6.03.2013

Το βασιλικό σκυλάκι

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρία βασιλόπουλα. Μια Κυριακή πρωί - πρωί ξεκίνησαν να πα΄νε για κυνήγι. Πήρανε δρόμο μακρύ, ίσαμε τρεις ώρες. Όταν πια φτάσανε στο δάσος συνάντησαν τρία μονοπάτια. Συνεννοήθηκαν να πάρει ο καθένα από ένα και να ξανασυναντηθούν στο ίδιο μέρος κατά το σούρουπο.
Ο ένας σκότωσε πολλά πουλιά. Ο άλλος λαγούς και πέρδικες. Ο τρίτος δεν ηύρε τίποτα. Έμεινε ως τη νύχτα στο βουνό κι απελπισμένος πήρε κάποτε το δρόμο για να φύγει. Εκεί που πήγαινε τ' απάντηξε ένα μικρό σκυλάκι. Είχε σκοτεινιάσει και το βασιλόπουλο δεν καλοέβλεπε. Γύρισε το τουφέκι του να το σκοτώσει.
-Μη με σκοτώσεις, του λέει, κι είμαι σκυλάκι σαν το σκυλάκι σου.
-Σκυλάκι είσαι ή σφανταχτό, το ρώτηξε σαστισμένος.
Μα κείνο του  'πε πάλι τα ίδια. Του 'καμε μετάνοια και του φίλησε το χέρι. Εκείνος τότε το πήρε με χαρά στην αγκαλιά του και τράβηξε για την πολιτεία του.
Βρήκε τους συντρόφους του στο κανονισμένο μέρος. Το σκυλάκι τους χαιρέτηξε με μια αστεία υπόκλιση.
-Καλησπέρα σας!
Τα βασιλόπουλα έμεινα αποσβολωμένα να το κοιτούν. Άμα συνήλθαν, πήρα το δρόμο τους. Άχνα μέχρι να φτάσουν στο παλάτι... Αλλά κι εκεί να δείτε σάστισμα. Όλοι κοιτούσαν το σκυλάκι που μιλάει και σταυροκοπιόνταν. Σιγά - σιγά όμως, άρχισαν να το συνηθίζουν. Το βασιλόπουλο το 'χε στην αγκαλιά του μέρα - νύχτα.
Κάποια φορά όμως, έφυγε μοναχός το για ένα γάμο. Το σκυλάκι έμεινε στην κάμαρα του να τον ανημένει. Όταν κατάλαβε να 'χει ησυχάσει όλο το παλάτι, πάει κοντά στο παραθύρι. Βγάζει μια τρίχα από το σώμα του και την καίει. Φτάνει τότε η μάνα του σε μια ολόχρυση άμαξα με δύο άλογα  φτερωτά. Του κρατούσε μαι φανταχτερή φορεσιά, τον ουρανό με τ' άστρα! Βάζει το σκυλάκι τη φορεσιά και γίνεται μια πεντάμορφη κοπέλα. Μπαίνουν τότε στην άμαξα και πάνε εκεί που γινόταν ο γάμος.
Μόλις εμφανίστηκαν, το βασιλόπουλο διέταξε να κάνουν χώρο για να περάσουν. Βοήθησε την κοπελιά να κατεβεί από την άμαξα. Ήταν θαμπωμένος από την ομορφιά της. Της πρόσφερε το μαντήλι του και την πήρε στο χορό.
Χορεύανε ώρα πολλή δίχως να μιλούν. Ξαφνικά η κοπελιά αρπάζει το μαντήλι του βασιλόπουλου και τρέχει προς την άμαξα της. Τρέχει ξοπίσω της το βασιλόπουλο, μα που να τη προλάβει! Φτερά είχε στα πόδια της; Διατάζει τον κόσμο να σταματήσει την ολόχρυση άμαξα. Μα η κοπελιά - το σκυλάκι δηλαδή - χαμογελούσε γλυκά στους ανθρώπους και τους πετούσε από το τσαντάκι της χρυσά φλουριά. Πέσανε αυτοί πάνω στα φλουριά. Καθένας κοίταζε να μαζέψει για την πάρτη του όσα περισσότερα μπορούσε. Που να προλάβουνε έτσι την άμαξα!
Γρήγορα μάνα και κόρη φτάξανε στο παλάτι. Η πεντάμορφη κοπέλα μπήκε στην προβιά και ξανάγινε σκυλάκι. Η μητέρα της πήρε την άμαξα κι εξαφανίστηκε.
Αργά το βράδυ γύρισε και το βασιλόπουλο καταπικραμένο, αμίλητο.
Οι δούλες πήραν το σκυλάκι και του ανιστορούσαν τι έγινε.
-Πού να 'σουν να δεις που 'ρθε μιαν άμαξα ολόχρυση με μια ωραία κοπέλα! Το βασιλόπουλο τη χόρεψε, μα κείνη του άρπαξε το μαντήλι κι έφυγε από το χορό. Διέταξε να την πιάσουνε, μα η πεντάμορφη πετούσε φλουριά κι ο κόσμος τα μάζωνε. Πήραμε κι εμείς από τέσσερα!
Κι εκείνο του έλεγε:
-Που να 'μουν εγώ, που ο κόσμος θα με πατούσε;
Την άλλη Κυριακή γινότανε μιαν αρραβώνα και το παλάτι ήταν πάλι καλεσμένο. Μόλις εφύγανε όλοι, το σκυλάκι βγάζει πάλι μια τρίχα του και την τσικνώνει. Φτάνει τότε η μάνα του με την ολόχρυση άμαξα. Του κρατούσε μια χρυσοκέντητη φορεσιά με τη θάλασσα και τα ψάρια. Βγαίνει το σκυλάκι από την προβιά του, βάζει τη φορεσιά του, γίνεται η πεντάμορφη κοπέλα και ξεκινάνε γι την αρραβώνα.
Όταν το βασιλόπουλο την είδε να φτάνει, διέταξε να της κάνουν τόπο να περάσει. Το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά που την ξανάβλεπε. Της πρόσφερε το χέρι του και σύρανε μαζί το χορό.
Εκεί που χορεύανε χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι, η κοπελιά ξεγέλασε το βασιλόπουλο και του πήρε το κομπολόι. Τρέχει γρήγορα στην άμαξα της, τρέχει αυτός ξοπίσω της. Διατάζει να την πιάσουνε, αλλά που! Όλοι κοιτούσαν πως και πως να μαζέψουνε πάλι τα φλουριά που τους πετούσε η πεντάμορφη.
Γυρίζει αυτή στο παλάτι και ξαναγίνεται σκυλάκι. Γυρίζει και το παλικάρι απογοητευμένο. Οι δούλες με τη σειρά τους ανιστορούσαν στο σκυλάκι ότι είδανε και πως πήρανε φλουριά κι εφύγανε.
Την άλλη Κυριακή πάλι τα ίδια. Πάει το βασιλόπουλο σε μια βάφτιση, πάει και το σκυλάκι σαν πεντάμορφη κοπέλα. Αυτή τη φορά η φορεσιά της είχε τον κάμπο μ' όλα του τα λουλούδια. Την είδε πάλι το βασιλόπουλο κι αρχινήσανε το χορό. Την κρατούσε σφιχτά για να μην τη χάσεϊ για τρίτη φορά, μα εκείνη πάλι έκανε το δικό της. Εκεί που χορεύανε, του πήρε το δαχτυλίδι κι εξαφανίστηκε. Τα φλουριά άλλη μια φορά ξεγέλασαν τον κόσμο.
Το βασιλόπουλο αρρώστησε από τη λύπη του. Νύχτα - μέρα στο κρεβάτι του απαρηγόρητος. Εφώναξε η μάνα του γιατρούς, μα που να βρούνε την αρρώστια του! Είπανε τέλος ν' αλλάξει τον αέρα του, να περάσει θάλασσα μακρινή , μήπως και τον συνεφέρει το ταξίδι.
Διέταξε η βασίλισσα να του κάνουνε γλυκίσματα. Εκάλεσε δέκα κορίτσια να ζυμώσουνε κουλούρια. Το σκυλάκι εγύρεψε τότε ζύμη κι έκαμε κι αυτό τρία. Στο ένα έβαλε το μαντήλι, στο άλλο το κομπολόι και στο άλλο το δαχτυλίδι.
Όταν τελείωσαν οι ετοιμασίες, το βασιλόπουλο ξεκίνησε για το ταξίδι του. Στο πλοίο έβγαλε τα κουλούρια του κι άρχισε να τρώει. Σάστισε σαν βρήκε το μαντήλι, το κομπολόι και το δαχτυλίδι του. Διέταξε τον καπετάνιο ν' αλλάξει την πορεία του και να γυρίσουν χωρίς αργοπορία πίσω.
Η μάνα του δεν πίστευε στα μάτια της, όταν τον είδε την ίδια μέρα πίσω στο παλάτι. Μα κείνος δεν είχε καιρό για εξηγήσεις. Το μόνο που ήθελε ήταν να μάθει ποιος έκανε τα κουλούρια. Η βασίλισσα του είπε πως τα ' καμε το σκυλάκι.
Βρίσκει το βασιλόπουλο το χαϊδεμένο του σκυλάκι κι από το θυμό του ήταν έτοιμο να το σκοτώσει. Μεμιάς μεταμορφώνεται αυτό στην πολυαγαπημένη του όμορφη κοπέλα. Του τα μαρτύρησε όλα και του εξήγησε πως για να έμενε κοντά του έπρεπε το ίδιο να έχει δοκιμάσει το βασιλόπουλο.
Σε λίγες μέρες εστεφανωθήκανε κι έγινε τρικούβερτο γλέντι. Εζήσανε από τότε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: