια έχουν πιο μεγάλη αξία απ' όλο το χρυσάφι του κόσμου. Πρόσεξε τα καλά και μια μέρα θα συγχωράς την ψυχή μου.
Αποφασίζει πάλι ο ψαρά να δώσει τις τρεις λίρες. Τις παίρνει τ' αφεντικό του και του λέει:
-"Φύλαξε το θυμό σου για το αύριο", αυτός είναι ο τελευταίος μου λόγος. Πήγαινε τώρα στην ευχή μου και μην ξεχάσεις ποτέ αυτά τα λόγια που πλήρωσες με χρυσάφι....
Ξεκίνησε ο ψαράς και πήγαινε κατά τον τόπο του. Δεν του 'φευγε από το μυαλό πως αλάφρωσε το κομπόδεμα του χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει.
Είχε σκοτεινιάσει πιο όταν περνούσε από ένα νεκροταφείο. Εκεί που χάζευε, θωρεί έναν άνθρωπο πάνω από κάποιο τάφο να προσπαθεί να ξεθάψει έναν πεθαμένο. Αυτός να δει τέτοιο πράμα, σηκώθηκε η τρίχα του.
-Τι είναι τούτο πάλι! Να μην αφήνουμε τον πεθαμένο άνθρωπο στην ησυχία του! Μεγάλη αμαρτία, σκεφτόταν.
Πλησίασε σιγά-σιγά πάνω από τον τάφο.
-Γιάντα άνθρωπε μου δεν αφήνεις τον κακομοίρη τον πεθαμένο εκειά που κείτεται και δεν πειράζει κανένα;
-Είκοσι λίρες μου χρωστούσε και πέθανε χωρίς να μου τις πληρώσει.
Από που θα τις πάρω τώρα εγώ; Γι αυτό τον ξεθάβω. Θα του βγάλω το χρυσό δαχτυλίδι που φορεί να πάω να το πουλήσω.
Ο ψαρά θυμήθηκε τότε την πρώτη συμβουλή του αφεντικού του. "Κάνε το καλό και ρίξε το στο γιαλό"
-Ας κάνω στον πεθαμένο ένα καλό κι ο Θεός μπορεί να το δώσει στο παιδί μου καμιά μέρα, είπε με το νου του.
Βάνει τον άνθρωπο τότε και ξαναφθιάχνει καλά - καλά τον τάφο. Βγάζει μετά από το σακούλι είκοσι λίρες και του τις δίνει.
Με ήσυχη τη συνείδηση του πήρε πάλι το δρόμο του. Πήγαινε, πήγαινε, μέχρι που  φτάνει σ' ένα χάνι. Κανένας άνθρωπος δεν ήταν έξω. Όμως, μπροστά στην πόρτα έστεκε ένας τρούλος από ανθρώπινα κεφάλια. Επάγωσε το αίμα του μόλις το πρόσεξε και τρύπωσε γερά-γερά μέσα στο χάνι.
Τον είδε ο χανιατζής που 'χε αλλάξει εκατό χρώματα και τον πλησίασε.
-Τι σου συμβαίνει άνθρωπε μου;
Έτοιμος ήταν ο ψαρά να τον ρωτήσει για τον τρούλο με α ανθρώπινα κεφάλια, μα πάλι συλλογίστηκε τη συμβουλή του γέρου: "Το δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις". Έκανε πως δεν κατάλαβε, σιώπησε. Μα πάλι δεν επρόκειτο να ησυχάσει. Ξαφνικά επέσανε τα μάτια σε μια γωνιά και θαμπωθήκανε. Άλλο πάλι και τούτο! Μια χρυσή μηλιά με  ολόχρυσα μήλα ήταν ακουμπισμένη παραπέρα. Τον έτρωγε η περιέργεια, μα θυμήθηκε πάλι τη συμβουλή που είχε πληρώσει δύο λίρες. Γύρισε κι είπε στον ταβερνιάρη να του δώσει κάτι να φάει.
-Μετά χαράς ξένε - του λέει εκείνος- μα δε μου λες, έτσι να χαρείς ό,τι αγαπάς, δεν απόρησες εσύ με τούτα που 'δες; Γιάντα δε ρώτηξες ιντά 'ναι;
-Δε με νοιάζει μένα να ρωτώ για ό,τι θωρώ. Αν θες βάλε μου ένα κρασάκι να ξεδιψάσω και για τέτοια πράματα δε σκοτίζομαι...
-Μπράβο σου, ξένε, του λέει τότε ο χανιατζής με χαρά. Η μηλιά αυτή από σήμερα είναι δική σου!
Ο φτωχός ψαράς σάστισε. Σκεφτόταν πως τον κοορϊδεύει τούτος ο άνθρωπος, ή πως τον πέρασε για κανένα κουζουλό.
-Μη σαστίζεις ξένε, σωστά σου μιλώ. Ο βασιλιάς έστησε εδώ τούτη τη μιλιά. Διέταξε όποιος περάσει και δε ρωτήξει για ότι δει, να 'ναι δική του. Μα αν του ρωτήξει, να του κόβουνε το κεφάλι και να το στήνουνε εκεί απόξω μαζί με τ' άλλα. Ο τρούλος που θωρείς έχει γίνει από τα κεφάλια των περαστικών που ρωτούσανε.
Δεν πίστευε στ' αυτιά του ο φτωχός. Έλα  όμως που του δώσανε τη μηλιά! Τη φορτώνεται κι αυτος στον ώμο και ξεκινάει. Στο δρόμο σκεφτόταν το αφεντικό του.
-Μωρέ καλά που το 'λεγε το γεροντάκι πως τα λόγια του αξίζουν πιο πολύ κι απ' όλο το χρυσάφι του κόσμου! Ο θεός ν' αγιάσει την ψυχούλα του,  και τη χρυσή μηλιά με ταχρυσά τα μήλα πήρα και το κεφάλι μου γλίτωσα!
Την άλλη μέρα πια έφταξε στο χωριουδάκι του. Ετρέμανε τα φυλλοκάρδια του από χαρά κα συγκίνηση, μόλις είδε από μακριά τα χαμηλά του σπιτάκια. Φύλαξε σ'ασφαλές μέρος τη μηλιά του για τα περίεργα μάτια του κόσμου και πήρε το δρόμο του . Τα πόδια του δεν τον βαστούξαν καθώς ανηφόριζε στη γειτονιά του. Κανείς δεν εγνώριζε, τον περνάνε για ξένο. Αυτός όμως θυμόντανε όλα τα κατατόπια και πήγε γραμμή στο σπίτι του. Ίντα να δει όμως! Πουθενά το φτωχοκάλυβό του, στη θέση του ήταν κτισμένο ένα μεγάλο δίπατο σπίτι.
-Μωρέ πέθανε η γυναίκα μου κι ήρθε κανείς πλούσιος και 'χτισε , ή μπας κι εξαναπαντρεύτηκε και πήρε κανένα με πολλά λεφτά, συλλογιζόταν.
Δεν χάνει καιρό και χτυπά την πόρτα. Προβάλλει η γυναίκα του μα δεν έδειξε να τον γνώρισε.
-Ίντα γυρεύεις ξένε;
-Νυχτώθηκα κερά μου σε τούτο τον τόπο και δεν έχω που να μείνω. Αν είσαι καλή χριστιανή, φιλοξένησε με απόψε. Ο Θεός που 'ναι μεγάλος θα σου το πληρώσει...
-Μετά χαράς μια κι έχω τόπο. Είναι και μένα ο άντρας μου στα ξένα χρόνους πολλούς. Ίσως βρεθεί και γι αυτόν ένας καλός άνθρωπος να του δώσει στέγη καμιά φορά. Ορίστε, πέρασε.
Ο ψαράς μόνο που δε ρίχτηκε στην αγκαλιά της γυναίκας του. Μα βαστάχτηκε. Έπρεπε πρώτα να σιγουρευτεί καλά για την πίστη της. Η γυναίκα του 'δειξε την κάμαρα που θα τον φιλοξενούσε και τον άφησε έπειτα να ξεκουραστεί. Εκεί που καθότανε ξαφνικά μιλιές στην πόρτα, μια αντρική και μια γυναικεία. Αμέσως πέρασε από το νου του πως ο άντρας που ακουγότανε ήταν ο αγαπητικός της γυναίκας του. Φούντωσε, συλλογιζότανε να πάει να τους σφάξει και τους δύο. Θυμήθηκε όμως πάλι την τελευταία συμβουλή του αφεντικού του. "Φύλαξε το θυμό σου για το αύριο". Φυλάει κι αυτός το μαχαίρι του και στις μύτες τοων ποδιών του κατεβαίνει στη σάλα. Ζάρωσε σε μια γωνιά και κρυφάκουγε.
Ο άντρας με τη γυναίκα γλυκοκουβεντάζανε.Τίποτα αστεία θα λέγανε γιατί γελοχαχανίζανε κι οι δυο τους.
Ο ψαρά όλο κα φούντωνε. Το μαχαίρι δεν του 'φευγε απ' το μυαλό.
Ξαφνικά όμως ακούει τον άντρα να λέει:
-Βάλε μου κι έμενα μάνα λίγο νερό.
Η μούρη του ψαρά γίνηκε σαν το κερί κίτρινη.
-Ίντα πήγαινα να κάνω ο κακομοίρης, το παιδί μου θα σκότωνα...., σκεφτότανε. Αχ, ο άνθρωπος άμα θυμώνει χάνει το λογικό του!
Μόλις συνέφερε απ' την τρομάρα, σηκώθηκε και παρουσιάστηκε όσο πιο ήρεμος γινότανε.
-Κερά μυ δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος. Άκουσα πως είσαστε και σεις  ξυπνητοί κι ήρθα να βεγγερίσουμε. Αν δε σας γίνομαι βάρος βέβαια...
Τον δεχτήκανε κι οι δυο με ευγένεια και πιάσανε τις συζητήσεις. Από κουβέντα σε κουβέντα φτάσανε και στους ξενιτεμένους.
-Μου 'πες θαρρώ πως κι ο άντρας σου λείπει πολλά χρόνια στην ξενιτιά, είπε ο ψαράς στη γυναίκα.
-Καλή του ώρα, λέει η γυναίκα. Είκοσι χρόνια μας λείπει. Να 'ξερες ξένε με πόση αγωνία τον καρτερούμε ακόμη. Είμσατε περήφανοι για αυτόν. Βλέπεις τούτο το σπιτάκι; Μια βδομάδα το 'χουμε. Πριν ξενοδουλεύαμε  και ζούσαμε από 'δω κια από 'κει. Το καλυβάκι μας το 'χαμε πουλήσει από τότε που 'φυγε ο άντρας μου. Πως να τα βγάλουμε πέρα; Μα πριν λίγες μέρες ήρθε και με βρήκε ένας καλός άνθρωπος μ' ένα πουγγί χρυσές λίρες. "Για το καλό που μου ' καμε ο άντρας σου", μου είπε και μου τις έδωσε. Έτσι πήραμε αυτό το σπιτάκι και ζούμε τώρα μια χαρά...
Ο ψαράς άμε΄σως κτάλαβε. Θυμήθηκε τον πεθαμένο που τον είχε βοηθήσει ν' αναπαυθεί ήσυχος.Να το καλό που 'χε κάνει, να κι η ανταμοιβή του!
Με συσκολία μπορούσε τώρα να κρύψει τη συγκίνηση του.
-Κι άμα έβλεπες κερά τώρ αοτν ξενιτεμένο σου άντρα, θα τον γνώριζες;
-Που να τον γνωρίσω καλέ μου άνθρωπε, που λείπει τόσα χρόνια!
Δεν θωρείς κοτζάμ γιο που 'χουμε και δεν τον έχει δει ακόμα;
Τα μάτια της γυναίκας γεμίσανε δάκρυα.
-Δεν έχει κανένα σημάδι στα χέρια, στα πόδια, κάπου αλλού, ου να το θυμάσαι καλά; ξαναρωτά ο ξένος.
Συλλογίζεται λιγάκι η γυναίκα κι ύστερα λέει:
-Ναι, στο μεσακό δακτύλι του δεξιού χεριού είχε ένα σημαδάκι. Μια φορά του κάρφωσε ένα αγκίστρι -γιατί ήτανε ψαράς- και για να του το βγάλουμε του σκίσανε το δακτύλι.
Ο ψαράς δε βάσταξε άλλο. Σιμώνει στη γυναίκα, της δείχνει το δακτύλι και τη ρωτά γελαστός:
-Γνωρίζεις το;
Αυτή απόμεινε σαν την αποσβολωμένη. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του  και μια γελούσε, μια έκλαιγε. Σίμωσε και το κοπέλι κι αγκαλιαστήκανε κι οι τρεις.
Από τότε ζούνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!



Δεν υπάρχουν σχόλια: